Στο κοινό συμπέρασμα ότι η ελληνική οικονομία διατηρεί τη δυναμική της, παρά τις νέες σοβαρές προκλήσεις σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο, καταλήγουν οι πρόεδροι των τεσσάρων συστημικών τραπεζών στις παρεμβάσεις τους από το βήμα των ετήσιων γενικών που πραγματοποιήθηκαν, επισημαίνοντας πάντως ότι δεν πρέπει να υπάρξει εφησυχασμός και ότι όλα θα εξαρτηθούν από τις εξελίξεις στα μεγάλα μέτωπα που είναι σε εξέλιξη.
Επισήμαναν επίσης ότι το τραπεζικό σύστημα έχοντας πλέον μονοψήφια ποσοστά μη εξυπηρετούμενων δανείων, ισχυρή κεφαλαιακή επάρκεια και ικανή ρευστότητα, σε συνδυασμό με τις προοπτικές που δημιουργεί το Ταμείο Ανάκαμψης, χρηματοδοτεί επιχειρήσεις και νοικοκυριά με στόχο την δημιουργία του νέου μοντέλου της ελληνικής οικονομίας.
Έδωσαν επίσης έμφαση στα θέματα εταιρικής διακυβέρνησης, ψηφιακού μετασχηματισμού και πράσινων χρηματοδοτήσεων, τομείς όπου οι ελληνικές τράπεζες έχουν κάνει μεγάλη πρόοδο.
Οι εκτιμήσεις των προέδρων των τραπεζών αποκτούν ακόμα μεγαλύτερη αξία καθώς στην μακρόχρονη πορεία τους έχουν περάσει από νευραλγικές θέσεις, που σε συνδυασμό με το υψηλό τους ακαδημαϊκό επίπεδο, προσδίδει ιδιαίτερα βαρύτητα στις τοποθετήσεις τους.
Ο πρόεδρος της Τράπεζας Πειραιώς Γιώργος Χαντζηνικολάου ανέφερε ότι στις αρχές του 2022, οι προοπτικές για ανάπτυξη στην χώρα μας ήταν οι καλύτερες που έχουμε δει για πάρα πολλά χρόνια. Όμως, η εισβολή στην Ουκρανία διαμόρφωσε νέες συνθήκες, ειδικά στην παγκόσμια αγορά ενέργειας, με συνέπειες τόσο για τις βραχυπρόθεσμες, αλλά πιθανόν και για τις μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης. Οι πληθωριστικές πιέσεις, κυρίως λόγω της ενεργειακής κρίσης, και η άνοδος των επιτοκίων που ακολούθησε για την αναχαίτισή τους, αποτελούν τροχοπέδη για την ανάπτυξη, ενώ η αβεβαιότητα σχετικά με τη διάρκεια του πολέμου και των επιπτώσεών του, επηρεάζει αρνητικά την κατανάλωση και την επιχειρηματική δραστηριότητα.
Στην παρούσα φάση, είναι πρόωρο να εκτιμηθεί ο μακροπρόθεσμος αντίκτυπος, τόσο στη διεθνή όσο και στην εγχώρια οικονομία και κοινωνία. Εντούτοις, όπως τόνισε ο πρόεδρος της Τράπεζας Πειραιώς, για την ελληνική οικονομία οι προοπτικές επιστροφής στην κανονικότητα είναι θετικές. Και είναι αξιοσημείωτο, ότι παρά τις δυσκολίες της συγκυρίας, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να είναι στο ραντάρ των επενδυτών -Ελλήνων και ξένων-, γεγονός που δημιουργεί τις συνθήκες για εισαγωγή σημαντικών κεφαλαίων στη χώρα. Εταιρείες όπως η Microsoft, η Amazon, η Pfizer, και άλλες, έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον ή ήδη επενδύουν στην Ελλάδα
Ο πρόεδρος Εθνικής Τράπεζας Γκίκας Χαρδούβελης, επισήμανε ότι στο αντίξοο οικονομικό περιβάλλον, προς το παρόν, η ελληνική οικονομία παραμένει ανθεκτική. Έχοντας ανακάμψει σημαντικά το 2021 με αύξηση του ΑΕΠ κατά 8,3% σε σταθερές τιμές, αντεπεξέρχεται στις προκλήσεις. Όπως εκτίμησε και φέτος, παρά τους καθοδικούς κινδύνους, αναμένεται να συνεχίσει να αναπτύσσεται με έναν ρυθμό της τάξης του 4%. Δηλαδή, πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Επισήμανε όμως ότι για το 2023, όμως, οι κίνδυνοι παραμένουν σημαντικοί, ιδιαίτερα αν η κρίση στην Ουκρανία συνεχιστεί και οι πληθωριστικές πιέσεις επιμείνουν.
Ο πρόεδρος της Alpha Bank Βασίλης Ράπανος επισήμανε ότι παρά τη γεωπολιτική αβεβαιότητα, το πραγματικό ΑΕΠ αναμένεται να παραμείνει σε ανοδική πορεία τα επόμενα τρίμηνα του 2022. Ο βασικός μοχλός της μεγέθυνσης αναμένεται να είναι οι καλές επιδόσεις του τουρισμού. Θετική θα είναι επίσης η επίδραση των πρόσθετων δημοσιονομικών μέτρων που έχει ανακοινώσει η κυβέρνηση και τα οποία στοχεύουν στην άμβλυνση του αυξανόμενου ενεργειακού κόστους, καθώς και η αύξηση του ποσοστού απορρόφησης των πόρων στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ), είπε κ. Ράπανος.
Με βάση τις πρόσφατες εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το πραγματικό ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 4% το 2022 και κατά 2,4% το 2023. Εκτιμάται επίσης ότι ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή θα φτάσει το 8,9% το 2022 και θα αποκλιμακωθεί στο 3,5% το 2023. Πέρα όμως από τα μέτρα στήριξης της κυβέρνησης, βασικές προϋποθέσεις για την στήριξη της οικονομικής δραστηριότητας είναι η ενίσχυση της εξωστρέφειας των ελληνικών επιχειρήσεων και η αύξηση της ανταγωνιστικότητας των εγχωρίως παραγόμενων αγαθών και υπηρεσιών.
Η αξιοποίηση των χρηματοδοτικών πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Σταθερότητας σε συνδυασμό με τη συνετή δημοσιονομική πολιτική και τις διαθρωτικές αλλαγές, θα παίξουν καταλυτικό ρόλο στο να αποκτήσει η χώρα την επενδυτική βαθμίδα, που είναι ζωτικής σημασίας για τη χρηματοδότηση του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, ανέφερε ο πρόεδρος της Alpha Bank.
O πρόεδρος της Eurobank Γιώργος Ζανιάς ανέφερε ότι στην ιδιαίτερη και δύσκολη διεθνή συγκυρία που βρισκόμαστε, η χώρα μας βρίσκεται, για πρώτη φορά μετά από καιρό, σε πιο ευνοϊκή συγκριτικά θέση. Παράγοντες που συνηγορούν σε μια τέτοια διαφοροποίηση είναι: η βελτίωση της αξιοπιστίας της χώρας, η αξιοποίηση μιας σειράς ευκαιριών που δημιούργησε η μακρόχρονη κρίση, η σταδιακή απόδοση μιας σειράς μεταρρυθμίσεων που έγιναν κυρίως τα χρόνια των οικονομικών προγραμμάτων, τα πρωτοφανή σε ύψος ευρωπαϊκά κεφάλαια περί τα 90 δισ. ευρώ για τα επόμενα χρόνια και η εξυγίανση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, επισήμανε ο κ Ζανιάς.
Η ανάπτυξη στη χώρα μας φέτος αναμένεται να στηριχτεί στις εξαγωγές υπηρεσιών (τουρισμός), στις δημόσιες επενδύσεις μέσω ΕΣΠΑ και Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και στην ιδιωτική κατανάλωση. Οι απαιτήσεις για δημοσιονομικές παρεμβάσεις κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων κρίσεων επανάφερε τα υψηλά ελλείμματα στον προϋπολογισμό, με το πρωτογενές έλλειμμα το 2020 να φτάνει το 7,2% του ΑΕΠ.
Η δημοσιονομική κατάσταση εκτίμησε όμως είναι διαχειρίσιμη υπό την αυστηρή προϋπόθεση πως θ’ αποφευχθούν εφεξής οι υπερβολές στη δημοσιονομική πολιτική και δεν θα υπάρξουν αρνητικές εκπλήξεις στην αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας. Το δημόσιο χρέος επίσης κρίνεται ως βιώσιμο λόγω των εξαιρετικών ποιοτικών χαρακτηριστικών που διαθέτει, παρά το τεράστιο ύψος του ως ποσοστό του ΑΕΠ (206.3% το 2020 και 193.3% το 2021), ενώ αναμένεται να πέσει κάτω από το 180% του ΑΕΠ στο τέλος του 2022.
Σύμμαχο σε αυτή την αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους αποτελεί ο υψηλός βραχυπρόθεσμος πληθωρισμός, ο οποίος μάλιστα δεν αναμένεται να έχει τα γνωστά αρνητικά αποτελέσματα στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας καθώς αποτελεί ένα γενικευμένο φαινόμενο, αν και διαφορές υπάρχουν, και δεν αλλάζουν σε σημαντικό βαθμό οι σχετικές τιμές των προϊόντων.