Της Έφης Τριήρη
[email protected]
Πιθανή βλέπει την επενδυτική βαθμίδα για την Ελλάδα μετά τις εκλογές ανώτατο στέλεχος κορυφαίου επενδυτικού οίκου, υπογραμμίζοντας τις θετικές προοπτικές της χώρας, παρά τους φόβους για ύφεση της παγκόσμιας οικονομίας. Υπογράμμισε ωστόσο ότι η αναβάθμιση χρειάζεται περισσότερο χρόνο, επίδειξη συνέχειας στις πολιτικές και κάποιο βαθμό ανάπτυξης, παράγοντες που την καθιστούν πιο πιθανή για μετά τις εκλογές και όχι νωρίτερα.
Χαρακτηρίζοντας την χώρα μας ίσως την πιο σταθερή στη Νότια Ευρώπη από πολιτική άποψη, την αποκάλεσε “άγκυρα” σταθερότητας, ενώ θεωρεί τον Έλληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη ιδιαίτερα ταλαντούχο. Ο Έλληνας πρωθυπουργός έχει καταφέρει, όπως τόνισε, να επαναφέρει την πολιτική και οικονομική σταθερότητα μαζί με αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων κατά 20% σε σχέση με πέρυσι, σύμφωνα με κυβερνητικά στοιχεία.
Ωστόσο, ο αξιωματούχος σημειώνει ότι παραμένουν χαμηλότερα από τα επίπεδα του 2008 και ότι η Ελλάδα συνεχίζει να αντιμετωπίζει ένα επενδυτικό κενό που έχει τις ρίζες του στην κρίση χρέους. Ωστόσο, η ελληνική κυβέρνηση δίνει έμφαση στην αύξηση των επενδύσεων, επειδή κατανοεί ότι η κατανάλωση θα πληγεί εξαιτίας του ισχυρού πληθωρισμού και αυτή, σύμφωνα με το στέλεχος του οίκου, είναι η σωστή στρατηγική. Το γεγονός αυτό βοηθά την Ελλάδα να αποφύγει τον κίνδυνο του στασιμοπληθωρισμού, παρότι η αναπτυξιακή της ανάκαμψη μπορεί να επηρεαστεί από τις υψηλές τιμές ενέργειας, αλλά όχι να εκτροχιαστεί.
Το Ταμείο Ανάκαμψης θα μπορούσε να οδηγήσει στην κινητοποίηση πόρων και την υλοποίηση επενδύσεων που αντιστοιχούν στο 18% του ΑΕΠ της Ελλάδας έως το 2026. Αυτά σε συνδυασμό με τα μέτρα δημοσιονομικής στήριξης και τα κεφαλαιακά αποθέματα θα βοηθήσουν την Ελλάδα θα αποφύγει την ύφεση, τη στιγμή που άλλες οικονομίες της Ευρώπης, όπως Γερμανία και Ιταλία, βρίσκονται στα πρόθυρα μίας καθοδικής σπείρας.
Αναφερόμενος στη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ και στο εάν μία περισσότερο περιοριστική πολιτική θα μπορούσε να πλήξει την Ελλάδα και τις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, απάντησε ότι δεν θα υπάρξει αρνητικός αντίκτυπος για την ελληνική οικονομία, με το πρόβλημα να εστιάζεται περισσότερο στην Ιταλία. Ακόμη και όταν τα επιτόκια φθάσουν στο 1,75% έως τα μέσα του 2023, όπως σημείωσε, η Ελλάδα θα είναι σε θέση να εξυπηρετεί το χρέος της. Όσο για τις αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων, εξακολουθούν να κινούνται σε ασφαλή επίπεδα, καθώς ακόμη και στο 5% έως 6% το ελληνικό χρέος θα μπορούσε να θεωρηθεί βιώσιμο, χάρη στα ευρωπαϊκά προγράμματα στήριξης.
Το υψηλόβαθμο στέλεχος του οίκου κρίνει ότι οι αγορές κρατικών ομολόγων δεν έχουν προεξοφλήσει τους φόβους για ύφεση, ακολουθώντας απλώς τη γενικότερη τάση των διεθνών αγορών και τις ανησυχίες για πιο αυστηρή νομισματική πολιτική. Μόνο το χρηματιστήριο έχει προεξοφλήσει τους φόβους για την πορεία της οικονομίας, όμως οι πιέσεις του δέχεται να πρέπει να ιδωθούν στο πλαίσιο του γενικότερου sell off των μετοχών που δεν έχει να κάνει με τα θεμελιώδη της ελληνικής οικονομίας. Όπως τόνισε, η Ελλάδα έχει το χρόνο για να βελτιώσει τα οικονομικά μεγέθη της και να συνεχίσει το έργο της.
Όσον αφορά στον πληθωρισμό, τον βλέπει να φθάνει στην κορύφωσή του το Σεπτέμβριο, όμως εκτιμά ότι ακόμη και εάν αρχίσει να αποκλιμακώνεται, κάτι που αναμένεται από το 2023, οι υψηλές τιμές σε διάφορα αγαθά και πρώτες ύλες θα συνεχιστούν τουλάχιστον έως το 2025, σημειώνοντας χαρακτηριστικά ότι μπαίνουμε σε ένα νέο κόσμο ακρίβειας. Αναφέρθηκε μάλιστα χαρακτηριστικά στη γενιά Z, (τα άτομα ηλικίας 28 έως 38 ετών), λέγοντας ότι οι νέοι θα είναι η πρώτη φορά που θα γνωρίσουν τον πληθωρισμό ως έννοια, καθώς δεν έχει τύχει να τον βιώσουν άλλη φορά στη διάρκεια της ζωής τους.
Ο οίκος δίδει δύο ημερομηνίες “κλειδιά” έως τα τέλη Ιουλίου, οι οποίες θα καθορίσουν την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας: τη συνεδρίαση της ΕΚΤ στις 21 Ιουλίου, και τις 23 Ιουλίου οπότε θα ξέρουμε ακριβώς για τις ροές του ρωσικού φυσικού αερίου στην Ευρώπη.
Στη συνεδρίαση της ΕΚΤ, η πρόεδρος Κριστίν Λαγκάρντ, αναμένεται να παρουσιάσει λεπτομερώς το νέο εργαλείο για την αντιμετώπιση του κατακερματισμού των αγορών. Εάν αποφύγει το θέμα και προβεί σε γενικές διατυπώσεις, τότε η μεταβλητότητα των αγορών θα αγγίξει “κόκκινο”, ειδικά καθώς παρεμβάλεται μία μεγάλη περίοδος έως την επόμενη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου.
Στις 23 Ιουλίου, οι αγορές θα περιμένουν να δουν εάν θα επαναληφθούν οι ροές του ρωσικού φυσικού αερίου μετά το κλείσιμο του αγωγού Nord Stream 1 για λόγους συντήρησης. Το βασικό σενάριο του οίκου είναι ότι θα επιστρέψουν μειωμένες στο 40%, δίδοντας μία πρόβλεψη για την τιμή φυσικού αερίου στα 150 ευρώ ανά μεγαβατώρα στο τρίτο τρίμηνο. Ένα πολύ ακραίο σενάριο του οίκου είναι η ολοσχερής διακοπή της ροής, που έχει όμως πολύ μικρές πιθανότητες. Ο αντίκτυπος στην Ελλάδα από τις χαμηλές ροές δεν θα είναι τόσο μεγάλος όσο σε Ιταλία και Γερμανία, καθώς δεν διαθέτει ισχυρή μεταποίηση. Το θέμα είναι ότι οι τιμές δεν πρόκειται να επιστρέψουν στα επίπεδα που βρίσκονταν πριν από ενεργειακή κρίση, δηλ. των 45 και 50 ευρώ.