Από την έντυπη έκδοση
Της Σοφίας Εμμανουήλ
[email protected]
Επιβραδύνεται ο ρυθμός ίδρυσης εταιρειών ελληνικών συμφερόντων στις γειτονικές χώρες, με δέλεαρ τους χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές, αλλά αυτή η ύφεση της μεταναστευτικής τάσης αφορά σχεδόν αποκλειστικά εταιρείες «φαντάσματα» -που ανοίγουν για να εξυπηρετήσουν φοροφυγάδες-, αφού οι Έλληνες επιχειρηματίες, ειδικά όσοι θέλουν να επεκτείνουν τη δραστηριότητά τους στο εξωτερικό με ελεγχόμενο ρίσκο σε ό,τι αφορά ρυθμιστικό, κανονιστικό ακόμη και φορολογικό πλαίσιο, εξακολουθούν να δημιουργούν εγκαταστάσεις εκτός Ελλάδος.
Το ίδιο ισχύει και για το ανθρώπινο δυναμικό, κυρίως υψηλής εξειδίκευσης, που δεν «βλέπει», προς το παρόν τουλάχιστον, βελτίωση του εσωτερικού περιβάλλοντος τέτοια που να δικαιολογεί επιστροφή τους στην πατρίδα. Ενδεικτικά σημειώνουμε ότι πρόσφατη έρευνα της ICAP People Solutions για την ανάσχεση του φαινομένου brain drain έδειξε ότι το 42% των Ελλήνων του εξωτερικού δηλώνει ότι δεν βλέπει πιθανή την επιστροφή του στην Ελλάδα.
Επομένως, καθίσταται σαφές ότι αν και γίνονται βήματα -π.χ. για την προώθηση της επιχειρηματικότητας, την πάταξη της γραφειοκρατίας, την επιτάχυνση διαδικασιών επίλυσης διαφορών, την ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης, τη βελτίωση της εξυπηρέτησης του πολίτη κ.ο.κ.- τα «απόνερα» της κρίσης χρέους είναι ακόμη εδώ και το περιβάλλον απέχει πολύ από το να θεωρηθεί ανταγωνιστικό και να προσελκύσει τόσο Έλληνες επιστήμονες που θα μπορούσαν να προσφέρουν υπεραξία στην ελληνική αγορά όσο και σημαντικές επενδύσεις μακροπρόθεσμου ορίζοντα που θα τονώσουν την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Υπάρχει πάντως η προσδοκία ότι το κλίμα θα βελτιωθεί σε βάθος χρόνου με τη σταθεροποίηση της οικονομίας σε συνδυασμό με την ολοκλήρωση των αξιολογήσεων και την επιτυχή έξοδο στις αγορές. Μέχρι να συμβεί αυτό οι χώρες που προσφέρουν πιο ανταγωνιστικό περιβάλλον για ανάπτυξη επιχειρηματικής δραστηριότητας θα κερδίζουν προβάδισμα προσελκύοντας μεταξύ άλλων και ελληνικά κεφάλαια. Εξάλλου, δεν έχει περάσει πολύς καιρός από την «ασφυξία» των capital controls και τις παρενέργειές τους σε όλο το φάσμα της επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Τριγωνικές συναλλαγές
Αυτή η περίοδος είναι που συνδέθηκε και με την ισχυρή τάση ίδρυσης επιχειρήσεων ελληνικών συμφερόντων σε γειτονικές χώρες. Οι τριγωνικές συναλλαγές και η δυνατότητα μεταφοράς χρημάτων σε τραπεζικούς λογαριασμούς της άλλης χώρας παρακάμπτοντας τα capital controls αποτέλεσαν δέλεαρ για εταιρείες και φυσικά πρόσωπα, αφού έτσι είχαν τη δυνατότητα, πέρα από το να «τρέξουν» επιχειρηματική δραστηριότητα, να αποκτήσουν από ακίνητα μέχρι πολυτελή αυτοκίνητα με χαμηλό φορολογικό κόστος. Ειδικότερα, οι τριγωνικές συναλλαγές έδωσαν τη δυνατότητα σε ελληνικές επιχειρήσεις να εισάγουν προϊόντα από τρίτες χώρες, να τα τιμολογούν π.χ. στη Βουλγαρία και στη συνέχεια μέσω της βουλγαρικής εταιρείας να τα εξάγουν στην Ελλάδα και με αυτό τον τρόπο να επιβαρύνουν τα κέρδη τους με φορολογικό συντελεστή 10% αντί 29%.
Διπλά POS
Μια άλλη πρακτική φοροδιαφυγής είναι τα διπλά POS, όπου ο επιχειρηματίας ανοίγει μια εταιρεία με την ίδια επωνυμία με την ελληνική σε μία άλλη χώρα και μέσω αυτής συνδέει το δεύτερο POS με έναν τραπεζικό λογαριασμό της γειτονικής χώρας. Έτσι, όταν γίνονται πληρωμές από πιστωτικές ή χρεωστικές κάρτες στο POS του εξωτερικού τα χρήματα μεταφέρονται αυτόματα εκτός Ελλάδος, χωρίς η συναλλαγή να καταγράφεται στην χώρα. Ως αποτέλεσμα, ο επιχειρηματίας εισπράττει έσοδα για συναλλαγές που δεν φαίνονται, αποφεύγει να αποδώσει ΦΠΑ στο Δημόσιο και φυσικά παρακάμπτει τα capital controls, ενώ ανά πάσα ώρα μπορεί να εισπράξει τα χρήματα αυτά στην Ελλάδα μέσω ξένης πιστωτικής κάρτας ή να τα διοχετεύσει σε λογαριασμούς του εξωτερικού.
Πιο παλιά είναι η πρακτική της ίδρυσης εταιρείας σε γειτονική χώρα για αλλαγή πινακίδων κυκλοφορίας Ι.Χ., με σκοπό την αποφυγή καταβολής τελών κυκλοφορίας, τεκμηρίων ή φόρου πολυτελούς διαβίωσης.
Τι αναζητούν οι υγιείς εταιρείες
Η εντατικοποίηση των ελέγχων από τους μηχανισμούς του υπουργείου Οικονομικών έχει περιορίσει εν πολλοίς την αθρόα δημιουργία νέων επιχειρήσεων σε γειτονικές χώρες και κυρίως στη Βουλγαρία. Κι αυτό αποτυπώνεται και στα επίσημα στοιχεία που συγκέντρωσε η «N», στο πλαίσιο έρευνας στις επίσημες αρχές τόσο της Βουλγαρίας όσο και άλλων γειτονικών χωρών. Ωστόσο, ο περιορισμένος αριθμός νέων επιχειρήσεων ελληνικών συμφερόντων σε γειτονικές χώρες δείχνει να είναι μια εξέλιξη που αφορά αποκλειστικά τις εταιρείες «φαντάσματα», αυτές που διαθέτουν μεν ΑΦΜ αλλά δεν απασχολούν προσωπικό και δεν έχουν κάποια ουσιαστική οικονομική δραστηριότητα. Υπάρχει όμως και μια κρίσιμη μάζα επιχειρηματιών που αναζητά σε γειτονικές αγορές φορολογικά ή χρηματοδοτικά κίνητρα και κυρίως ένα σταθερό περιβάλλον, χωρίς γραφειοκρατία, απ’ όπου να μπορεί να «τρέξει» τη δραστηριότητά της εκτός Ελλάδας. Και το ενδιαφέρον αυτών των επιχειρηματιών, ειδικά όσων διερευνούν δυνατότητες επέκτασης δραστηριοτήτων σε ξένες αγορές, είναι αυξανόμενο.
Αυτή την τάση επιβεβαιώνει και η Γεωργία Σταματέλου, γενική διευθύντρια, επικεφαλής Φορολογικού Τμήματος KPMG, η οποία μιλώντας στη «N» αναφέρεται μεταξύ άλλων και στα ειδικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εξαγωγικές επιχειρήσεις, με ορισμένες αγορές υψηλών απαιτήσεων, όπως π.χ. οι ΗΠΑ, να τους δείχνουν «κόκκινη κάρτα» λόγω country risk.
Ως προς την έναρξη επιχειρηματικής δραστηριότητας, σύμφωνα με την κα Σταματέλου, προκρίνονται χώρες όχι απαραίτητα φορολογικοί παράδεισοι, αλλά με ένα υγιές οικονομικό περιβάλλον, στο οποίο ένας επιχειρηματίας μπορεί να ανοίξει αλλά και να «τρέξει» εύκολα την εταιρεία του.
Μιλώντας για τη Βουλγαρία -τονίζει ότι αναφέρεται στο «υγιές» κομμάτι του επιχειρείν και όχι στις περιπτώσεις που ανοίγει κάποιος επιχειρηματίας ΑΦΜ για να πάρει POS-, εξηγεί ότι η χώρα έχει βελτιώσει το επιχειρηματικό περιβάλλον της, το οποίο έχει γίνει πιο ανταγωνιστικό. «Παλαιότερα υπήρχε μεγάλη γραφειοκρατία και φαινόμενα διαφθοράς. Πλέον η λειτουργία του κράτους έχει βελτιωθεί, ενώ ο χαμηλός φορολογικός συντελεστής έχει συνδυαστεί με κίνητρα. Κι αυτός ο συνδυασμός είναι που προσελκύει τους επιχειρηματίες», αναφέρει η κα Σταματέλου. Στην Ελλάδα η φορολογία είναι κυρίως μέσο είσπραξης από την πλευρά του κράτους, γεγονός που εν πολλοίς οφείλεται στις συνθήκες της κρίσης. Αλλά αυτή η πρακτική έχει στερήσει σε ανταγωνιστικότητα την ελληνική αγορά την ώρα που γειτονικές χώρες αξιοποιούν τη φορολογία ως εργαλείο ανάπτυξης.
Έτσι, χώρες όπως η Βουλγαρία, η Μάλτα, η Κύπρος, ακόμη και η Πολωνία προσελκύουν το επιχειρηματικό ενδιαφέρον. Πάντως η κα Σταματέλου τονίζει με έμφαση ότι δεν είναι μόνο ο φορολογικός συντελεστής αλλά και τα κίνητρα που δημιουργούν δέλεαρ για Έλληνες επιχειρηματίες -εξωστρεφείς νεοσύστατες ή υφιστάμενες εταιρείες- και με αυτά τα κριτήρια προσεγγίζουν μια χώρα προκειμένου να δημιουργήσουν επιχειρηματική δραστηριότητα και να αποκτήσουν πρόσβαση στη διεθνή αγορά.
Η «N» διερεύνησε ενδεικτικές αγορές της περιοχής αντλώντας στοιχεία που επιβεβαιώνουν την τάση αυτή, καθώς και την επιβράδυνση του ρυθμού ενάρξεων νέων επιχειρήσεων μετά την έξαρση που παρατηρήθηκε στο β’ εξάμηνο του 2015 και το 2016.
17.050 εταιρείες στη Βουλγαρία
Ενδεικτικά, η Βουλγαρία δείχνει να επιβεβαιώνει τη δυναμική της, αφού με βάση τα επίσημα στοιχεία από το 2008 μέχρι σήμερα έχουν ιδρυθεί 17.050 εταιρείες ελληνικών συμφερόντων, εκ των οποίων οι 378 ανέστειλαν τη λειτουργία τους. Ειδικά το 2018, μόνο τον Ιανουάριο άνοιξαν 77 επιχειρήσεις ελληνικών συμφερόντων, ενώ ανέστειλαν τη λειτουργία τους 6, όπως μας ενημερώνει ο Χρήστος Γ. Σιδηρόπουλος, διοικητικός γραμματέας Γ’ της πρεσβείας μας στη Σόφια σε απαντητική επιστολή του (31.1.2018) σε σχετικό ερώτημα της «N». Από τα στοιχεία προκύπτει ότι μετά τα capital controls διπλασιάστηκαν σχεδόν οι ενάρξεις εταιρειών ελληνικών συμφερόντων, ενώ από πέρυσι η τάση αυτή βαίνει μειούμενη. Πάντως, οι αριθμοί παραμένουν μεγάλοι αν τους συγκρίνει κανείς με το καθαρό ισοζύγιο ενάρξεων/παύσεων επιχειρήσεων στην Ελλάδα, αφού με βάση τα στοιχεία του ΓΕΜΗ προκύπτει ότι για κάθε 10 ενάρξεις στην Ελλάδα αντιστοιχεί μία περίπου στη Βουλγαρία (π.χ. για τον Ιανουάριο άνοιξαν στην Ελλάδα 2.423 κι έκλεισαν 1.654, ήτοι καθαρό ισοζύγιο 769, από 71 που είναι στη Βουλγαρία).
382 ενάρξεις στη Ρουμανία
Στη Ρουμανία λειτουργούν σχεδόν 7.000 επιχειρήσεις ελληνικών συμφερόντων. Με βάση επίσημα στοιχεία, στο τέλος του 2016 ήταν 6.578. Σύμφωνα δε με το Εμπορικό Μητρώο του υπουργείου Δικαιοσύνης της Ρουμανίας, οι νέες επιχειρήσεις ελληνικών συμφερόντων που ξεκίνησαν τη δραστηριοποίησή τους στη Ρουμανία εντός του 2017 (στοιχεία 11μήνου) ήταν 382. Το 2016 έναντι του 2015 οι αντίστοιχες νέες επιχειρήσεις ήταν περί τις 300, ωστόσο το συνολικό επενδεδυμένο κεφάλαιο παρέμεινε στα ίδια επίπεδα, ήτοι 1,83 δισ. ευρώ. Επομένως, όπως εξηγεί στη «N» ο Ιωάννης Μάρκος, γεν. συμβ. ΟΕΥ Α’, Βουκουρέστι, δεν υπάρχει σημαντική μεταβολή ως προς τη μετακίνηση δραστηριοτήτων ελληνικών εταιρειών από Ελλάδα σε Ρουμανία, όπως π.χ. σε άλλες γειτονικές βαλκανικές χώρες.
Σημειώνεται πάντως ότι λόγω μεγάλης έκτασης και πληθυσμού η Ρουμανία αποτελεί την πλέον ελκυστική αγορά της Νοτιοανατολικής και της Κεντρικής Ευρώπης και αποτελεί αγορά-στόχο για τις περισσότερες ελληνικές εξωστρεφείς επιχειρήσεις. Έχει έκταση 238.391 τ. χλμ (9η σε μέγεθος μεταξύ των κρατών-μελών, με περίπου 20 εκατ. κατοίκους βάσει της απογραφής του 2011).
Τα κίνητρα στο Βέλγιο
Στο Βέλγιο δεν υπάρχουν στοιχεία για νέες ελληνικές επιχειρήσεις το 2017, αλλά η αγορά προσελκύει επενδυτικό ενδιαφέρον λόγω μιας σειράς κινήτρων που προσφέρει, από επιχορηγήσεις μέχρι εκπτώσεις φόρων και τόκων. Εστιάζοντας στα φορολογικά θέματα, σημειώνουμε ότι ο φόρος εισοδήματος εταιρειών διαμορφώνεται σε 33,99%, αλλά μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις επωφελούνται -υπό προϋποθέσεις- από τον μειωμένο προοδευτικό φορολογικό συντελεστή. Η έκπτωση τόκων επιτρέπει στις εταιρείες να μειώσουν τη φορολογητέα ύλη τους κατά την πραγματοποίηση επενδύσεων από δικούς τους πόρους. Ισχύουν επίσης φορολογικές εκπτώσεις για μια σειρά δραστηριοτήτων, όπως π.χ. για εισόδημα από ευρεσιτεχνία, όπου ανέρχεται στο 80% του εισοδήματος.
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με εξαγγελίες της βελγικής κυβέρνησης, ο γενικός συντελεστής φορολογίας κερδών των επιχειρήσεων θα μειώνεται σταδιακά έως το 2020 και από το 33,9% που ισχύει σήμερα θα διαμορφωθεί στο 25%. Το 2018 και το 2019 θα ισχύσει συντελεστής 29%. Έως το 2020 θα έχει επίσης καταργηθεί πλήρως η εισφορά από κέρδη των επιχειρήσεων (0,99%), η οποία είχε θεσπιστεί το 2008 ως μέτρο αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης.
Η φορολογική μεταρρύθμιση επίσης προβλέπει μία σειρά επιπλέον μειώσεων και κινήτρων τα οποία απευθύνονται στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Οι εταιρείες με λιγότερους από 50 εργαζόμενους, οι οποίες ήδη επωφελούνται από μειωμένο συντελεστή (φορολογία 25% για κέρδη έως 25.000 ευρώ), το 2018 θα δουν τον συντελεστή να μειώνεται στο 20,4% και το υπολογιζόμενο όριο να αυξάνεται για κέρδη έως 100.000 ευρώ.
Παράλληλα θα καταργηθούν διάφορα μέτρα υπολογισμού έκπτωσης φόρου, συμπεριλαμβανομένων των θεωρητικών τόκων και άλλων φορολογικών πλεονεκτημάτων, τα οποία μέχρι σήμερα εκμεταλλεύονταν κυρίως οι μεγαλύτερες σε μέγεθος εταιρείες.
Οι εγκατεστημένες επιχειρήσεις ελληνικών συμφερόντων στο Βέλγιο είναι σχετικά λίγες σε αριθμό, ενώ οι εργαζόμενοι Έλληνες είναι κυρίως στα Όργανα της Ε.Ε., αλλά και σε άλλες επιχειρήσεις σε όλη τη χώρα. Γενικά πάντως, όπως μας πληροφορεί ο Αναστάσιος Παπαθωμάς, σύμβουλος ΟΕΥ, Βρυξέλλες, λόγω του μεγάλου αριθμού αλλά και του γεγονότος ότι οι εργαζόμενοι δεν γνωστοποιούν την εγκατάστασή τους στις υπηρεσίες της ελληνικής πρεσβείας, είναι πολύ δύσκολο να τηρηθούν επικαιροποιημένα στοιχεία.
Δέλεαρ το 12,5% στην Κύπρο
Ελκυστικό προορισμό για επιχειρηματίες -όχι μόνο από την Ελλάδα- καθιστούν την Κύπρο μια σειρά από κίνητρα που παρέχει, καθώς και η εγγύτητά της με τις χώρες της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής. Τα στοιχεία που είναι καταχωρημένα στη βάση δεδομένων του Εφόρου Εταιρειών και Δημόσιου Παραλήπτη του υπουργείου Οικονομικών της Κύπρου δείχνουν έναν αυξανόμενο ρυθμό ενάρξεων. Οι νέες εγγραφές το 2017 ανήλθαν σε 13.677, ενώ το 2018 (μέχρι 31.1.2018) ξεπερνούν ήδη τις 1.000 και διαμορφώνονται συνολικά σε 218.597.
Από τα σημαντικότερα εργαλεία είναι ο συντελεστής φορολόγησης (12,5%) και τα προγράμματα πολιτογράφησης, όπως σημειώνει σε απάντηση σχετικού ερωτήματος της «N» η Γ. Μπογιατζοπούλου, σύμβουλος ΟΕΥ Α’, Λευκωσία. Όσον αφορά τις εταιρείες ελληνικών συμφερόντων, η επίσημη αρχή τήρησης των μητρώου εταιρειών δεν ανακοινώνει ούτε επιτρέπει πρόσβαση σε στοιχεία σχετικά με τη χώρα προέλευσης των μετόχων των εγγεγραμμένων εταιρειών. Αντίστοιχα, για λόγους εμπιστευτικότητας, πράττουν και τα μεγάλα τοπικά λογιστικά και δικηγορικά γραφεία που συνδράμουν τους ενδιαφερόμενους στην ίδρυση εταιρείας στην Κύπρο. Η κα Μπογιατζοπούλου, πάντως, επισημαίνει ότι δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα κατά καιρούς δημοσιεύματα για αθρόα ίδρυση ελληνικών επιχειρήσεων στην Κύπρο.
Ανάλογη είναι η τάση και για τον αριθμό εργαζομένων εξ Ελλάδος στην Κύπρο. Οι επίσημα καταγεγραμμένοι κάτοικοι με ελληνική υπηκοότητα δεν διαχωρίζονται ανάλογα με το εάν πρόκειται για φοιτητές, εργαζόμενους, άτομα που ζουν στην Κύπρο για προσωπικούς λόγους ή εάν οι επίσημα καταγεγραμμένοι εξακολουθούν να κατοικούν στην Κύπρο. Εμπειρικά, η κα Μπογιατζοπούλου αναφέρει ότι υπάρχουν αρκετοί εξ Ελλάδος εργαζόμενοι τόσο σε διευθυντικές θέσεις όσο και σε άλλους τομείς οικονομικής δραστηριότητας.
Διαχρονικά στην πρώτη θέση μεταξύ των ξένων επενδυτών στην Αλβανία η Ελλάδα
Στην Αλβανία ο αριθμός των ελληνικών επιχειρήσεων φαίνεται να μειώνεται. Με βάση στοιχεία της αλβανικής Στατιστικής Αρχής και του Εθνικού Κέντρου Επιχειρήσεων (QKB), στο οποίο εγγράφονται οι επιχειρήσεις, την τριετία 2014-2016 περιορίστηκαν αισθητά και από τις 640 επιχειρήσεις το 2014, στο τέλος του 2016 ήταν 522, εκ των οποίων 314 αμιγώς ελληνικών κεφαλαίων και 208 μικτές επιχειρήσεις με ελληνική και αλβανική συμμετοχή. Για το 2017 δεν έχουν δημοσιοποιηθεί αντίστοιχα στοιχεία, αλλά η τάση είναι ίδια.
Τα διαθέσιμα επίσημα στατιστικά στοιχεία αποτυπώνουν απλώς την αριθμητική παρουσία των ελληνικών επιχειρήσεων στην Αλβανία ανά έτος. Ωστόσο, δεν παρέχουν δεδομένα σε σχέση με το προηγούμενο έτος για τον αριθμό των επιχειρήσεων που είτε έπαυσαν τη δραστηριότητά τους είτε ιδρύθηκαν στο έτος αναφοράς.
Στο πλαίσιο αυτό, όπως αναφέρει στη «N» ο προϊστάμενος Σαράντης Μοσχόβης, σύμβουλος ΟΕΥ Α’, Τίρανα, ενδέχεται τμήμα της μείωσης του αριθμού των ελληνικών επιχειρήσεων στην Αλβανία να οφείλεται και στα μέτρα που ελήφθησαν στο πλαίσιο της εκστρατείας κατά της άτυπης οικονομίας που ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 2015, καθώς και των νέων φορολογικών ρυθμίσεων, γεγονός που μπορεί να οδήγησε τις εγγεγραμμένες στο Εθνικό Κέντρο Επιχειρήσεων (QKB) αλλά μη ενεργές επιχειρήσεις να παύσουν τη δραστηριότητά τους. Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με σχετική πληροφόρηση του Γραφείου ΟΕΥ, ελληνικών συμφερόντων επιχειρήσεις έχουν προβεί σε έναρξη επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Αλβανία τόσο το 2016 όσο και το 2017.
Επισημαίνεται ότι η Ελλάδα, παρά την οικονομική κρίση, διατηρεί διαχρονικά μακράν την πρώτη θέση μεταξύ των ξένων επενδυτών στη χώρα. Το ύψος των ελληνικών επενδύσεων στην Αλβανία, σύμφωνα με την Τράπεζα της Αλβανίας, το 2016 ανήλθε σε 1,233 δισ. ευρώ με μερίδιο 21,72% επί του συνολικού αποθέματος άμεσων ξένων επενδύσεων στην Αλβανία. Η ανοδική πορεία των ελληνικών επενδύσεων οφείλεται κυρίως σε αύξηση κεφαλαίων (αγορά μεριδίων αλβανικών εταιρειών, δάνεια ή επενδύσεις χαρτοφυλακίου από τις μητρικές εταιρείες), καθώς και σε ίδρυση νέων εταιρειών. Το 2016 η αύξηση των ελληνικών επενδύσεων ήταν 2,32% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Πενταπλασιάστηκαν οι Έλληνες στη Βρετανία
Στο Ηνωμένο Βασίλειο οι ελληνικές εταιρείες δεν υποχρεούνται να δηλώνουν την έναρξη της δραστηριότητάς τους στις τοπικές ελληνικές Αρχές, όπως μας ενημερώνει ο Αντώνης Κατεπόδης, σύμβουλος ΟΕΥ Α’, Λονδίνο. Μια ένδειξη ωστόσο προκύπτει από τους εγγεγραμμένους Έλληνες εργαζόμενους. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία του βρετανικού υπουργείου Εσωτερικών στο τέλος 2016, ο εκτιμώμενος αριθμός Ελλήνων μονίμων κατοίκων Ηνωμένου Βασιλείου ανερχόταν σε 63.000 άτομα. Εξ αυτών 59.000 διαμένουν στην Αγγλία, ενώ στην ευρύτερη περιοχή του Λονδίνου διαμένουν 27.000 άτομα. Σημειώνεται ότι τα στοιχεία αυτά παρουσιάζουν εύρος απόκλισης περίπου 18%-20%, καθώς δεν είναι αποτέλεσμα απογραφής, αλλά δειγματοληπτικής έρευνας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του βρετανικού υπουργείου Εργασίας και Συντάξεων, ο αριθμός των Ελλήνων που έχουν αποκτήσει Αριθμό Κοινωνικής Ασφάλισης (National Insurance Number, NIN) έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία έτη. Ο Αριθμός Κοινωνικής Ασφάλισης είναι απαραίτητος για την είσοδο στην αγορά εργασίας του Ηνωμένου Βασιλείου και αποτελεί τον ασφαλέστερο δείκτη για τον αριθμό των Ελλήνων που μεταβαίνουν στο Ηνωμένο Βασίλειο για απασχόληση.
Ειδικότερα, το διάστημα 2008 – α’ εξάμηνο 2017 ο αριθμός των Ελλήνων που απέκτησαν NIN ανήλθε στις 75.952 άτομα. Κατά το α’ εξάμηνο του 2017 καταγράφεται μάλιστα αύξηση των εγγεγραμμένων κατά 11,59% έναντι του αντίστοιχου διαστήματος του 2016. Κατά τα έτη 2002-2010, ο ετήσιος αριθμός των Ελλήνων που αποκτούσαν ΝΙΝ ήταν πέριξ των 3.000 ατόμων, ενώ πλέον ο αριθμός έχει σχεδόν πενταπλασιαστεί, πλησιάζοντας τα περίπου 15.000 άτομα το 2016. Επιπλέον, σύμφωνα με τα στοιχεία του HESA (Higher Education Statistics Agency), κατά το ακαδημαϊκό έτος 2015-2016 φοιτούσαν στα βρετανικά Πανεπιστήμια περίπου 9.800 Έλληνες φοιτητές.