Του Μιχάλη Ψύλου
[email protected]
Επιτέλους! Έγινε το «τηλεφώνημα»: Ηνωμένες Πολιτείες και Κίνα αρχίζουν και πάλι να ξαναμιλούν μεταξύ τους. Ο αντιπρόεδρος της Κίνας, Λιου Χε, και η υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Τζάνετ Γέλεν, πραγματοποίησαν τηλεδιάσκεψη για να συζητήσουν τις επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία, στην παγκόσμια οικονομία.
Το «τηλεφώνημα» οδήγησε μάλιστα σε άνοδο τα ασιατικά χρηματιστήρια, καθώς τα σημάδια χαλάρωσης των σινο-αμερικανικών εντάσεων πρόσφεραν μια ανάπαυλα από τα πρόσφατα sell-offs στην αγορά. Σύμφωνα με πληροφορίες, στο επίκεντρο της συζήτησης ήταν οι δασμοί που είχε επιβάλει στην Κίνα ο τέως πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ και η αναταραχή στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού. Η Γέλεν έθεσε επίσης το θέμα των «αθέμιτων εμπορευματικών οικονομικών πρακτικών της Κίνας».
Από την ανάληψη των καθηκόντων της τον Ιανουάριο του 2021, η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν δεν έχει πραγματοποιήσει ουσιαστικές οικονομικές συνομιλίες με την Κίνα. Αντίθετα, η αμερικανική οικονομική πολιτική στην Ασία έχει επικεντρωθεί στην έναρξη μιας νέας εμπορικής και αμυντικής συμφωνίας με άλλους εταίρους στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού.
Η επανάληψη των σινο-αμερικανμικών επαφών έγινε σε μια κρίσιμη στιγμή: Ο πόλεμος στην Ουκρανία καλά κρατεί και οι συνέπειές του έχουν υπερβεί πλέον τα ευρωπαϊκά σύνορα, περνώντας τον Ατλαντικό και τον Ειρηνικό.
Στην Ουάσιγκτον,οι φήμες λένε ότι ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν είναι έτοιμος να ανακοινώσει την κατάργηση ορισμένων αμερικανικών δασμών σε κινεζικά αγαθά, αξίας εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων. Με τον πληθωρισμό να καταγράφει ρεκόρ 40ετίας, αυξάνονται οι προσδοκίες ότι η διοίκηση Μπάιντεν θα μειώσει τους δασμούς για να βοηθήσει στη μείωση του κόστους των καθημερινών αγαθών. Η υπουργός Οικονομικών, Τζένετ Γέλεν, είχε πει άλλωστε τον περασμένο μήνα ότι η κυβέρνηση θέλει να αναδιαμορφώσει τους δασμούς, οι οποίοι στην πραγματικότητα «δεν σχεδιάστηκαν για να εξυπηρετήσουν τα στρατηγικά μας συμφέροντα». Φυσικά, υπάρχουν και οι αντίθετες φωνές, όπως της εμπορικής εκπροσώπου των Ηνωμένων Πολιτειών, Κάθριν Τάι, η οποία αμφισβήτησε την επίδραση που θα είχε η αφαίρεση των δασμών στον πληθωρισμό. Σε καιρούς πολέμου, πάντως, οι αντιθέσεις συνήθως απλοποιούνται: «Εμείς ή αυτοί, η Δύση ενάντια στους εχθρούς της, δημοκρατία κατά αυταρχικών καθεστώτων. Μια πόλωση που μπορεί να έχει το πλεονέκτημα της κινητοποίησης της κοινής γνώμης με εύκολα συνθήματα, τα οποία όμως δεν αποδίδουν την περίπλοκη πραγματικότητα.
Συγκρίσιμοι ανταγωνιστές
Σήμερα, για πρώτη φορά στην ιστορία της, οι αυξανόμενες οικονομικές και στρατηγικές δυνατότητες της Κίνας υποχρεώνουν τις Ηνωμένες Πολιτείες να αντιμετωπίσουν έναν γεωπολιτικό ανταγωνιστή με συγκρίσιμους πόρους. Ένα έργο άγνωστο ιστορικά, τόσο στην Ουάσιγκτον, όσο και στο Πεκίνο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ενεργούν προσδοκώντας ότι οι αξίες τους είναι καθολικά εφαρμόσιμες και τελικά θα υιοθετηθούν παντού. Από την άλλη πλευρά, η Κίνα του 21ου αιώνα φαίνεται έτοιμη να αναλάβει έναν διεθνή ρόλο που η χώρα πιστεύει ότι της αξίζει λόγω των επιτευγμάτων της που καλύπτουν χιλιετίες. Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν να διατηρήσουν την παγκόσμια ισορροπία που έχει τις ρίζες της στη μεταπολεμική εμπειρία της χώρας, πρέπει να επιδείξουν δύναμη, αποφασιστικότητα και διπλωματική ικανότητα σε όλα τα μέρη του κόσμου ως απάντηση στις απτές και εννοιολογικές προκλήσεις αυτής της τάξης. Αλλά τόσο η ιεραποστολική παρόρμηση των Ηνωμένων Πολιτειών όσο και η αίσθηση της πολιτιστικής ανωτερότητας της Κίνας στοχεύουν τελικά στην υποταγή του άλλου. Η κατάσταση περιπλέκεται από το γεγονός ότι ζούμε σε έναν νέο διπολικό κόσμο, όπου ΗΠΑ και Κίνα με γεωπολιτικούς συμμάχους την ΕΕ και τη Ρωσία, αντίστοιχα, ανταγωνίζονται για την παγκόσμια ηγεμονία. Οι δύο νέες υπερδυνάμεις προσπαθούν βέβαια να χρησιμοποιήσουν προς όφελός τους τις φιλοδοξίες των νέων περιφερειακών παικτών, που δεν έχουν σκοπό να είναι απλά πιόνια. Πρόκειται για ένα παιχνίδι που η Κίνα δεν έχει κερδίσει ακόμα, αλλά στο οποίο φαίνεται να έχει πλεονέκτημα, γιατί η Δύση δεν φαίνεται να έχει καταλάβει ότι χώρες όπως η Ινδία και η Βραζιλία δεν είναι πρόθυμες να επιστρέψουν σε έναν μονοπολικό κόσμο, όπου κυριαρχούν μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες και από το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα.
Ο Κίσινγκερ και η Ταϊβάν
Ο Χένρι Κίσινγκερ, πρώην υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, που στα 99 του χρόνια έζησε έναν παγκόσμιο πόλεμο, διαπραγματεύτηκε την ειρήνη αλλά και πυροδότησε έντονες συγκρούσεις, κυκλοφόρησε πρόσφατα ένα βιβλίο με τίτλο «Leadeship». Ανεξάρτητα από την αρνητική άποψη που έχει κανείς – και ειδικά στην Ελλάδα και την Κύπρο – για τον Κίσσιγκερ, η άποψή του έχει πάντα ενδιαφέρον. Σύμφωνα με τον αποκαλούμενο «μάγο» της εξωτερικής πολιτικής, «οι διορατικοί πολιτικοί γνωρίζουν ότι έχουν βασικά δύο δουλειές να κάνουν: Πρώτον, θα πρέπει να προστατεύουν την κοινωνία τους επηρεάζοντας τις περιστάσεις και να μην τις αφήνουν να τους κυριεύουν. Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να μετριάσουν τη φαντασία τους και να καλλιεργήσουν την αίσθηση των ορίων». Σύμφωνα με τον Κίσινγκερ, «οι περισσότεροι ηγέτες δεν είχαν οραματικές ικανότητες. Σε περιόδους κρίσης ή πολέμου, ωστόσο, η απλή διαχείριση του status quo είναι η πιο επικίνδυνη πορεία».
Το μεγαλύτερο «αγκάθι» στις σχέσεις μεταξύ Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών παραμένει πάντως η Ταϊβάν. Η Ουάσιγκτον κατηγορεί το Πεκίνο για «συνεχή προκλητική και αποσταθεροποιητική στρατιωτική δραστηριότητα κατά της Ταϊβάν». Το Πεκίνο έχει καταστήσει σαφές ότι δεν θα επιτρέψει ποτέ να ανακηρύξει η Ταϊβάν επισήμως την ανεξαρτησία της. Όλα φαίνονται στη θέση τους, ώστε μια μέρα να ξεσπάσει μια αντιπαράθεση μεταξύ της Κίνας και ορισμένων γειτόνων της, με την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχει σίγουρα αναβάλει κάθε προοπτική στρατιωτικής αντιπαράθεσης, με επίκεντρο την Ταϊβάν.