Τον σημαντικό ρόλο της Τράπεζας της Ελλάδας, ως «σύμβουλο της Βουλής, της κυβέρνησης και της ελληνικής κοινωνίας ευρύτερα για το πώς πρέπει να αντεπεξέλθουμε στις σημερινές προκλήσεις» υπογράμμισε ο πρόεδρος της Βουλής, Κωνσταντίνος Τασούλας, παραλαμβάνοντας την Πέμπτη την ετήσια Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδας 2021-2022 από τον διοικητή της, Ιωάννη Στουρνάρα.
Στις δηλώσεις τους οι κ.κ. Τασούλας και Στουρνάρας τόνισαν ότι είναι πολύ σημαντικό στοιχείο για τις προοπτικές της ελληνικής Οικονομίας να αποκτήσει σύντομα επενδυτική βαθμίδα.
Ο πρόεδρος της Βουλής σημείωσε ότι η Έκθεση θα τύχει ενδελεχούς επεξεργασίας από την αρμόδια Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων.
Ο διοικητής της ΤτΕ, υποβάλλοντας την Έκθεση, ανέλυσε την οικονομική συγκυρία, καταλήγοντας ότι τα νέα είναι θετικά, «μπορούμε να βλέπουμε το ποτήρι μισογεμάτο, παρά τα διεθνή δυσμενή νέα που έρχονται από τον πόλεμο στην Ουκρανία».
Σχολιάζοντας τις οικονομικές εξελίξεις, ο πρόεδρος της Βουλής υπογράμμισε πως είναι βάσιμα παρήγορο και ελπιδοφόρο ότι «η ελληνική οικονομία μέσα σε όλον αυτόν τον ορυμαγδό έχει ξεφύγει πια και επισήμως από την ενισχυμένη εποπτεία. Τον άλλο μήνα και πανηγυρικά θα τελειώσει αυτό, αλλά και έχουμε πλησιάσει κατά πολύ την περίφημη επενδυτική βαθμίδα, που θα μας ανοίξει το δρόμο για πολύ φθηνότερο δανεικό χρήμα που το χρειάζεται η οικονομία μας». Εξέφρασε δε τη βεβαιότητά του ότι η παρούσα Έκθεση θα μελετηθεί και θα αξιοποιηθεί σωστά προκειμένου να αποτελέσει έναν ακόμη πρόσθετο μηχανισμό συμβολής της Τραπέζης της Ελλάδος στην αντιμετώπιση των σημαντικών προκλήσεων που έχει η οικονομία μας προς τη θετική κατεύθυνση.
Ο κ. Στουρνάρας, σημειώνοντας ότι είναι πολύ τιμητική η αναφορά του προέδρου της Βουλής στον ρόλο της Τράπεζας της Ελλάδας, ανέφερε ότι η ΤτΕ έμεινε όρθια και επιτέλεσε το καθήκον της με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, ενώ συμπλήρωσε πως για την Έκθεση αυτή άμεσα, είτε έμμεσα έχουν δουλέψει πάνω από 200 άτομα, όχι μόνο από τη Διεύθυνση Μελετών, αλλά και από άλλες διευθύνσεις.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας προχώρησε αμέσως μετά σε μια περιεκτική αναφορά στην κατάσταση και τις προοπτικές της ελληνικής Οικονομίας τονίζοντας:
«Αυτή τη στιγμή η Ελλάδα βρίσκεται υπό την επήρεια θετικών και αρνητικών εξελίξεων. Οι αρνητικές εξελίξεις προέρχονται από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Η Ελλάδα, όπως και οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες και χώρες μέλη της Ε.Ε., είμαστε καθαροί εισαγωγείς ενέργειας. Αυτό σημαίνει ότι οι αυξημένες τιμές ενέργειας δημιουργούν ένα μεγάλο κόστος σε όλη την Ευρώπη. Φτάνουν περίπου τα 400 δισεκατομμύρια, σε ένα ΑΕΠ της τάξης των 10 τρισεκατομμυρίων. Πρόκειται για αρκετά σημαντικό ποσοστό. Η Ευρώπη συνεπώς ζημιώνεται οικονομικά από τις αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας, βλέπουμε το αποτέλεσμα και στην Ελλάδα. Επίσης, η ομαλοποίηση της Νομισματικής Πολιτικής σημαίνει ότι σε λίγο καιρό η εποχή του φθηνού χρήματος τελειώνει. Θα έχουμε αύξηση επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από τον Ιούλιο και θα συνεχιστεί αυτό μέχρι να ομαλοποιηθεί ο πληθωρισμός. Αυτό σημαίνει ότι το κόστος του χρήματος θα ανέβει. Βεβαίως, υπάρχει και μια αντίρροπη δύναμη, θετική, που θα υπάρξει εάν αποκτήσουμε σύντομα επενδυτική βαθμίδα. Αυτό θα δράσει αντίθετα, δηλαδή θα μειώσει το κόστος του χρήματος. Γι’ αυτό και πολύ σωστά η κυβέρνηση έχει θέσει την επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας ως εθνικό στόχο, κάτι στο οποίο η Τράπεζα της Ελλάδος συμφωνεί και βοηθά. Τα θετικά νέα, λοιπόν, στην ελληνική οικονομία – γιατί, όπως είπα, υπάρχουν και αντίρροπες δυνάμεις θετικές, σε αυτές τις αρνητικές που προέρχονται από τον πόλεμο – είναι καταρχήν οι πολύ θετικές εξελίξεις στις ταξιδιωτικές εισπράξεις, στον τουρισμό. Στην Έκθεση οι υποθέσεις που κάνουμε είναι ότι περίπου θα πιάνουμε το 80-85% των εισπράξεων του 2019. Φαίνεται ότι όχι απλώς θα πιάσουμε τους στόχους, αλλά θα τους ξεπεράσουμε. Αυτό σημαίνει ότι ενδεχομένως οι προβλέψεις που κάνουμε λόγο για φέτος για το ΑΕΠ, που είναι 3,2% αύξηση, να είναι συντηρητικές και να το ξεπεράσουμε. Ας μείνουμε όμως εκεί. Σημασία έχει ότι για τα επόμενα τρία χρόνια, 2022-23-24, στο κανονικό σενάριο, η Τράπεζα της Ελλάδος βλέπει ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ μεταξύ 3% και 4%. Αυτό είναι πολύ θετικό. Προϋποθέτει βέβαια ότι ο πόλεμος θα τελειώσει εντός του 2022 και οι τιμές ενέργειας θα αρχίσουν να αποκλιμακώνονται.
Αλλά και στο δυσμενές σενάριο στην Ελλάδα δεν προβλέπεται ύφεση τα επόμενα τρία χρόνια. Για ποιο λόγο; Όχι μόνο από τον τουρισμό. Πρώτον, οι συσσωρευμένες αποταμιεύσεις από την πανδημία και από την κρατική βοήθεια φτάνουν τα 36 δισεκατομμύρια ευρώ, οι αποταμιεύσεις του ιδιωτικού τομέα είναι περίπου 16% του ΑΕΠ, όταν πριν από την πανδημία ήταν μόνο 5%. Αυτό λοιπόν είναι ένα μαξιλάρι για καταναλωτική και επενδυτική δαπάνη τα επόμενα χρόνια. Δεύτερον, θα εισρεύσουν στην Ελλάδα σημαντικά κονδύλια τα επόμενα 7 χρόνια, πάνω από 70 δισεκατομμύρια, τόσο από το νέο εργαλείο, το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, αλλά και από το γνωστό ΕΣΠΑ. Τρίτον, το Δημόσιο Χρέος, με τις συμφωνίες των προηγούμενων ετών, έχει ρυθμιστεί και έχει μια μέση διάρκεια μέχρι τη λήξη του, σε 19 χρόνια, με ένα πολύ χαμηλό μέσο επιτόκιο εξυπηρέτησης 1,4% και επίσης διακρατείται από επίσημους φορείς. Κι αυτό είναι κάτι πολύ πολύ θετικό. Επίσης το τραπεζικό σύστημα έχει εξυγιανθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό. Βεβαίως, υπάρχουν ακόμα βήματα να γίνουν για να χρηματοδοτήσει ικανοποιητικά την οικονομία. Όλα αυτά όμως, τα οποία αντανακλώνται και στις αναβαθμίσεις που έχουν γίνει από Οίκους Πιστοληπτικής Αξιολόγησης τους τελευταίους μήνες, απέχουμε μόνο ένα βήμα από την επενδυτική βαθμίδα. Άρα λοιπόν θα πρέπει όλων μας η προσπάθεια να είναι πώς ακριβώς θα επιτύχουμε αυτή την επενδυτική βαθμίδα, όχι τόσο προς όφελος του Ελληνικού Δημοσίου, γιατί σας εξήγησα ότι το Ελληνικό Δημόσιο έχει ρυθμίσει το χρέος με τις προηγούμενες συμφωνίες, αλλά κυρίως των τραπεζών και των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Άρα λοιπόν μπορούμε να βλέπουμε το ποτήρι μισογεμάτο παρά τα διεθνή δυσμενή νέα που έρχονται από τον πόλεμο στην Ουκρανία».