Τη διαδικασία επανεξέτασης των αιτήσεων χορήγησης ενίσχυσης με τη μορφή Επιστρεπτέας Προκαταβολής σε επιχειρήσεις που επλήγησαν οικονομικά λόγω της εμφάνισης και διάδοσης της νόσου του κορωνοϊού αποσαφηνίζει η σχετική ΚΥΑ που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ. Η διαδικασία απάντησης στα αιτήματα επανεξέτασης ολοκληρώνεται έως 28.02.2023.
Ειδικότερα, το υπουργείο Οικονομικών προβαίνει στην επανεξέταση των αιτήσεων χορήγησης που έχουν απορριφθεί αποκλειστικά βάσει των δηλωθέντων από τις επιχειρήσεις στοιχείων, βάσει των στοιχείων που της αποστέλλονται εγγράφως από την ΑΑΔΕ μαζί με το οικείο αίτημα στο οποίο αφορούν, καθώς και με βάση τα στοιχεία που περιέχονται στις βάσεις δεδομένων της ΑΑΔΕ. Ο φορολογικός έλεγχος σε βιβλία και στοιχεία ή οποιοσδήποτε άλλος έλεγχος διενεργείται αποκλειστικά από τις καθ’ ύλην αρμόδιες υπηρεσίες, ενημερώνοντας σχετικά την ΓΔΟΥ του Υπουργείου Οικονομικών, για τα αποτελέσματά του ως προς την τελική αποτύπωση των οικονομικών δεδομένων.
Εφόσον προκύψει η βασιμότητα του σχετικού αιτήματος το τελευταίο αποστέλλεται στη ΓΔΗΛΕΔ της ΑΑΔΕ για επανεξέταση. Η ΑΑΔΕ προβαίνει εκ νέου σε αυτοματοποιημένο έλεγχο των προϋποθέσεων λαμβάνοντας υπόψη αποκλειστικά τα στοιχεία που έχει δηλώσει η επιχείρηση στη φορολογική διοίκηση, με την επιφύλαξη των οριζόμενων στις αποφάσεις αυτές περί πραγματοποίησης διασταυρώσεων, και διενέργειας φορολογικού ελέγχου. Εάν από τον αυτοματοποιημένο έλεγχο προκύψει ότι η επιχείρηση δικαιούται τη χορήγηση της ενίσχυσης δημιουργείται από τη ΓΔΗΛΕΔ συγκεντρωτική και αναλυτική κατάσταση με τα στοιχεία των δικαιούχων και το δικαιούμενο ποσό, ενώ η ενίσχυση καταβάλλεται από τη ΓΔΟΥ του Υπουργείου Οικονομικών.
Η ΓΔΟΥ του Υπουργείου Οικονομικών απαντά στην επιχείρηση που έχει υποβάλλει το αίτημα επανεξέτασης.
Αναλυτικά η απόφαση
Άρθρο 1
Διαδικασία απάντησης στα αιτήματα επανεξέτασης
1. Η απάντηση στα αιτήματα επανεξέτασης πραγματοποιείται με βάση τα οριζόμενα στις αποφάσεις υπ’ αρ. ΓΔΟΥ 94/ (Β’ 1645/2020), ΓΔΟΥ 148 (Β’ 2729/2020), ΓΔΟΥ 233 (Β’ 4471/2020), ΓΔΟΥ 281 (Β’ 5047/14.11.2020), ΓΔΟΥ 19 (B’ 236/2021), ΓΔΟΥ 232 (Β’ 804/2021), ΓΔΟΥ 420 (Β’ 1689/ 2021) καθώς και τα οριζόμενα στην παρούσα, από τη ΓΔΟΥ του Υπουργείου Οικονομικών στην περίπτωση απόρριψης αυτών, καθώς και από τη ΓΔΟΥ του Υπουργείου Οικονομικών και την ΑΑΔΕ σε περίπτωση αποδοχής του αιτήματος επανεξέτασης και χορήγησης της ενίσχυσης.
2. Η ΓΔΟΥ του Υπουργείου Οικονομικών προβαίνει στην επανεξέταση των αιτήσεων χορήγησης που έχουν απορριφθεί αποκλειστικά βάσει των δηλωθέντων από τις επιχειρήσεις στοιχείων, βάσει των στοιχείων που της αποστέλλονται εγγράφως από την ΑΑΔΕ μαζί με το οικείο αίτημα στο οποίο αφορούν, καθώς και με βάση τα στοιχεία που περιέχονται στις βάσεις δεδομένων της ΑΑΔΕ. Ο φορολογικός έλεγχος σε βιβλία και στοιχεία ή οποιοσδήποτε άλλος έλεγχος διενεργείται αποκλειστικά από τις καθ’ ύλην αρμόδιες υπηρεσίες, ενημερώνοντας σχετικά την ΓΔΟΥ του Υπουργείου Οικονομικών, για τα αποτελέσματά του ως προς την τελική αποτύπωση των οικονομικών δεδομένων.
3. Σε περίπτωση που από την ανωτέρω επανεξέταση προκύπτει η βασιμότητα του σχετικού αιτήματος το τελευταίο αποστέλλεται από τη ΓΔΟΥ του Υπουργείου Οικονομικών στη ΓΔΗΛΕΔ της ΑΑΔΕ για επανεξέταση. Η ΑΑΔΕ προβαίνει εκ νέου σε αυτοματοποιημένο έλεγχο των προϋποθέσεων που ορίζονται στις αποφάσεις της παρ. 1 λαμβάνοντας υπόψη αποκλειστικά τα στοιχεία που έχει δηλώσει η επιχείρηση στη φορολογική διοίκηση, με την επιφύλαξη των οριζόμενων στις αποφάσεις αυτές περί πραγματοποίησης διασταυρώσεων, και διενέργειας φορολογικού ελέγχου. Εάν από τον ως άνω αυτοματοποιημένο έλεγχο προκύψει ότι η επιχείρηση δικαιούται τη χορήγηση της ενίσχυσης δημιουργείται από τη ΓΔΗΛΕΔ συγκεντρωτική και αναλυτική κατάσταση με τα στοιχεία των δικαιούχων και το δικαιούμενο ποσό, ενώ η ενίσχυση καταβάλλεται από τη ΓΔΟΥ του Υπουργείου Οικονομικών σύμφωνα με τα οριζόμενα στις αποφάσεις της παρ. 1. Η ΓΔΟΥ του Υπουργείου Οικονομικών απαντά στην επιχείρηση που έχει υποβάλλει το αίτημα επανεξέτασης.
4. Για την επανεξέταση της αίτησης χορήγησης η ΑΑΔΕ ή η ΓΔΟΥ του Υπουργείου Οικονομικών δύναται να αιτείται από τις επιχειρήσεις την παροχή στοιχείων που δεν συμπληρώθηκαν κατά την υποβολή της αίτησης χορήγησης, λόγω του ότι αυτό δεν ήταν δυνατό ηλεκτρονικά, ή πρόσθετων στοιχείων που απαιτούνται για την αξιολόγηση του αιτήματος επανεξέτασης. Το σύνολο των στοιχείων αυτών θεωρούνται αναπόσπαστο μέρος της αίτησης χορήγησης και για τα πρόσθετα στοιχεία πρέπει να φέρουν την έγκριση του λογιστή/φοροτεχνικού της επιχείρησης, εφόσον αφορούν οικονομικά δεδομένα για την υποβολή των οποίων στις αρμόδιες υπηρεσίες φέρει σχετική ευθύνη ο λογιστής/φοροτέχνης.
Για την τεκμηρίωση της έγκρισης υποβάλλεται,ως αποδεικτικό στοιχείο, σχετική υπεύθυνη δήλωση. Η υποβολή των στοιχείων δύναται να πραγματοποιείται και μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας «myBusinessSupport».
5. Η διαδικασία καταβολής της ενίσχυσης, στις περιπτώσεις αποδοχής του σχετικού αιτήματος επανεξέτασης, πραγματοποιείται σύμφωνα με τα οριζόμενα στις αποφάσεις της παρ. 1. Για την καταβολή της ενίσχυσης λαμβάνεται υπόψη εάν το ποσό που αιτείται η επιχείρηση έχει ήδη καταβληθεί, μέσω της ίδιας δράσης βάσει των οριζόμενων στις αποφάσεις της παρ. 1, κατά περίπτωση, καθώς και στην κοινή υπουργική απόφαση ΓΔΟΥ 808/2021.
6. Για τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις επιστροφής της ενίσχυσης ισχύουν κατ’ αναλογία τα οριζόμενα στις αποφάσεις της παρ. 1 του άρθρου 1. Ως περίοδος χάριτος ορίζεται το χρονικό διάστημα από την καταβολή της ενίσχυσης έως 31.5.2023.
7. Ειδικά για τα αιτήματα επανεξέτασης που η ημερομηνία αναγνώρισης του έννομου δικαιώματος χορήγησης της ενίσχυσης με βάση το εφαρμοστέο εθνικό νομικό πλαίσιο είναι μετά την 30.6.2022, η καταβολή της ενίσχυσης πραγματοποιείται υποχρεωτικά σύμφωνα με τους όρους του Κανονισμού (ΕΕ) υπ’ αρ. 1407/2013 για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (Κανονισμός de minimis) και βαρύνει τον τακτικό προϋπολογισμό.
Η αναγνώριση του έννομου δικαιώματος σύμφωνα με τα ανωτέρω προκύπτει από τη δημιουργία της αναλυτικής κατάστασης δικαιούχων που συντάσσεται από την ΑΑΔΕ σύμφωνα με τα οριζόμενα στις αποφάσεις της παρ. 1 του άρθρου 1.
Άρθρο 2
Πεδίο εφαρμογής της διαδικασίας επανεξέτασης
Τροποποιήσεις επί των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη για την αξιολόγηση της αίτησης χορήγησης σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 1 δεν λαμβάνονται υπόψη, ανεξαρτήτως του εάν για αυτές γίνεται επίκληση στο αίτημα επανεξέτασης από την επιχείρηση, με εξαίρεση αποκλειστικά σφάλματα που αφορούν τον αυτοματοποιημένο έλεγχο που πραγματοποιείται από την ΑΑΔΕ ή τους υπηρεσιακούς χρήστες, καθώς και τροποποιήσεις στοιχείων που λαμβάνει η ΑΑΔΕ από άλλες αρμόδιες υπηρεσίες τα οποία δεν ήταν σε γνώση της κατά την εξέταση της αρχικής αίτησης.
Άρθρο 3 Μετασχηματισμοί Επιχειρήσεων
1. Στις περιπτώσεις επιχειρήσεων που έχουν υποβάλλει αίτημα επανεξέτασης και η διαδικασία μετασχηματισμού τους, είτε μερικώς, είτε καθ’ ολοκληρίαν, είναι εντός των φορολογικών ή ημερολογιακών περιόδων που λαμβάνονται υπόψη για την αξιολόγηση της αίτησης χορήγησης,εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις των αποφάσεων της παρ. 1 του άρθρου 1, λαμβάνοντας υπόψη τα οριζόμενα στις διατάξεις του ν. 1297/1972, ν. 2166/1993, ν. 4172/2013 και ν. 4601/2019.
Ο έλεγχος των προϋποθέσεων γίνεται σωρευτικά για όλες τις επιχειρήσεις που μετασχηματίζονται.Ειδικά όσον αφορά την προϋπόθεση διατήρησης του επιπέδου απασχόλησης και στην περίπτωση που ο μετασχηματισμός των επιχειρήσεων πραγματοποιείται εντός του χρονικού διαστήματος που μεσολαβεί μεταξύ της αρχικής και τελικής ημερομηνίας που λαμβάνεται υπόψη για την διατήρηση αυτού,συγκρίνεται ο αριθμός των εργαζομένων των μετασχηματιζόμενων επιχειρήσεων κατά την αρχική ημερομηνία με τον αριθμό των εργαζομένων των μετασχηματιζόμενων επιχειρήσεων κατά την τελική ημερομηνία, σε απόλυτη τιμή.
2. Για την τήρηση των προϋποθέσεων καθώς και τον υπολογισμό του ύψους ενίσχυσης λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των στοιχείων/δεδομένων των μετασχηματιζόμενων εταιρειών. Όπου απαιτείται να γίνει επιμερισμός, όπως στην περίπτωση της διάσπασης, αυτός πραγματοποιείται λαμβάνοντας υπόψη την αναλογία των ακαθαρίστων εσόδων με βάσει της δηλωθείσες δραστηριότητες και εφόσον αυτό δεν είναι δυνατό ο επιμερισμός πραγματοποιείται με βάση τη λογιστική αξία των ιδίων κεφαλαίων των μετασχηματιζόμενων επιχειρήσεων.
Ειδικά στην περίπτωση συγχώνευσης τα οικονομικά δεδομένα και λοιπά στοιχεία των συγχωνευόμενων επιχειρήσεων λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό των οικονομικών δεδομένων και λοιπών στοιχείων της νέας επιχείρησης, ανεξαρτήτως της περιόδου έναρξης και λήξης του μετασχηματισμού. Επίσης για την περίοδο μεταξύ έναρξης και λήξης του ισολογισμού μετασχηματισμού λαμβάνονται υπόψη αποκλειστικά δηλώσεις που έχουν καταχωρηθεί ηλεκτρονικά στο σύστημα TAXIS.
3. Για τον υπολογισμό του ανώτατου ορίου της ενίσχυσης σε περίπτωση συγχωνεύσεων ή εξαγορών, όλες οι προηγούμενες ενισχύσεις που έχουν ήδη χορηγηθεί σε οποιαδήποτε από τις συγχωνευόμενες επιχειρήσεις λαμβάνονται υπόψη για να προσδιοριστεί κατά πόσο η νέα ενίσχυση στη νέα ή στην εξαγοράζουσα επιχείρηση υπερβαίνει το σχετικό ανώτατο όριο. Οι ενισχύσεις που είχαν χορηγηθεί νομίμως πριν από τη συγχώνευση ή την εξαγορά παραμένουν νόμιμες. Αν μια επιχείρηση διασπαστεί σε δύο ή περισσότερες χωριστές επιχειρήσεις, η ενίσχυση που χορηγήθηκε πριν από τη διάσπαση καταλογίζεται στην επιχείρηση που έλαβε αυτή την ενίσχυση, η οποία είναι κατά κανόνα η επιχείρηση που ανέλαβε τις δραστηριότητες για τις οποίες χρησιμοποιήθηκε η ενίσχυση, λαμβάνοντας υπόψη την αναλογία των ακαθαρίστων εσόδων για κάθε δραστηριότητα. Εάν ο εν λόγω καταλογισμός δεν είναι δυνατός, οι ενισχύσεις πρέπει να κατανέμονται αναλογικά με βάση τη λογιστική αξία των ιδίων κεφαλαίων των νέων επιχειρήσεων κατά την πραγματική ημερομηνία της διάσπασης.
4. Ο προσδιορισμός των αιτημάτων που αφορούν σε επιχειρήσεις που εμπίπτουν στην παρ. 1 και η επανεξέταση αυτών πραγματοποιείται αυτοματοποιημένα από τη ΓΔΗΛΕΔ της ΑΑΔΕ λαμβάνοντας υπόψη την εικόνα της αιτούσας επιχείρησης στο φορολογικό μητρώο, με την επιφύλαξη των οριζόμενων στο άρθρο 1.
Άρθρο 4
Λοιπά θέματα – Έναρξη ισχύος
1. Στην περίπτωση συγχώνευσης, η βεβαίωση του επιστρεπτέου ποσού, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις αποφάσεις της παρ. 1 του άρθρου 1, πραγματοποιείται στην απορροφώσα επιχείρηση. Ειδικότερα:
α) Εάν η συγχώνευση έχει συντελεστεί σε επόμενο έτος από εκείνα στα οποία πραγματοποιείται η σύγκριση για τον έλεγχο της μείωσης των εσόδων από πωλήσεις αγαθών και παροχή υπηρεσιών, η σύγκριση, για όλα τα κριτήρια που θέτουν οι κοινές υπουργικές αποφάσεις, γίνεται χωριστά σε κάθε επιχείρηση.
β) Εάν η συγχώνευση έχει συντελεστεί σε έτος που συμμετέχει στη σύγκριση για τον έλεγχο της μείωσης των εσόδων από πωλήσεις αγαθών και παροχή υπηρεσιών, το κριτήριο της έναρξης εργασιών ορίζεται από την απορροφώσα, η σύγκριση γίνεται στα αθροιστικά ποσά, η ύπαρξη ζημίας υπολογίζεται σε επίπεδο ενιαίας «οντότητας» και η διατήρηση του αριθμού του προσωπικού που αφορά στις επιχειρήσεις που έλαβαν επιστρεπτέα προκαταβολή γίνεται λαμβάνοντας υπόψη την αρχική και τελική ημερομηνία διατήρησης του προσωπικού, όπως ορίζεται σε κάθε απόφαση της παρ. 1 του άρθρου 1, σε απόλυτο μέγεθος ατόμων.
2. Στην περίπτωση διάσπασης, η βεβαίωση του επιστρεπτέου ποσού, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις αποφάσεις της παρ. 1 του άρθρου 1, πραγματοποιείται στη λήπτρια/λήπτριες επιχείρηση/επιχειρήσεις.
Ειδικότερα:
α) Σε περίπτωση διάσπασης που συντελέστηκε σε έτος που συμμετέχει στη σύγκριση της μείωσης των εσόδων από πωλήσεις αγαθών και παροχή υπηρεσιών, η βεβαίωση συντελείται στη λήπτρια/ στις λήπτριες επιχειρήσεις,ή και στην εισφέρουσα εάν συνεχίζει να υφίσταται, ανάλογα με τη συμμετοχή του κύκλου εργασιών της καθεμίας στο συνολικό κύκλο εργασιών της δραστηριότητας,βάσει ΚΑΔ, για την οποία ενισχύθηκε η εισφέρουσα ή, εάν ο εν λόγω υπολογισμός δεν είναι δυνατός, σύμφωνα με τη λογιστική αξία των ιδίων κεφαλαίων των ως άνω επιχειρήσεων κατά την ημερομηνία της διάσπασης.
β) Ο έλεγχος του κριτηρίου:
i) της έναρξης εργασιών υπολογίζεται στη λήπτρια,
ii) της μείωσης των εσόδων από πωλήσεις ή παροχή υπηρεσιών και της ύπαρξης ζημίας γίνεται βάσει των στοιχείων της λήπτριας εταιρείαςή/και της εισφέρουσας,
iii) της διατήρησης του προσωπικού γίνεται λαμβάνοντας υπόψη την αρχική και τελική ημερομηνία διατήρησης του προσωπικού, όπως ορίζεται σε κάθε απόφαση της παρ. 1 του άρθρου 1, σε απόλυτο μέγεθος.
3. Η διαδικασία απάντησης στα αιτήματα επανεξέτασης ολοκληρώνεται έως 28.02.2023.