Skip to main content

Τι απειλεί την ομαλή υλοποίηση επενδύσεων

Από την έντυπη έκδοση 

Του Θάνου Τσίρου 
[email protected] 

Επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης τουλάχιστον για το β’ τρίμηνο της φετινής χρονιάς λόγω πολύ υψηλού πήχη σύγκρισης -το β’ τρίμηνο του 2021 καταγράφηκε το υψηλότερο ποσοστό τριμηνιαίας ανάπτυξης των τελευταίων 10ετιών- και περαιτέρω μείωση της αναλογίας του χρέους ως προς το ΑΕΠ λόγω πληθωρισμού περιμένει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής.

Στη βελτίωση της πορείας εκτέλεσης του προϋπολογισμού σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα, κυρίως λόγω της «απόσυρσης» των μέτρων στήριξης -αν και φέτος ο λογαριασμός έχει ήδη ξεπεράσει τα 8,3 δισ. ευρώ, πέρυσι τα πακέτα στήριξης είχαν σαφώς μεγαλύτερο δημοσιονομικό αποτύπωμα-, στάθηκε ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής Φραγκίσκος Κουτεντάκης, παρουσιάζοντας την τριμηνιαία έκθεση για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Εμφανίστηκε καθησυχαστικός για την επίπτωση της αύξησης στην απόδοση των ελληνικών ομολόγων λόγω του ότι το ελληνικό χρέος τοκίζεται με σταθερό επιτόκιο, δεν έκρυψε όμως την ανησυχία του για την επίπτωση από την αύξηση των επιτοκίων στο ιδιωτικό χρέος. Εμφανίστηκε σύμφωνος με τη λήψη στοχευμένων μέτρων στήριξης, αλλά και με την απόφαση να μη μειωθούν οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης στα καύσιμα. Επίσης, έκανε λόγο για έλλειψη συντονισμένης δράσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο προκειμένου να αντιμετωπιστεί το ενεργειακό κόστος, κάτι που -όπως αναφέρθηκε- θα έπρεπε να συνοδεύει το πακέτο κυρώσεων της Ευρώπης προς τη Ρωσία.

Σύμφωνα με την έκθεση:

1. Η ελληνική οικονομία κατέγραψε υψηλό ρυθμό ετήσιας μεγέθυνσης 7% στο πρώτο τρίμηνο του έτους, αρκετά πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (5,4%). Το ποσοστό ανεργίας του Απριλίου είναι σημαντικά μειωμένο σε σχέση με το προηγούμενο έτος (12,5% από 17,2%), καθώς η απασχόληση κατέγραψε εντυπωσιακή αύξηση κατά 10,8%. Από την άλλη πλευρά, στο πρώτο τρίμηνο του έτους, ο δείκτης μισθολογικού κόστους μειώθηκε κατά 1,9% σε σχέση με πέρυσι, ενώ το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι σχεδόν δυόμισι φορές υψηλότερο από το πρώτο τρίμηνο του 2021 (6,4 δισ. από 2,6 δισ.). Ο πληθωρισμός, τέλος, αυξάνεται συστηματικά, καθώς τον Μάιο ο εναρμονισμένος δείκτης έφτασε το 10,5% και ο εθνικός δείκτης το 11,3%.

2. Στα δημόσια οικονομικά, τα στοιχεία του πρώτου τετραμήνου δείχνουν σαφώς βελτιωμένη εικόνα του πρωτογενούς αποτελέσματος Γενικής Κυβέρνησης σε σχέση με το πρώτο τετράμηνο του προηγούμενου έτους, κατά 5,4 δισ. ευρώ, που οφείλεται κυρίως στην άρση των έκτακτων μέτρων για την πανδημία, αλλά και στην αύξηση των φορολογικών εσόδων (κυρίως ΦΠΑ) εξαιτίας του πληθωρισμού.

3. Ο λόγος δημόσιου χρέους ως προς το ΑΕΠ συνεχίζει την πτωτική του πορεία εξαιτίας της σημαντικής ανόδου του ονομαστικού ΑΕΠ, λόγω του υψηλότερου πληθωρισμού.

4. Οι εξελίξεις στην ελληνική οικονομία καθορίζονται από τις συνθήκες της διεθνούς οικονομίας, που είναι ανησυχητικές εξαιτίας τριών, τουλάχιστον, παραγόντων: το αυξημένο κόστος ενέργειας, την άνοδο των επιτοκίων και τη γεωπολιτική αστάθεια, ο συνδυασμός των οποίων εντείνει την οικονομική αβεβαιότητα. Η παρατεταμένη αβεβαιότητα, με τη σειρά της, θα επηρεάσει την αντίληψη του κινδύνου και κατά συνέπεια τις κινήσεις κεφαλαίων που χρηματοδοτούν τόσο τις ιδιωτικές επενδύσεις όσο και τον δημόσιο δανεισμό, ενώ παράλληλα ενδέχεται να οδηγήσει και σε αναβολή καταναλωτικών αποφάσεων.

5. Ο υψηλός ρυθμός μεγέθυνσης του πρώτου τριμήνου χαρακτηρίζεται θετική εξέλιξη, πρέπει όμως να ληφθούν υπόψη η χαμηλή βάση σύγκρισης, δηλαδή η αρνητική μεγέθυνση του πρώτου τριμήνου 2021 (-1,7%), και το γεγονός ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία άρχισε στα τέλη Φεβρουαρίου, δηλαδή οι επιπτώσεις του αφορούσαν μόνο τον τελευταίο μήνα του πρώτου τριμήνου. «Με αυτά τα δεδομένα αναμένουμε επιβράδυνση από το δεύτερο τρίμηνο του έτους, η έκταση της οποίας θα εξαρτηθεί, μεταξύ άλλων, από την επίδοση του τουρισμού, τον βαθμό ενεργοποίησης του Ταμείου Ανάκαμψης, την επίπτωση του αυξημένου κόστους ενέργειας και την άνοδο των επιτοκίων δανεισμού».

Σημαντικές αποφάσεις

Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην έκθεση σε δύο σημαντικές αποφάσεις που αλλάζουν το δημοσιονομικό τοπίο: την παράταση της αναστολής του Συμφώνου Σταθερότητας για το 2023 και την προγραμματισμένη αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ τον Ιούλιο (με προοπτική περαιτέρω αυξήσεων).

«Η πρώτη απόφαση διευκολύνει τις εθνικές δημοσιονομικές παρεμβάσεις για την κάλυψη του αυξημένου ενεργειακού κόστους, δεν πρέπει όμως να προκαλέσει εφησυχασμό» αναφέρει το Γραφείο Προϋπολογισμού, προσθέτοντας ότι οι δημοσιονομικοί περιορισμοί δεν προκύπτουν από πολιτικές αποφάσεις, αλλά από τις συνθήκες βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους. Όσον αφορά τη δεύτερη απόφαση, που συνιστά αναστροφή της μέχρι τώρα νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, έχει ήδη προκαλέσει σημαντικές αυξήσεις στις αποδόσεις των ελληνικών και άλλων ευρωπαϊκών τίτλων.

«Η επίπτωση, ωστόσο, στις δαπάνες εξυπηρέτησης του ελληνικού δημόσιου χρέους θα είναι περιορισμένη και σταδιακή, καθώς το σύνολό του σχεδόν είναι σε σταθερά επιτόκια και μόλις το ένα τέταρτο του χρέους είναι διαπραγματεύσιμο στις αγορές. Από την άλλη πλευρά, δεν πρέπει να μας διαφεύγει η επίπτωση των αυξημένων επιτοκίων στον ιδιωτικό δανεισμό, που παρότι δεν έχει άμεσες δημοσιονομικές συνέπειες, ενδέχεται να υπονομεύσει την οικονομική βιωσιμότητα επιχειρήσεων και νοικοκυριών και να επιβραδύνει τους ρυθμούς μεγέθυνσης».

Πέρα από την αύξηση των επιτοκίων, η μείζονα δημοσιονομική πρόκληση που αντιμετωπίζει η χώρα προέρχεται από τις ανάγκες κάλυψης των αυξημένων τιμών ενέργειας που επιβαρύνουν σημαντικά το κόστος παραγωγής των επιχειρήσεων και το κόστος διαβίωσης των νοικοκυριών. Οι μέχρι σήμερα παρεμβάσεις, όπως και εκείνες στην περίοδο της πανδημίας, μετέθεσαν το κόστος αποκλειστικά στο κράτος, δηλαδή τους συνεπείς φορολογούμενους, σημερινούς και μελλοντικούς. Οι πρόσφατες αποφάσεις για φορολόγηση των έκτακτων κερδών και η επιβολή πλαφόν στις τιμές χονδρικής πώλησης του ρεύματος (από τον Ιούλιο) σηματοδοτούν αλλαγή κατεύθυνσης, που μεταφέρει μέρος του κόστους των παρεμβάσεων στους παραγωγούς ηλεκτρικού ρεύματος. Στις σημερινές συνθήκες δεν υπάρχουν περιθώρια γενικευμένων παρεμβάσεων -όπως στην περίοδο της πανδημίας-, καθώς θα επιδεινώσουν την ήδη εύθραυστη δημοσιονομική κατάσταση και θα καταστήσουν τη χώρα μας ευάλωτη σε κάθε είδους διαταραχές. Τα όποια μέτρα εισοδηματικής στήριξης θα πρέπει να είναι προσωρινά, στοχευμένα και να χρηματοδοτούνται από πρόσθετα τρέχοντα έσοδα ώστε να μην επιβαρύνουν το δημόσιο χρέος. Η απαρέγκλιτη τήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας είναι αναγκαία συνθήκη για να αποφύγει η χώρα μας τις χειρότερες συνέπειες της διεθνούς οικονομικής αστάθειας.