Του Μιχάλη Ψύλου
[email protected]
«Ήρθε η ώρα για σκληρά φάρμακα» γράφουν οι Financial Times. «Η ατμόσφαιρα μυρίζει οικονομική κρίση» είναι ο τίτλος της Suddeutcshe Zeitung. «Ο πληθωρισμός βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων δεκαετιών, υπάρχει κίνδυνος παγκόσμιας ύφεσης και οι χρηματιστηριακές αγορές καταρρέουν. Μια χρυσή εποχή φτάνει στο τέλος της» τονίζει η γερμανική εφημερίδα. Στο ίδιο μήκος κύματος, η ισπανική El Pais γράφει στο κύριο άρθρο της: Η παγκόσμια οικονομία φοβάται την ύφεση. Οι αναλυτές προειδοποιούν για ένα δυσμενές σενάριο λόγω του πολέμου του Πούτιν και των αυξήσεων των επιτοκίων, μετά από μια τουριστική περίοδο ρεκόρ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες προκαλούν ήδη τεράστια ανησυχία». Ο Πήτερ Σίφ, επικεφαλής οικονομολόγος της Euro Pacific Capital, με ανάρτησή του στο Twitter, προειδοποιεί ότι «οι οι ΗΠΑ οδεύουν προς ένα τεράστιο οικονομικό κραχ».
Η Wall Street Journal καταγράφει τους φόβους για ύφεση που σαρώνει τα χρηματιστήρια και διερωτάται αν μπορούμε πραγματικά να επιστρέψουμε στην «κανονικότητα» ενώ υπάρχει πόλεμος στην Ουκρανία, η Ρωσία διακόπτει σταδιακά το φυσικό αέριο στην Ευρώπη και η βενζίνη στην Αμερική σκαρφαλώνει στα 5,7 δολάρια το γαλόνι – επίπεδα που δεν έφτασε ποτέ μετά την πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του 1970. «Πολλοί άνθρωποι τελικά παραιτήθηκαν από την ιδέα μιας ήπιας προσγείωσης και τώρα περιμένουν μια σκληρή πρόσκρουση», λέει ο Πήτερ. «Η μόνη δυνατή προσγείωση είναι μια συντριβή, όπου όλοι οι επιβαίνοντες πεθαίνουν», υποστηρίζει ο Αμερικανός «γκουρού» των αγορών.
Και την ίδια ώρα, ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ, σε συνέντευξή του στην Κυριακάτικη Bild, λέει πως «πρέπει να προετοιμαστούμε για το γεγονός ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία ενδέχεται να κρατήσει χρόνια». Ο γ.γ. του ΝΑΤΟ τονίζει ότι η λύση είναι η συνέχιση της υποστήριξης της Ουκρανίας. «Ακόμη κι αν τα κόστη είναι υψηλά, όχι μόνο αυτά της στρατιωτικής υποστήριξης, αλλά και αυτά των αυξανόμενων τιμών της ενέργειας και των τροφίμων» πρόσθεσε ο Νορβηγός πολιτικός, που από το φθινόπωρο εγκαταλείπει τη θέση του στη Συμμαχία για να αναλάβει τη διοίκηση της Κεντρικής Τράπεζας στην πατρίδα του.
Δεν πείθονται οι αγορές
Οι αγορές κοιτάζουν με ανησυχία το «φάρμακο» που προτείνει το ΝΑΤΟ. Όπως και με δυσπιστία αντιμετωπίζουν το άλλο φάρμακο, που αντιπαραθέτουν οι ΚεντρικέςΤράπεζες: την αύξηση των επιτοκίων. Οι διαβεβαιώσεις των κεντρικών τραπεζών, με πρώτη τη Fed, δεν πείθουν τις αγορές. Ούτε καν επικοινωνιακά. Άλλωστε, όπως είχε πει το πρώην αφεντικό της Fed, Μπεν Μπερνάκι, «το 98% της επιτυχίας ενός ελιγμού στην νομισματική πολιτική είναι αποτέλεσμα επικοινωνίας και μόνο το 2% οφείλεται στις όποιες αποφάσεις θα ληφθούν»! Τι άλλο όμως θα μπορούσε και, κυρίως, να γίνει για να αποτραπεί η διαφαινόμενη οικονομική κατολίσθηση που απειλεί να συντρίψει την οικονομία;
Κατ’ αρχήν, η αύξηση των επιτοκίων προκύπτει από διαφορετικούς λόγους στις δύο ακτές του Ατλαντικού. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η άνοδος του πληθωρισμού οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην τεράστια ρευστότητα που διοχετεύθηκε στο σύστημα μετά την πανδημία, που προκάλεσε την έκρηξη της ζήτησης. Η αύξηση της τιμής της βενζίνης και του κόστους χρηματοδότησης των επιχειρήσεων «συνωμοτούν» πλέον εναντίον του προέδρου, Τζο Μπάιντεν, και το αποτέλεσμα το βλέπουμε στις δημοσκοπήσεις: Ο Μπάιντεν είναι σήμερα ο πιο αντιδημοφιλής πρόεδρος από την εποχή του Τζέραλντ Φορντ στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Και η τάση αυτή συμπαρασύρει τους Δημοκρατικούς, καθώς είναι απίθανο να επανέλθει σε τροχιά μέχρι τις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου για την ανανέωση του Κογκρέσου. Η Wall Street είναι ακόμη πιο δύσκολο να ανακάμψει τους επόμενους μήνες.
Την ίδια ώρα, στην Ευρώπη, η αύξηση των επιτοκίων, έχει πολύ πιο περιορισμένη επίδραση: Απλά, γιατί ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη δεν προκύπτει από υπερβολική ζήτηση, αλλά από την έκρηξη κόστους που προκλήθηκε από την απογείωση των τιμών της ενέργειας και άλλων εμπορευμάτων, τον πόλεμο της Ουκρανίας, καθώς και τα προβλήματα στην παραγωγή και στην εφοδιαστική αλυσίδα. Προβλήματα που όσο διαρκεί ο πόλεμος στην Ουκρανία θα επιδεινώνονται. Ο ρωσικός εκβιασμός για το φυσικό αέριο είναι, προς το παρόν, η τελευταία επιβεβαίωση ότι τα κριτήρια αναφοράς πρέπει να αλλάξουν: Η Ευρώπη είναι σε μια πολεμική οικονομία, στην οποία κάθε ποσοστιαία μονάδα χρέους μετράει ως σφαίρα. Για να συγκρίνουμε τους δείκτες χρέους, πρέπει να πούμε ότι ο μέσος όρος στη ζώνη του ευρώ είναι σχεδόν 96%. Στη Γερμανία, το χρέος είναι μόλις στο 69% . Στη Γαλλία είναι στο 113%, στην Ισπανία 118%, στην Ιταλία151% και στην Ελλάδα πάνω από 200%.
Αντίδοτο το πλαφόν στο φυσικό αέριο
Το αντίδοτο, που χρησιμοποιεί η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ είναι η αξιοποίηση των κονδυλίων από το πρόγραμμα PEPP με «ευέλικτο» τρόπο. Με άλλα λόγια, με τα περίπου 200 δισ. ευρώ στα ταμεία της Φρανκφούρτης, η Λαγκάρντ θα επιχειρήσει να αποτρέψει την κλιμάκωση των spread στην ευρωζώνη. Τώρα όμως οι αγορές περιμένουν τα γεγονότα. Αμφισβητούν άλλωστε ότι ο πληθωρισμός έχει εκτοξευθεί μόνο λόγω του πολέμου στην Ουκρανία. Στη Γερμανία για παράδειγμα, ο πληθωρισμός είχε αυξηθεί ήδη στο 5% τον περασμένο Δεκέμβριο, πριν τον πόλεμο δηλαδή.
Πολλοί Ευρωπαίοι οικονομολόγοι όμως εκτιμούν ότι ειδικά στην ευρωζώνη, οι αυξήσεις των επιτοκίων δεν είναι ο σωστός τρόπος για την πάταξη της ανόδου του τιμάριθμου. Ο Φραντσέσκο Γκιαβάζι, ο πιο στενός οικονομικός σύμβουλος του Ιταλού πρωθυπουργού Μάριο Ντράγκι, κάνει λόγο «για εσφαλμένο μέσο» μείωσης του πληθωρισμού από την ΕΚΤ. «Δεν έχουμε πληθωρισμό που να προέρχεται από την εγχώρια ζήτηση όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες, έχουμε πληθωρισμό που συνδέεται με τις εκτιναχθείσες τιμές του φυσικού αερίου» λέει ο συνεργάτης του Ντράγκι στο Reuters, προειδοποιώντας ότι η αύξηση των επιτοκίων «δεν θα χαλιναγωγήσει τις τιμές, αλλά θα επιβραδύνει την οικονομία». Ο Φραντσέσκο Γκιαβάζι, η μόνη λύση -με άμεσα αποτελέσματα -είναι «να επιβάλουν οι ευρωπαικές κυβερνήσεις ανώτατα όρια στην τιμή του φυσικού αερίου». Μια πρόταση που ζητούν αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, ιδίως του Νότου, αλλά συναντά την έντονη αντίδραση του Βορρά. H Γερμανία, μαζί με την Ολλανδία, απορρίπτουν μια τέτοια παρέμβαση στην ελεύθερη αγορά. Ο λόγος; Ο φόβος ότι οι προμηθευτές θα μπορούσαν να αναζητήσουν άλλους πελάτες εάν η τιμή του φυσικού αερίου που έχει ορίσει η ΕΕ αποδειχθεί πολύ χαμηλή.
Προς το παρόν όμως, Ευρώπη υποφέρει. Οι υψηλές παγκόσμιες τιμές υποβαθμίζουν όμως σημαντικά αυτό που η Δύση ελπίζει να επιτύχει με τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Για παράδειγμα, ενώ οι αποστολές ρωσικού αργού μπορεί να μειώνονται, η υψηλή τιμή του πετρελαίου φέρνει στη Μόσχα τεράστια έσοδα. Τις πρώτες 100 ημέρες του πολέμου, τα έσοδα από τις ρωσικές εξαγωγές πετρελαίου έφτασαν σχεδόν τα 100 δισεκατομμύρια δολάρια. Αν οι τιμές του πετρελαίου παραμείνουν αρκετά σταθερές και η Μόσχα μπορέσει να διατηρήσει τον ρυθμό εξαγωγών της, το Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών εκτιμά ότι η Ρωσία θα μπορούσε να εισπράξει εφέτος περισσότερα από 300 δισεκατομμύρια δολάρια φέτος από τις πωλήσεις ενέργειας.