Περί τα 12 δισ. ευρώ προσέλκυσαν συνολικά οι ελληνικές επιχειρήσεις κατά το 2019 εκ των οποίων τα 4,3δισ. ευρώ αφορούν σε εξαγορές και συγχωνεύσεις, 5δισ. σε εταιρικά ομόλογα, 1,2δισ. σε ιδιωτικοποιήσεις και 1,5δισ. αφορούν συναλλαγές μη εξυπηρετούμενων δανείων από τις ελληνικές τράπεζες. Αυτό προκύπτει από την ετήσια μελέτη της PwC «Εξαγορές και Συγχωνεύσεις στην Ελλάδα 2019».
Σε επίπεδο Ε&Σ παρουσιάζεται σημαντική αύξηση της τάξης του 67% στον όγκο των συναλλαγών με το σύνολο αυτών να αγγίζει τις 85 έναντι 51 το 2018 ενώ αντίστοιχα η συνολική αξία αυξήθηκε κατά 0,6 δισ ευρώ.
Σε γενικές γραμμές το 2019 χαρακτηρίζεται από σημαντική στροφή των ελληνικών επιχειρήσεων στην αγορά ομολόγων, προς άντληση κεφαλαίων, ως απόρροια των σταθερά μειωμένων επιτοκίων στην Ευρώπη.
Διαφοροποίηση σημειώνεται και στην κατεύθυνση των συναλλαγών σε σχέση με το 2018 με τις εισερχόμενες και εξερχόμενες αυτών να αυξάνουν το ποσοστό τους επί του συνόλου κατά 6% και 4% αντιστοίχως. Οι εγχώριες συναλλαγές σημείωσαν σημαντική πτώση σε επίπεδο δεκαετίας, από 73% το 2010 σε 30% το 2019. Παράλληλα, αύξηση παρουσιάζουν και οι εισερχόμενες συναλλαγές, οι οποίες και αποτελούν τον κύριο όγκο της αγοράς διαχρονικά, με ποσοστό 46% και αύξηση της τάξης του 6,3% σε σχέση με το 2018.
Σε αντίθεση με το 2018 όπου η αγορά κινήθηκε από τους κλάδους της ναυτιλίας, της ενέργειας και των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, κατά το 2019 υπήρξε έντονη διακλαδική δραστηριότητα χωρίς την κυριαρχία κάποιου συγκεκριμένου κλάδου.
Για το 2020, βάσει των ήδη συμφωνηθέντων και των σχετικών ανακοινώσεων, η αξία των συναλλαγών προβλέπεται να ξεπεράσει τα € 3,3δισ. με επιπλέον € 1,6δισ. από ιδιωτικοποιήσεις.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η PwC αναδείχθηκε πρώτος χρηματοοικονομικός σύμβουλος για Ε&Σ στην Ευρώπη βάσει αριθμού συναλλαγών και δεύτερος βάσει της αξίας αυτών.
Ο Κυριάκος Ανδρέου, Partner και Advisory Leader, PwC Ελλάδας σχολίασε πως «η Ελλάδα δημιουργεί σταδιακά το δικό της αφήγημα με αποτέλεσμα την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των αγορών». Όπως σημείωσε αυτό αποτυπώνεται στις αποδόσεις του Ελληνικού 10ετούς ομολόγου οι οποίες έπεσαν στα χαμηλότερα επίπεδα από το 2006. Η απόσταση της απόδοσης του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου από το μέσο όρο ευρωπαϊκών χωρών – ανάλογα επηρεασμένων από την κρίση – βρισκόταν στο τέλος του 2019 στις 0,84 π.μ. από τις 2,68 π.μ. το 2018.
«Η μείωση του κόστους κεφαλαίου ενθαρρύνει την επενδυτική δραστηριότητα, ωστόσο η επίτευξη υψηλής και βιώσιμης ανάπτυξης αποτελεί τη μεγάλη πρόκληση. Είναι αναγκαία η ενίσχυση της εξωστρέφειας και της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μέσα από ένα γενναίο κύμα μεταρρυθμίσεων» πρόσθεσε.
Από την πλευρά του ο Θανάσης Πανόπουλος, Partner και Επικεφαλής του τμήματος Deals της PwC Ελλάδας, σχολίασε: «Σε συνέχεια μιας μεγάλης περιόδου όπου οι αποεπενδύσεις των συστημικών τραπεζών αποτελούσαν τον κύριο όγκο των Ε&Σ, το 2019 παρουσιάζεται ένα ισορροπημένο portfolio με κινητικότητα σε μεγαλύτερο εύρος κλάδων. Η υγιής αυτή ισορροπία παράλληλα με την αύξηση των εισερχόμενων επενδύσεων, σηματοδοτεί την έναρξη μιας νέας θετικής περιόδου. Η ωρίμανση της αγοράς με βάθος χρόνου προϋποθέτει την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων».
Ο Γιώργος Μακρυπίδης, Partner και επικεφαλής Corporate Finance της PwC Ελλάδας, σημείωσε πως «κατά το 2019, ολοκληρώθηκαν μεγάλες συναλλαγές σε συνέχεια πολυετούς καθυστέρησης. Το 2020 ξεκίνησε πολύ θετικά με πρωταγωνιστή τον τομέα της ενέργειας όπου η απολιγνιτοποίηση δημιουργεί μεγάλες επενδυτικές ευκαιρίες. Πρόσφατα ανακοινώθηκαν η συμφωνία της Μυτιληναίος με την Motor Oil και των ΕΛΠΕ με την γερμανική εταιρεία Juwi στις οποίες η PwC λειτούργησε ως χρηματοοικονομικός σύμβουλος. Αναμένουμε ένα δυναμικό έτος με τους τομείς ενέργειας, τουρισμού και ακίνητης περιουσίας να έχουν κυρίαρχο ρόλο».