Skip to main content

Το κόστος παραγωγής οδηγεί σε ανατιμήσεις στο ράφι

Από την έντυπη έκδοση

Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]

«ΥΠΟΘΉΚΗ» για νέες ανατιμήσεις στο ράφι και περαιτέρω υποχώρηση της κατανάλωσης αποτελούν οι αυξημένες τιμές στο κόστος παραγωγής του πρωτογενούς τομέα τον Μάρτιο, εξαιτίας της ανοδικής πορείας των τιμών σε λιπάσματα, ενέργεια και ζωοτροφές.

Η εκτόξευση του κόστους παραγωγής κατά 26,5% τον Μάρτιο σε σχέση με πέρυσι και κατά 6,6% σε σχέση με τον Φεβρουάριο, όπως υποδεικνύουν τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, οφείλεται στην αύξηση κατά 30,4% στα αναλώσιμα μέσα. Πιο συγκεκριμένα, σε σχέση μτον περσινό Μάρτιο οι τιμές στα λιπάσματα εμφανίζουν αύξηση κατά 57,2%, ενώ οι ζωοτροφές έχουν επιβαρυνθεί κατά 24,2%. Το κόστος ενέργειας και τα λιπαντικά σημειώνουν άνοδο 53,7%, ενώ κατά 9,4% είναι αυξημένα τα γεωργικά φάρμακα. Εξίσου ανοδικά κινήθηκαν τον Μάρτιο και οι τιμές παραγωγού, σημειώνοντας αύξηση σε ετήσια βάση κατά 19,7% και σε μηνιαία βάση κατά 9,5%. Η αύξηση στις τιμές παραγωγού οφείλεται στην αύξηση κατά 22,6% του δείκτη τιμών της φυτικής παραγωγής και κυρίως στη μεταβολή της ομάδας φρούτα κατά 25,5%. Σημαντική αύξηση παρουσίασαν τα κτηνοτροφικά φυτά κατά 40,3% και οι πατάτες και σπόροι κατά 30,2%, ενώ και το ελαιόλαδο καταγράφει αύξηση κατά 25,1%.

Στις συμπληγάδες
Ο εγχώριος παραγωγικός κόσμος παραμένει εγκλωβισμένος στις συμπληγάδες των αυξημένων τιμών σε αναλώσιμα, ενώ εάν δεν
υπάρξουν περαιτέρω δράσεις αποσυμπίεσης του κόστους παραγωγής, δεν υπάρχουν περιθώρια για να υποχωρήσουν οι τιμές παραγωγού.

Από την πλευρά του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης οι προβολείς στρέφονται στις Βρυξέλλες, προκειμένου να καταστεί εφικτό να «ξεκλειδωθούν» κονδύλια από το Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης (μέσω μεταφοράς πόρων), προκειμένου να χρηματοδοτηθούν δράσεις στήριξης του πρωτογενούς τομέα.

Βέβαια, ο παραγωγικός κόσμος κρατά «μικρό καλάθι» και αναζητά διεξόδους μέσω είτε εναλλαγών καλλιέργειας είτε περιορισμού
του ζωικού κεφαλαίου, πρακτική που βέβαια δεν εξασφαλίζει βιωσιμότητα.

Την ίδια ώρα, η βιομηχανία τροφίμων προσπαθεί να θωρακίσει τις υφιστάμενες συμφωνίες με τους παραγωγούς προκειμένου να
εξασφαλίσει πρώτες ύλες, καθώς είναι αβέβαιο πώς θα εξελιχθεί η νέα καλλιεργητική περίοδος. Η ευελιξία στην απορρόφηση του
αυξημένου κόστους των πρώτων υλών και τα επιπλέον επιβαρυμένα λειτουργικά έξοδα, λόγω του κόστους ενέργειας και μεταφοράς, έχουν αποτέλεσμα τη διατήρηση των ανατιμητικών τάσεων στους τιμοκαταλόγους χονδρικής.

Κάτω κατανάλωση, ανταγωνιστικότητα

Ο ΦΑΎΛΟΣ κύκλος των ανατιμήσεων από το χωράφι στο ράφι οδηγεί σε σημαντική υποχώρηση στην κατανάλωση βασικών ειδών διατροφής, με τις εκτιμήσεις των στελεχών του οργανωμένου λιανεμπορίου να αναφέρουν ότι ο Απρίλιος κατέγραψε υποχώρηση στους όγκους πωλήσεων της τάξεως του 7%-8%, παρά το γεγονός ότι αφορούσε την εορταστική περίοδο του Πάσχα. Για τον Μάιο τα μηνύματα για την κατανάλωση παραμένουν δυσοίωνα, με την αγορά στο σύνολό της να έχει εναποθέσει τις ελπίδες της στις προσδοκίες για αυξημένο τουριστικό ρεύμα.

Η πληθωριστική μέγγενη επηρεάζει και την ανταγωνιστικότητα των εγχώριων προϊόντων στα διεθνή ράφια, με τις εγχώριες βιομηχανίες να «ποντάρουν» στην πιστότητα που έχουν κερδίσει στους ξένους καταναλωτές. Σε ό,τι αφορά τις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων, μέχρι τις 13/5/2022 καταγράφουν υποχώρηση 9,9% σε όγκο σε σχέση με πέρυσι. Βέβαια, η πορεία των εξαγώγιμων ποσοτήτων επηρεάζεται σημαντικά από το γεγονός ότι δεν πραγματοποιείται καμία δραστηριότητα προς Ουκρανία και Λευκορωσία, ενώ σε ό,τι αφορά τις γειτνιάζουσες αγορές η επιβάρυνση του κόστους μεταφοράς πιέζει σημαντικά τις φετινές επιδόσεις του κλάδου.