Συνεχίζεται η επεξεργασία του πορίσματος της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ) αναφορικά με τα υπερέσοδα των ενεργειακών ομίλων από τα αρμόδια κυβερνητικά στελέχη, καθώς επί τάπητος -κατά τα φαινόμενα- τίθεται, όχι μόνο το τελικό ποσό που θα αποτελέσει το αντικείμενο της συνεισφοράς των εταιρειών στη χρηματοδότηση του Εθνικού Πακέτου Στήριξης κατά της ενεργειακής ακρίβειας, αλλά και ο τρόπος άντλησής του.
Και τούτο διότι, σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές, η κυβέρνηση εντοπίζει κινδύνους νομικών εμπλοκών εάν προκριθεί το μοντέλο της φορολόγησης του 90% των υπερεσόδων και επιθυμεί να αποφύγει το ενδεχόμενο να αντιμετωπίσει προσφυγές στα δικαστήρια με αβέβαιη έκβαση. Γι’ αυτό και πλέον γίνεται λόγος όχι για φορολόγηση των υπερεσόδων, αλλά για «συνεισφορά αλληλεγγύης», με δεδομένο και το προηγούμενο της οικειοθελούς συνεισφοράς που είχαν αποδεχτεί οι εφοπλιστές το 2014, διά της υπογραφής σχετικού συνυποσχετικού με το ελληνικό Δημόσιο.
Σε κάθε περίπτωση, παραμένει η δέσμευση ότι το «μέρισμα αλληλεγγύης» θα καλύπτει το 90% των εσόδων. Όπως όμως εξηγούν οι πηγές, «πρέπει να γίνει ανάλυση για να εκτιμηθούν τα ακριβή κέρδη, καθώς υπάρχουν οι εκπτώσεις στα σταθερά τιμολόγια», διευκρινίζοντας ότι οι εκπτώσεις θα αφορούν όλες τις τάσεις (Χαμηλή, Μέση, Υψηλή), κάτι που βάζει στο «κάδρο» και τα τιμολόγια των μεγάλων βιομηχανικών ομίλων. Σε κάθε περίπτωση, τονίζεται ότι «οι επιχειρήσεις θα πρέπει και αυτές να συνεισφέρουν στη χρηματοδότηση των μέτρων, κάτι που το καταλαβαίνουν και οι ίδιες», με δεδομένο ότι οι πόροι που θα προκύψουν από τα «ουρανοκατέβατα υπερέσοδα» συνιστούν μία από τις τρεις πηγές χρηματοδότησης του συνολικού πακέτου ύψους 3,2 δισ. ευρώ που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης την εβδομάδα που πέρασε, μαζί με τη συνεισφορά του κρατικού προϋπολογισμού και τα έσοδα από το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης, που προέρχονται από τα δικαιώματα των ρύπων και τα υπερπλεονάσματα του Ειδικού Λογαριασμού των ΑΠΕ.
Εν αναμονή των επίσημων ανακοινώσεων για το πόρισμα της ΡΑΕ, που βρίσκεται στα χέρια της κυβέρνησης από την προηγούμενη Παρασκευή, οι πληροφορίες αναφέρουν ότι ο Ρυθμιστής προσδιόρισε στα 930 εκατ. ευρώ περίπου τα μικτά κέρδη των καθετοποιημένων προμηθευτών ενέργειας (ΔΕΗ, Mytilineos, Ήρων, Elpedison) για την περίοδο Οκτώβριος 2021-Μάρτιος 2022.
Στη συνέχεια αφαίρεσε από το ποσό αυτό το κόστος των εκπτώσεων που χορήγησαν οι προμηθευτές στους πελάτες τους κατά την εξεταζόμενη περίοδο (αφορά κυρίως τη ΔΕΗ), διαμορφώνοντας τη δυνητική «φορολογητέα ύλη» στα 600 εκατ. ευρώ.
Το θέμα των εκπτώσεων
Ασαφές παραμένει αν από το ποσό αυτό θα αφαιρεθούν οι έμμεσες εκπτώσεις που αντανακλούν το κόστος των σταθερών τιμολογίων που παρέχουν προμηθευτές -κυρίως η ΔΕΗ- στη βάση συμβολαίων που υπογράφηκαν προ κρίσης, με τις αναφορές κυβερνητικών στελεχών στις «εκπτώσεις» και τις «ζημίες» από τα σταθερά τιμολόγια να υποδεικνύουν ότι είναι κάτι που εξετάζεται.
Η ΡΑΕ επισημαίνει πως όλες οι επιχειρήσεις εμφανίζουν ζημιές στην προμήθεια, δηλαδή στη λιανική, οι οποίες εν μέρει οφείλονται στα σταθερά τιμολόγια τόσο στην υψηλή τάση (ενεργοβόρες επιχειρήσεις) όσο και στη μέση και τη χαμηλή που συμφωνήθηκαν σε τιμές σημαντικά χαμηλότερες από τις τρέχουσες στην αγορά προτού ξεσπάσει η ενεργειακή κρίση. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της αγοράς, το κόστος της διατήρησης των σταθερών τιμολογίων (κυρίως από τη ΔΕΗ) διαμορφώνεται στα επίπεδα των 300 εκατ. ευρώ και εκεί θέτουν τον «πήχη» για την άντληση του 90% του ποσού αυτού.
Η ανακοίνωση του ΥΠΕΝ
Στα 591,45 εκατ. ευρώ υπολογίζεται το αυξημένο μεικτό περιθώριο κέρδους των καθετοποιημένων εταιρειών ηλεκτρικής ενέργειας στη χονδρεμπορική αγορά για τη χρονική περίοδο από τον Οκτώβριο 2021 έως και τον Μάρτιο 2022, όπως αναφέρει σε σημερινή ενημέρωσή του το υπουργείο Ενέργειας.
Από το ποσό έχουν πρώτα αφαιρεθεί εκπτώσεις ύψους 335,99 εκατ. ευρώ στις οποίες προχώρησε η ΔΕΗ προς τους πελάτες της, διευκρινίζεται. Μετά τον τελικό προσδιορισμό, σύμφωνα με τις υποδείξεις και τα στοιχεία της ΡΑΕ, η κυβέρνηση θα προχωρήσει στην επιβολή του έκτακτου τέλους 90% στο ποσό αυτό.
Για τον τελικό προσδιορισμό του ύψους των επιπλέον εσόδων πρέπει να αφαιρεθούν από το παραπάνω ποσό οι έμμεσες εκπτώσεις που ο κάθε πάροχος έχει εφαρμόσει μέσα από τα σταθερά τιμολόγια που προσφέρει, και τα οποία η ΡΑΕ προσδιορίζει σε ένα εύρος μεταξύ 5%-20%.