Από την έντυπη έκδοση
Tης Δανάης Αλεξάκη
[email protected]
Επάρκεια σε άλευρα, ζωοτροφές και λιπάσματα υποδεικνύουν τα στοιχεία που υποβλήθηκαν στην ειδική πλατφόρμα δήλωσης αποθεμάτων, με την ανησυχία πλέον του εγχώριου παραγωγικού κόσμου να εστιάζει στο διατηρούμενο ράλι στις τιμές των βασικών εμπορευμάτων και του φυσικού αερίου.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία οδήγησε σε βίαιη αποθεματοποίηση, με τις τιμές να αγγίζουν ιστορικά ρεκόρ, προκαλώντας ασφυξία στα λειτουργικά κόστη παραγωγών και μεταποιητών. Δέκα βδομάδες μετά την έναρξη του πολέμου ο παραγωγικός κόσμος δεν αισθάνεται απειλή για ενδεχόμενες ελλείψεις σε βασικές πρώτες ύλες, ωστόσο η δαμόκλειος σπάθη των ιδιαίτερα υψηλών τιμών στο χρηματιστήριο εμπορευμάτων, αλλά και στο φυσικό αέριο παραμένει πάνω από την αγορά.
Στα σιτηρά και στις ζωοτροφές η αγορά προσμένει μια αποκλιμάκωση τιμών που θα επιφέρει η νέα σοδειά, ενώ στα λιπάσματα το μέλλον είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την πορεία των τιμών του φυσικού αερίου.
Η εικόνα των αποθεμάτων σε άλευρα, ζωοτροφές και λιπάσματα, σύμφωνα με τα υποβληθέντα στοιχεία που κατατέθηκαν στην πλατφόρμα έως τις 4 Μαΐου, τα οποία παρουσιάζει σήμερα η «Ν», δείχνει ικανοποιητική επάρκεια, όπως επιβεβαιώνουν τόσο η ηγεσία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης όσο και εκπρόσωποι της αγοράς.
Σημειώνεται ότι εξαιτίας της μετάβασης της υπηρεσίας στο G-Cloud από τις 6/5 έως τις 8/5 η πλατφόρμα δεν δεχόταν νέες δηλώσεις. Συνεπώς, όλες οι προθεσμίες για δηλώσεις αποθεμάτων που λήγουν εντός του εν λόγω διαστήματος μεταφέρονται για σήμερα.
Άλευρα
Οι περίπου 67,5 χιλ. τόνοι στα άλευρα σιταριού ή σμιγαδιού και οι περίπου 14,7 χιλ. τόνοι αλεύρων άλλων δημητριακών, και δη καλαμποκάλευρα, χαρακτηρίζονται ως φυσιολογικά αποθέματα από την αγορά τη δεδομένη χρονική περίοδο. Σε συνδυασμό με τα αποθέματα σιτηρών που διατηρούν οι μύλοι, που πλέον, λόγω εποχικότητας, ξεπερνούν το δίμηνο, εξασφαλίζεται η ομαλή τροφοδοσία της αγοράς.
Όπως αναφέρουν στη «Ν» στελέχη από την εγχώρια αλευροβιομηχανία, «οι μύλοι τροφοδοτούν σε καθημερινή βάση τη βιομηχανία, η οποία κατά μέσο όρο “κρατάει” αποθέματα λίγων ημερών. Στα σούπερ μάρκετ, μετά την περίοδο του Πάσχα το στοκάρισμα στα άλευρα περιορίζεται, αλλά επαρκεί για να καλύψει τη ζήτηση, ενώ στους φούρνους η αποθεματοποίηση είναι μεγαλύτερη, με την τροφοδοσία να γίνεται συνήθως κάθε βδομάδα ή μία φορά στις 15 μέρες».
Σχετικά με τις επιπτώσεις που επιφέρει το ανατιμητικό κύμα που «χτυπά» από τον περσινό Σεπτέμβρη στις εμπορικές συμφωνίες μεταξύ της αλευροβιομηχανίας και της υπόλοιπης αγοράς η γενική εικόνα που επικρατεί είναι ότι μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν αναταράξεις στις αποπληρωμές και στις πολιτικές πιστώσεων. «Οι επιχειρήσεις που έχουν πρόσβαση σε χρηματοδότηση ή έχουν εξασφαλισμένη ρευστότητα σίγουρα έχουν μεγαλύτερη ευελιξία. Ωστόσο, ο μέσος όρος των 120 ημερών στις πιστώσεις δεν φέρεται ότι έχει ανατραπεί στην αγορά. Βέβαια, εάν -για παράδειγμα- μια αλευροβιομηχανία “πιέζεται” σημαντικά ενδεχομένως να ζητήσει πιο γρήγορη αποπληρωμή ή από την άλλη εάν μια επιχείρηση λιανική ή παραγωγική δυσκολεύεται να αποπληρώσει θα επιδιώξει μια αναπροσαρμογή. Οι συμφωνίες εξάλλου προσαρμόζονται στα δεδομένα της αγοράς και στην πολιτική επισφαλειών που υιοθετούν τα συμβαλλόμενα μέρη. Ωστόσο, δεν φαίνεται να επικρατεί τέτοιου είδους “αναστάτωση” στην αγορά» σημειώνουν τα ίδια στελέχη. Αναφορικά με το ενδεχόμενο να παρατηρηθούν φαινόμενα έντονης αποθεματοποίησης σιτηρών που θα οδηγούσαν σε πρακτικές αισχροκέρδειας στο εγγύς μέλλον τα ίδια στελέχη αναφέρουν χαρακτηριστικά ότι «όποιος αυτή τη στιγμή “στοκάρει” με αυτές τις τιμές, όταν η ιστορικότητα και η λογική λέει ότι εν όψει της νέας σοδειάς θα υπάρξει μείωση, έστω και ήπια, τότε πραγματικά ρίχνει μια πολύ επικίνδυνη ζαριά».
Οι τιμές στα σιτηρά
Σε ό,τι αφορά την πορεία των τιμών, τα μηνύματα με βάση τα ρεκόρ που καταγράφονται στα σιτηρά καθημερινά στα χρηματιστήρια εμπορευμάτων δεν οδηγούν σε εφησυχασμό την αγορά.
«Στην αρχή του έτους οι εκτιμήσεις “έβλεπαν” αποκλιμάκωση των ράλι στις τιμές με τη νέα σοδειά, η οποία “παραδοσιακά” ρίχνει τις τιμές. Ωστόσο, όσο διαρκεί ο πόλεμος και οι εντάσεις μεταξύ Ε.Ε, ΗΠΑ και Ρωσίας μέσω κυρώσεων η κατάσταση παραμένει έκρυθμη και δεν βοηθάει στην αποκλιμάκωση. Υπάρχει ανησυχία για το πώς θα εξελιχθούν οι τιμές στους επόμενους μήνες και πού θα “κλειδώσουν” οι συναλλαγές του Σεπτεμβρίου. Βέβαια, ακόμα και η όποια ήπια υποχώρηση καταγραφεί δεν αναμένεται σε καμία περίπτωση να ακουμπήσει τις περσινές τιμές» σημειώνουν τα ίδια στελέχη.
Γεμάτες οι αποθήκες, αλλά στοιχίζει η βίαιη αποθεματοποίηση
Γεμάτες εμφανίζονται να είναι και οι αποθήκες με τις ζωοτροφές, ωστόσο η βίαιη αποθεματοποίηση στοιχίζει ακριβά στην αγορά. «Είναι γεγονός ότι οι αποθήκες σήμερα είναι γεμάτες, διότι μέσα στον πανικό που επικράτησε τις πρώτες εβδομάδες της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία όλοι έσπευσαν να αγοράσουν για να αντιμετωπίσουν κίνδυνο ελλείψεων αλλά και βλέποντας ότι μια – μια οι χώρες άρχισαν να απαγορεύουν τις εξαγωγές, όπως έγινε με την Ουγγαρία με γραφειοκρατικές διαδικασίες, με τη Σερβία με νομοθεσία, με τη Βουλγαρία που έβαζε “εμπόδια” χωρίς νομική βάση και βεβαίως την απουσία της Ρωσίας και της Ουκρανίας από τις προσφορές. Στις αγορές που έγιναν εκείνη την περίοδο οι τιμές ήταν οι υψηλότερες που έχουμε δει τα τελευταία 10-15 χρόνια. Όμως το γεγονός ότι όλοι έσπευσαν να αγοράσουν (και χονδρική και κτηνοτρόφοι – πτηνοτρόφοι) είχε ως αποτέλεσμα η αγορά να γεμίσει από εμπορεύματα. Η αποθεματοποίηση έγινε για να εξασφαλιστεί η επάρκεια, όχι για αισχροκέρδεια. Σήμερα εξακολουθούν να έρχονται εμπορεύματα σε υψηλές τιμές. Ο αραβόσιτος που “έπιασε” μέχρι και τα 410 ευρώ σήμερα είναι στα 380 ευρώ έχουμε μια μείωση 7,3%, άρα όποιος αγόρασε στα 410 έχει ήδη ζημιά» αναφέρει στη «Ν» ο κ. Σπύρος Γρηγοράτος, πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Εμπόρων Δημητριακών Υποπροϊόντων και Ζωοτροφών (ΣΕΕΔΥΖ).
Ο ίδιος εξέφρασε την αισιοδοξία ότι η νέα σοδειά θα φέρει υποχώρηση στις τιμές ενώ σε ό,τι αφορά ειδικά τον αραβόσιτο, εκτίμησε ότι η κατάσταση εξελίχθηκε εν τέλει καλύτερα από αυτό που φοβόταν η αγορά: «Περιμέναμε ότι δεν θα υπήρχε καθόλου αραβόσιτος στην αγορά, ευτυχώς δεν επιβεβαιώθηκε αυτή η ανησυχία. Πλέον αναμένουμε τη νέα σοδειά του Οκτωβρίου, η οποία λογικά θα επιφέρει μια χαλάρωση τιμών».
Αξίζει, πάντως, να επισημανθεί ότι ο κτηνοτροφικός κόσμος κάνει λόγο για «τεχνικές» ελλείψεις στην αγορά, που δημιουργούν σημαντικά προβλήματα και εντείνουν την ανασφάλεια των παραγωγών. Προς τούτο και τα συναρμόδια υπουργεία Αγροτικής Ανάπτυξης και Ανάπτυξης, με κοινή ανακοίνωσή τους επισημαίνουν στους παραγωγούς ότι έχουν τη δυνατότητα να υποβάλλουν ηλεκτρονικά τις καταγγελίες τους περί κρουσμάτων απόκρυψης αποθεμάτων και αισχροκέρδειας στην πώληση ζωοτροφών και άλλων αγροτικών εφοδίων.
Σημειώνεται ότι στην εγχώρια αγορά στην πρώτη βαθμίδα του χονδρεμπορίου δραστηριοποιούνται περί τις 20-30 εισαγωγικές εταιρείες, με τον μέσο όρο πιστώσεων στην αγορά να κυμαίνεται στις 90-110 μέρες, ενώ παρά την εκτόξευση των τιμών κατά 35%-40% από τη μια μέρα στην άλλη, δεν φέρεται ότι προκλήθηκαν έντονες αναταράξεις στις συμφωνίες αποπληρωμών.
Με το βλέμμα στο φθινόπωρο ενώ παραμένει υψηλό το κόστος
Στην αγορά των λιπασμάτων το βλέμμα των παραγωγών πλέον «κοιτάζει» το φθινόπωρο, καθώς το μεγαλύτερο μέρος της διακίνησης λιπασμάτων αφορά το πρώτο τετράμηνο του έτους. Τα αποθέματα των περίπου 251 χιλ. τόνων που καταγράφονται στην πλατφόρμα στις 4/5/2022 για τα σύνθετα λιπάσματα (σ.σ.: που αποτελούν το κύριο όγκο των διακινούμενων λιπασμάτων) καλύπτουν τις ανάγκες, με γνώμονα ότι σε ετήσιο επίπεδο υπολογίζεται ότι η αγορά απορροφά περί τις 300 χιλ. τόνους.
Το μείζον πρόβλημα και στα λιπάσματα παραμένει το υψηλό κόστος, δεδομένης της σύνδεσής τους με την πορεία του φυσικού αερίου. «Κατά μέσο όρο το ενεργειακό κόστος συμμετέχει 60%-80% κατά περίπτωση στα λιπάσματα. Οι τιμές από το περσινό καλοκαίρι καλπάζουν. Όποιος μιλάει για αισχροκέρδεια στο πεδίο αυτό δεν ξέρει την αγορά. Με πάνω από 280 επιχειρήσεις εμπορίας λιπασμάτων χονδρικής και πάνω από 2.500 στη λιανική δεν μπορεί να μεθοδευτούν τέτοιες πρακτικές αυτές τις ώρες. Το θέμα των υψηλών τιμών στα λιπάσματα δυστυχώς δεν σταματά τη φετινή καλλιεργητική περίοδο, όταν μιλάμε ήδη για στασιμοπληθωρισμό όλο το 2023 και διατήρηση ενεργειακής κρίσης. Αυτή τη στιγμή οι παραγωγοί θα πωλήσουν σιτάρι και θα πιάσουν ανέλπιστες τιμές σε σχέση με πέρυσι, ωστόσο ανέλπιστο είναι και το κόστος τις καλλιέργειας. Ήδη μερίδα παραγωγών εκφράζει έντονο σκεπτικισμό εάν θα προχωρήσει σε νέες καλλιέργειες τη επόμενη σεζόν καθώς το κόστος των εισροών είναι δυσβάστακτο» αναφέρουν στη «Ν» παράγοντες της αγοράς λιπασμάτων.
Σχετικά με τα ψήγματα αισιοδοξίας που κυριάρχησαν εξαιτίας των εκφρασμένων προθέσεων του υφυπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης Σ. Κεδίκογλου, που έκαναν λόγο για πρόταση επιδότησης λιπασμάτων η οποία μάλιστα έχει κοστολογηθεί στα 60-70 εκατ. ευρώ, ποσό το οποίο ο ίδιος δήλωσε ότι «δεν είναι απαγορευτικό, όταν μιλάμε για ένα τόσο σημαντικό θέμα», φέρεται ότι ξεθωριάζουν, καθώς δεν έχει υπάρξει καμία εξέλιξη επί του ζητήματος, ενώ τα διαθέσιμα κονδύλια είναι ιδιαίτερα περιορισμένα.
Σημειώνεται ότι τα μόνα διαθέσιμα κονδύλια φέρεται ότι προέρχονται από τον «κουμπαρά» του Αποθεματικού Ταμείου Κρίσης από τις επιδοτήσεις των αγροτών, που για τη χώρα ανέρχονται σε 26 εκατ. ευρώ, ποσό που δύναται να φτάσει στα 78 εκατ. ευρώ, κάνοντας χρήση της οδηγίας που επιτρέπει την αύξηση του ποσού με κρατικούς πόρους κατά 200%, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει δημοσιονομικό περιθώριο. Στον βαθμό που αυτό το μέτρο προωθηθεί η αγορά ελπίζει ότι θα έχει αναδρομικό χαρακτήρα, καθώς ήδη έχει αγοραστεί ο κύριος όγκος λιπασμάτων.
Πάντως, μέχρι να υπάρξει ουσιαστική εξέλιξη το εν λόγω μέτρο παραμένει «υποσχετική», γεγονός που εντείνει τη νευρικότητα των καλλιεργητών για το πώς θα κληθούν να διαχειριστούν τη νέα καλλιεργητική περίοδο τις εκμεταλλεύσεις τους.