Από την έντυπη έκδοση
Της Έφης Τριήρη
[email protected]
Το ενιαίο νόμισμα μετρά τις αντοχές του, διολισθαίνοντας σε χαμηλό πέντε ετών έναντι του δολαρίου, αγγίζοντας την ισοτιμία 1 προς 1, σε επίπεδα, δηλαδή, χαμηλότερα από αυτά που είχε δοκιμάσει στο απόγειο της πανδημίας του Covid, τον Μάρτιο του 2020. Μία εξέλιξη που προκαλεί νέο «πονοκέφαλο» στην ΕΚΤ, σε μία χρονική συγκυρία που μόνο αυτό δεν χρειαζόταν. Οι επενδυτές προειδοποιούν ότι η απόλυτη ισοτιμία του ένα προς ένα είναι πλέον θέμα χρόνου, κάτι που αναμένεται να συμβεί για πρώτη φορά εδώ και δύο δεκαετίες.
Ο θεμελιώδης λόγος πίσω από την αδυναμία του ευρώ είναι προφανής: οι προσδοκίες για επιτοκιακές αυξήσεις στις ΗΠΑ έχουν αυξηθεί πολύ πιο πέρα από τις αντίστοιχες προσδοκίες στην Ευρωζώνη από τις αρχές του έτους.
Η ΕΚΤ γίνεται σταδιακά πιο επιθετική, αλλά το χάσμα είναι αγεφύρωτο προς το παρόν. Αφορμή για τη νέα βουτιά του ευρώ στο 1,0534 έναντι του δολαρίου αποτέλεσε η απόφαση της Ρωσίας να σταματήσει τη ροή φυσικού αερίου σε Πολωνία και Βουλγαρία. «Παραμένουμε short ως προς το ευρώ, με την απόλυτη ισοτιμία να είναι πλέον ο στόχος μας για το τέλος του τριμήνου», εκτιμά ο Φιλίπ Ζοέ της Amundi Asset Management.
Την τελευταία φορά που το ευρώ «έπιασε» το επίπεδο της απόλυτης ισοτιμίας του έναντι του δολαρίου ήταν το 2002. Τώρα η τελευταία κίνηση της Ρωσίας με το φυσικό της αέριο απλώς επιτείνει τις πιέσεις, που είχαν ήδη πυροδοτηθεί από τη νομισματική πολιτική, συμπεριλαμβανομένων και των ανησυχιών για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας από τον πόλεμο στην Ουκρανία και τα αυστηρά lockdowns στην Κίνα. «Ο ρόλος του δολαρίου αυτή τη στιγμή είναι άκρως σημαντικός: το δολάριο είθισται να παρουσιάζει υψηλές επιδόσεις όταν η αμερικανική οικονομία βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση από τις υπόλοιπες αλλά και όταν επικρατεί τάση αποφυγής ρίσκου.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον βρισκόμαστε σήμερα. Μία περαιτέρω κλιμάκωση του πολέμου στην Ουκρανία ή μία πιο επιθετική στροφή της Fed θα οδηγήσουν το ευρώ στην απόλυτη ισοτιμία του με το δολάριο», αναφέρει ο Σαλμάν Μπέιγκ, διαχειριστής επενδύσεων της Unigestion. Ένα ισχυρό δολάριο βοηθά στο να γίνουν πιο αυστηρές οι χρηματοοικονομικές συνθήκες στις ΗΠΑ, ταιριάζοντας απόλυτα στη Fed. Από την άλλη, ένα αδύναμο ευρώ, που τείνει να καθιστά πιο ακριβές τις εισαγωγές, είναι αυτό ακριβώς που η ΕΚΤ δεν χρειάζεται.
Ο πληθωρισμός των τιμών εισαγόμενων αγαθών στην Ευρώπη βρίσκεται ήδη στο υψηλότερο σημείο από τη «γέννηση» του ευρώ το 1999. Ένα ασθενέστερο ευρώ αυξάνει λοιπόν τις τιμές των εισαγόμενων αγαθών – και κατά συνέπεια τον κίνδυνο κατάρρευσης της ζήτησης καθώς τα νοικοκυριά σταματούν τις δαπάνες τους. Παρ’ όλα αυτά, είναι πολύ δύσκολο για την ΕΚΤ να γίνει υπερβολικά επιθετική. Και αυτό, επειδή η οικονομία της Ευρωζώνης κατεβάζει «ταχύτητα», αντιμέτωπη με τις επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία, συμπεριλαμβανομένης και της ροής μεταναστών.
Ωστόσο, υπάρχουν κάποια σημεία ελπίδας: η ΕΚΤ μπορεί να εκπλήξει τις αγορές με πιο αυστηρή νομισματική πολιτική, καθώς και με μία πιο σθεναρή δημοσιονομική απάντηση από τις κυβερνήσεις, σύμφωνα με τον Φρέντρικ Ρέπτον, διαχειριστή χαρτοφυλακίου της Neuberger Berman. Επιπλέον, η αύξηση των αμυντικών δαπανών στη Γερμανία και των επενδύσεων στην πράσινη ενέργεια θα μπορούσαν να στηρίξουν την οικονομία μακροπρόθεσμα.