Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Παλαιτσάκη
[email protected]
Τέσσερις παγίδες που μπορεί να προκαλέσουν υπέρμετρη φορολογική επιβάρυνση σε εκατοντάδες χιλιάδες οικονομικά αδύναμους φορολογούμενους κρύβουν οι φετινές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων.
Στις παγίδες αυτές κινδυνεύουν να πέσουν κυρίως οικογένειες φοιτητών, νέοι που υπηρετούν τη στρατιωτική τους θητεία, χαμηλόμισθοι, χαμηλοσυνταξιούχοι και περιστασιακά απασχολούμενοι. Όσοι εξ αυτών δεν προσέξουν υπάρχει κίνδυνος φορολόγησης με βάση το τεκμαρτό εισόδημα και ενδεχομένως με την κλίμακα φορολογίας εισοδήματος των αυτοαπασχολουμένων, στην οποία ισχύει συντελεστής 9% από το πρώτο ευρώ, αν το μεγαλύτερο μέρος του δηλωθέντος εισοδήματος δεν προκύπτει από μισθωτή εργασία ή συντάξεις. Οι παγίδες κρύβονται πίσω από τις διατάξεις για τα τεκμήρια διαβίωσης. Ας τις δούμε αναλυτικά:
1η
Το τεκμήριο διαβίωσης της μισθωμένης κατοικίας του ενήλικου τέκνου που σπουδάζει ή υπηρετεί την στρατιωτική του θητεία μακριά από την οικογένειά του, γίνεται αιτία να πάψει το τέκνο να θεωρείται προστατευόμενο, εξέλιξη που έχει πολλαπλές δυσμενείς οικονομικές συνέπειες για το ίδιο και την οικογένειά του.
Σε κάθε περίπτωση κατά την οποία ενήλικο εξαρτώμενο τέκνο του φορολογούμενου μισθώνει κατοικία διαφορετική από αυτήν της κύριας κατοικίας της οικογένειας (π.χ., φοιτητής που σπουδάζει σε διαφορετικό τόπο, τέκνο που υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία κ.λπ.) και ταυτόχρονα έχει δική του υποχρέωση υποβολής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, λόγω απόκτησης εισοδήματος, οποιουδήποτε ύψους και από οποιανδήποτε πηγή, εντός του 2021, το τεκμήριο διαβίωσης της μισθωμένης κατοικίας βαρύνει το τέκνο και όχι τους γονείς.
Έτσι, σε κάθε τέτοια περίπτωση, το ενήλικο τέκνο παύει πλέον να θεωρείται εξαρτώμενο, καθώς -όσο πενιχρό κι αν είναι το πραγματικό εισόδημα που απέκτησε το 2021- προκύπτει με βάση τα τεκμήρια διαβίωσης τεκμαρτό εισόδημα μεγαλύτερο των 3.000 ευρώ, που είναι το όριο ετήσιου ατομικού (πραγματικού ή τεκμαρτού) εισοδήματος μέχρι το οποίο κάθε τέκνο θεωρείται εξαρτώμενο και επιτρέπεται να συμπεριλαμβάνεται στη φορολογική δήλωση των γονέων του. Η υπέρβαση του ορίου των 3.000 ευρώ οφείλεται στο γεγονός ότι για κάθε ενήλικο τέκνο αυτής της περίπτωσης λαμβάνονται υπόψη το ελάχιστο τεκμήριο διαβίωσης των 3.000 ευρώ συν το τεκμήριο της κατοικίας, με αποτέλεσμα πάντοτε να προκύπτει συνολικό τεκμαρτό εισόδημα μεγαλύτερο των 3.000 ευρώ.
Το τεκμαρτό αυτό εισόδημα θεωρείται ότι προέρχεται από μισθωτή εργασία. Στην περίπτωση αυτή, όμως, το συγκεκριμένο εισόδημα φορολογείται αν το ενήλικο τέκνο ξεχάσει να δηλώσει στον κωδικό 049 του πίνακα 7 της φορολογικής του δήλωσης (του εντύπου Ε1) δαπάνες αγοράς αγαθών και παροχής υπηρεσιών συνολικού ύψους τουλάχιστον ίσου με το 30% επί του δηλωθέντος πραγματικού (κι όχι επί του τεκμαρτού) εισοδήματος.
Σε κάθε τέτοια περίπτωση θα κληθεί, με το εκκαθαριστικό της φορολογικής του δήλωσης, να πληρώσει φόρο 22% επί του 30%
του δηλωθέντος εισοδήματος.
Αλλά ακόμη και στην περίπτωση που θα δηλώσει το απαιτούμενο ποσό δαπανών στον κωδικό 049 του πίνακα 7 θα πρέπει να είχε προνοήσει ήδη από το 2021 και να είχε πραγματοποιήσει τις δαπάνες αυτές εξοφλώντας τες μάλιστα με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής (πιστωτικές ή χρεωστικές ή προπληρωμένες κάρτες κ.λπ.) ώστε να αποδεικνύονται.
Επιπλέον, επειδή το ενήλικο τέκνο παύει πλέον να θεωρείται εξαρτώμενο μέλος, η οικογένειά του δεν μπορεί να το συμπεριλάβει στην αίτηση Α21 που θα υποβάλει φέτος για να εισπράξει οικογενειακό επίδομα από τον ΟΠΕΚΑ. Αυτό θα έχει ως συνέπεια η οικογένεια:
– είτε να στερηθεί πλήρως το επίδομα, αν το συγκεκριμένο τέκνο είναι το μοναδικό της ή εάν λόγω μείωσης του αριθμού των δηλωθέντων εξαρτώμενων τέκνων το ισχύον εισοδηματικό όριο έχει υποχωρήσει σημαντικά κάτω από το όριο του ετήσιου εισοδήματος της οικογένειας,
– είτε να εισπράξει μειωμένο επίδομα λόγω μείωσης του αριθμού των εξαρτώμενων τέκνων.
2η
Τα τεκμήρια διαβίωσης προκαλούν υπερφορολόγηση του εισοδήματος.
Λόγω της σημαντικής συρρίκνωσης των πραγματικών εισοδημάτων, την οποία έχει προκαλέσει η πολυετής οικονομική κρίση σε εκατομμύρια νοικοκυριά, πολλά φυσικά πρόσωπα θα φορολογηθούν φέτος όχι με βάση τα πολύ χαμηλά εισοδήματα που απέκτησαν το 2021, αλλά με βάση τα πολύ πιο υψηλά, εξωπραγματικά ποσά τεκμαρτών εισοδημάτων που θα τους προσδιορίσει η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) με βάση το σύστημα των τεκμηρίων ή «αντικειμενικών δαπανών διαβίωσης». Σε πολλές περιπτώσεις, οι διαφορές μεταξύ των πολύ χαμηλών πραγματικών εισοδημάτων του 2021 και των πολύ υψηλών τεκμαρτών που θα προκύπτουν για το ίδιο έτος με βάση τα τεκμήρια διαβίωσης θα είναι αδύνατο να καλυφθούν με περισσεύματα εισοδημάτων ή εσόδων από παρελθόντα έτη, καθώς τα ποσά αυτά έχουν χρησιμοποιηθεί σχεδόν στο σύνολό τους για την κάλυψη τεκμηρίων στα προηγούμενα 8-9 χρόνια.
3η
Δεν φορολογούνται όλοι οι εργαζόμενοι με «μπλοκάκια» ως μισθωτοί, με αφορολόγητο όριο μέχρι 8.636 ευρώ ή μεγαλύτερο, αλλά μόνο όσοι πληρούν αθροιστικά πέντε προϋποθέσεις.
Κάθε εργαζόμενος που λαμβάνει τις μηνιαίες αποδοχές του όχι ως μισθωτός, αλλά εκδίδοντας αποδείξεις από μπλοκ παροχής υπηρεσιών («μπλοκάκι»), για να φορολογηθεί για τις αμοιβές του με την ευνοϊκή κλίμακα φόρου εισοδήματος των μισθωτών, δηλαδή για να δικαιούται ετήσιας έκπτωσης φόρου έως 777 ευρώ (προσαυξανόμενης ανάλογα με τον αριθμό των εξαρτώμενων τέκνων), η οποία ισοδυναμεί με αφορολόγητο όριο εισοδήματος μέχρι 8.636 ευρώ (προσαυξανόμενο ανάλογα με τον αριθμό των εξαρτώμενων τέκνων), θα πρέπει να πληροί τις ακόλουθες πέντε προϋποθέσεις:
α) Θα πρέπει να έχει υποβάλει δήλωση έναρξης επιχειρηματικής δραστηριότητας στην αρμόδια ΔΟΥ.
β) Θα πρέπει να παρέχει υπηρεσίες στις οποίες προέχει το στοιχείο της συμβουλής ή της επιστημονικής, καλλιτεχνικής και πνευματικής δημιουργίας, δηλαδή να ασκεί δραστηριότητα η οποία δεν εμπεριέχει την έννοια της εμπορικής ιδιότητας, αλλά χαρακτηρίζεται ως «ελευθέριο επάγγελμα».
γ) Θα πρέπει να δηλώνει ως έδρα για την άσκηση της δραστηριότητάς του την κατοικία του.
δ) Δεν θα πρέπει να εισπράττει ταυτόχρονα και κανονικό μισθό από άλλη εργασία.
ε) Θα πρέπει να παρέχει τις υπηρεσίες του σε τρεις το πολύ εργοδότες ή και σε περισσότερους από τρεις εφόσον όμως στην περίπτωση αυτή λαμβάνει το 75% τουλάχιστον των ετήσιων αμοιβών του μόνο από έναν.
Εφόσον ο φορολογούμενος ή η σύζυγός του πληροί τις παραπάνω πέντε προϋποθέσεις, πρέπει να συμπληρώσει στην παράγραφο 10 του πίνακα 2 της 1ης σελίδας του Ε1 την ένδειξη «ΝΑΙ» δίπλα από τον κωδικό 019 (ο υπόχρεος) ή 020 (η σύζυγος), προκειμένου κατά την εκκαθάριση του φόρου για τις αμοιβές από το «μπλοκάκι» να υπολογιστεί αφορολόγητο όριο ύψους μέχρι 8.636 ευρώ (προσαυξανόμενο ανάλογα με τον αριθμό των εξαρτώμενων τέκνων).
Σε κάθε περίπτωση κατά την οποία φορολογούμενος που λαμβάνει αμοιβές για παροχή υπηρεσιών δεν πληροί έστω και μία από τις πέντε παραπάνω προϋποθέσεις τότε οι ετήσιες αμοιβές του από το «μπλοκάκι» παροχής υπηρεσιών φορολογούνται ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, δηλαδή με 9% από το πρώτο ευρώ μέχρι τα 10.000 ευρώ, με 22% στο τμήμα του εισοδήματος από τα 10.000,01 ευρώ μέχρι τα 20.000 ευρώ και με 28%-44% για το τμήμα των ετήσιων αμοιβών πάνω από το επίπεδο των 20.000 ευρώ.
4η
Φορολογούμενοι με πενιχρά εισοδήματα προερχόμενα είτε από ενοίκια είτε από τόκους καταθέσεων είτε από γεωργικές εκμεταλλεύσεις, οι οποίοι εισέπραξαν παράλληλα ακόμη πιο χαμηλά ποσά είτε από περιστασιακή απασχόληση είτε από επιδόματα παιδιών που τους χορήγησε ο ΟΠΕΚΑ, επιβαρύνονται με υπέρογκα ποσά φόρου εισοδήματος.
Οι φορολογούμενοι που υπάγονται σε αυτές τις περιπτώσεις υποχρεούνται να πληρώσουν ποσά φόρων πολλαπλάσια των πραγματικών τους εισοδημάτων εξαιτίας του προσδιορισμού του συνολικού φορολογητέου εισοδήματος με βάση τα τεκμήρια διαβίωσης και του υπολογισμού του οφειλόμενου φόρου με βάση την κλίμακα που εφαρμόζεται για τους επιχειρηματίες και τους ελεύθερους επαγγελματίεςστην οποία δεν ισχύει αφορολόγητο όριο εισοδήματος.
Συγκεκριμένα, στις περιπτώσεις αυτές, επειδή τα δηλούμενα εισοδήματα είναι πάρα πολύ χαμηλά, οι υπηρεσίες της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), κατά την εκκαθάριση των δηλώσεων που υποβάλλουν οι συγκεκριμένοι φορολογούμενοι, προσδιορίζουν το ύψος των φορολογητέων εισοδημάτων με βάση τα τεκμήρια διαβίωσης. Δηλαδή σε κάθε τέτοια περίπτωση λαμβάνουν υπόψη τους το ελάχιστο τεκμήριο διαβίωσης των 3.000 ευρώ που ισχύει για τον άγαμο φορολογούμενο ή των 2.500 ευρώ που ισχύει για τον έγγαμο και προσθέτουν στο ποσό αυτό τυχόν επιπλέον ποσά τεκμηρίων διαβίωσης για σπίτι ή και ΙΧ αυτοκίνητο, εφόσον ο φορολογούμενος διέμεινε, κατά τη διάρκεια του 2021, σε κατοικία ιδιόκτητη, ενοικιαζόμενη ή δωρεάν παραχωρηθείσα ή εφόσον κατείχε και κάποιο ΙΧ αυτοκίνητο.
Περαιτέρω, η πρόσθετη διαφορά φορολογητέου εισοδήματος, που προκύπτει λόγω της εφαρμογής των τεκμηρίων διαβίωσης, φορολογείται όχι με την ευνοϊκή κλίμακα υπολογισμού του φόρου, η οποία ισχύει για τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους και προβλέπει αφορολόγητο όριο εισοδήματος 8.636 ευρώ (προσαυξανόμενο ανάλογα με τον αριθμό των εξαρτώμενων τέκνων), αλλά με την κλίμακα φορολόγησης των εισοδημάτων από επιχειρηματικές δραστηριότητες, βάσει της οποίας το φορολογητέο εισόδημα υπόκειται σε φόρο υπολογιζόμενο με συντελεστή 9% από το πρώτο ευρώ. Έτσι, η πρόσθετη διαφορά φορολογητέου εισοδήματος που προκύπτει βάσει των τεκμηρίων διαβίωσης σε όλες αυτές τις περιπτώσεις φορολογουμένων επιβαρύνεται με φόρο 9%. Στη συνέχεια επί του φόρου που προκύπτει επιβάλλεται και προκαταβολή φόρου με συντελεστή 55%.
Συνολικά, δηλαδή, για έναν φορολογούμενο με πολύ χαμηλό εισόδημα από ενοίκια ή από αγροτική δραστηριότητα ή από τόκους καταθέσεων και με ακόμη πιο χαμηλό εισόδημα από περιστασιακή απασχόληση ή από οικογενειακά επιδόματα, η πρόσθετη διαφορά εισοδήματος που προκύπτει βάσει των τεκμηρίων φορολογείται με τελικό συντελεστή 13,95%.
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, κατά την εκκαθάριση των δηλώσεων οι υπηρεσίες της ΑΑΔΕ εφαρμόζουν τις διατάξεις της παραγράφου 1β του άρθρου 34 του νόμου 4172/2013 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, σύμφωνα με τις οποίες επί της πρόσθετης διαφοράς τεκμαρτού εισοδήματος εφαρμόζεται η κλίμακα φορολογίας εισοδήματος των αυτοαπασχολουμένων, στην οποία ισχύει συντελεστής 9% από το πρώτο ευρώ, επειδή το μεγαλύτερο μέρος του δηλωθέντος εισοδήματος δεν προκύπτει από μισθωτή εργασία ή συντάξεις.