Η γαστρονομία και η βιομηχανία τροφίμων βρίσκονται ενώπιον μεγάλων προκλήσεων λόγω του πολέμου στην Ουκρανία.
Περισσότερες από τις μισές εξαγωγές ηλιελαίου παγκοσμίως προέρχονται από την εμπόλεμη χώρα. Όπως αναφέρει η Deutsche Welle, το ηλιέλαιο λόγω του πολέμου στην Ουκρανία θα παραμείνει σε έλλειψη στο άμεσο μέλλον. Γι’ αυτό οι μεγάλες εταιρείες έχουν ήδη αλλάξει το μείγμα μαγειρικού λαδιού για το τηγάνισμα της πατάτας. «Η Ουκρανία είναι ο σημαντικότερος προμηθευτής ηλιέλαιου παγκοσμίως», λέει εκπρόσωπος της Ένωσης Βιομηχανιών Επεξεργασίας Ελαίων στο Βερολίνο.
Το ηλιέλαιο έχει εξαντληθεί σε μεγάλο βαθμό στα σούπερ μάρκετ εδώ και εβδομάδες. Οι ελλείψεις έχουν επηρεάσει όμως και μεγάλες εταιρείες. «Χρησιμοποιούμε ένα μείγμα φυτικών ελαίων για να τηγανίζουμε τις πατάτες μας, μεταξύ άλλων ηλιέλαιο και κραμβέλαιο όπου το ηλιέλαιο αποτελεί ένα μικρό μέρος», λέει εκπρόσωπος των McDonald’s Γερμανίας στο Μόναχο. «Οι πελάτες μας μπορούν έτσι να συνεχίσουν να τρώνε πατάτες στην ποιότητα που έχουν συνηθίσει σε εμάς», συμπληρώνει.
Κραμβέλαιο αντί για ηλιέλαιο
Το λάδι Canola, το οποίο παράγεται από κραμβέλαιο, είναι ένα υποκατάστατο, και σε αντίθεση με το ηλιέλαιο δεν υπάρχει έλλειψη. «Δεν υπάρχει πρόβλημα με το κραμβέλαιο», λέει εκπρόσωπος της εταιρείας Ovid. Στη Γερμανία, τη Γαλλία ή την Πολωνία καλλιεργούνται κραμβόσποροι σε σχεδόν ένα εκατομμύριο εκτάρια. Το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή είναι δύσκολο ή ακόμη και αδύνατο να βρεθεί σε πολλά σούπερ μάρκετ κραμβέλαιο σχετίζεται τόσο με τις υπερβολικές αγορές όσο και με προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα.
Η γαστρονομία, η βιομηχανία τροφίμων αλλά και οι καταναλωτές αισθάνονται ότι το κόστος του μαγειρικού λαδιού εκτοξεύεται στα ύψη. «Οι τιμές των μαγειρικών ελαίων έχουν αυξηθεί δραματικά», λέει ο Τόμας Γκέπερτ, πρόεδρος του συλλόγου ξενοδοχείων και εστιατορίων Dehoga στο Μόναχο.
Περαιτέρω αυξήσεις τιμών στα φαγητά σε πακέτο είναι επίσης αναμενόμενες και τους επόμενους μήνες. Σύμφωνα με την Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία τον Μάρτιο το γρήγορο φαγητό ήταν 6% πιο ακριβό από ό,τι πριν από ένα χρόνο.
«Ένα σάντουιτς με ντονέρ θα έπρεπε κανονικά να κοστίζει 7,30 ευρώ», δήλωσε ο Γκυρζέλ Ιλμπέρ, πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της ένωσης Τούρκων παραγωγών ντονέρ-κεμπάπ στην Ευρώπη. Στο Βερολίνο κόστιζε γύρω στα 3,50 ευρώ και τώρα μεταξύ πέντε και έξι ευρώ. «Είναι δύσκολο λόγω του ανταγωνισμού να αλλάξει κανείς τις τιμές», συμπληρώνει.
Ανησυχίες και από τα συνδικάτα τροφίμων
Και το συνδικάτο τροφίμων NGG βλέπει να απειλείται η ύπαρξη πολλών εταιρειών της βιομηχανίας τροφίμων λόγω της έκρηξης του κόστους. Είναι σημαντικό για τη βιομηχανία τροφίμων να μετακυλίσει την αύξηση των τιμών στους λιανοπωλητές και τους καταναλωτές. «Οι μεγάλες εταιρείες θα τα καταφέρουν σε αυτό, αλλά πολλές μεσαίες εταιρείες δεν θα μπορέσουν να το κάνουν», δήλωσε ο Γκίντο Τσάιτλερ, πρόεδρος του NGG.
Λόγω της αύξησης των τιμών, ο Γκίντο Τσάιτλερ ζήτησε ενίσχυση καταναλωτών με χαμηλά εισοδήματα.
Την μεγάλη της ανησυχία εκφράζει όμως εδώ και καιρό και η Κεντρική Ένωση Γερμανικού Εμπορίου Αρτοποιίας εξαιτίας των αυξημένων τιμών των πρώτων υλών αλλά και της ενέργειας. Στον κλάδο της βιομηχανίας τροφίμων η αρτοποιία είναι μεγάλος καταναλωτής φυσικού αερίου, σύμφωνα με τον Γκίντο Τσάιτλερ, πρόεδρο του NGG. Ακολουθούν οι γαλακτοβιομηχανίες και η βιομηχανία κρέατος.
Βιομηχανία και καταναλωτές πρέπει λοιπόν να είναι προετοιμασμενοι το επόμενο διάστημα για ακόμα μεγαλύτερες αυξήσεις στα τρόφιμα.