Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Πρόβλεψη για «συγκράτηση» του ρυθμού ανάπτυξης κάτω από το 3,5%, αλλά και για μέσο πληθωρισμό έτους άνω του 5% ενσωματώνει στο νέο μεσοπρόθεσμο το οικονομικό επιτελείο.
Το υπουργείο Οικονομικών εκτιμά ότι στο τέλος του 2022 το ονομαστικό ΑΕΠ θα φτάσει στα 198 δισ. ευρώ, με την αναλογία του χρέους ως προς το ΑΕΠ να πέφτει πάνω από 10 μονάδες επιπλέον στο 182%-183%. Πρωτογενές έλλειμμα στην περιοχή του 2% φέτος και μία μονάδα πλεόνασμα για το 2023 συμπληρώνουν την εικόνα.
Μετά τη δημοσίευση των προβλέψεων ξένων και εγχώριων οίκων και Οργανισμών για την πορεία της ελληνικής οικονομίας -προηγήθηκαν οι ανακοινώσεις από την Τράπεζα της Ελλάδος, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και τους οίκους Moody’s και S&Pέρχεται η ώρα της ελληνικής κυβέρνησης να γνωστοποιήσει τις τελικές της προβλέψεις για φέτος. Στο τέλος της εβδομάδας κατατίθεται στις Βρυξέλλες το νέο μεσοπρόθεσμο με τις αναθεωρημένες -λόγω πολέμου και ενεργειακής κρίσης- εκτιμήσεις για φέτος αλλά και για την περίοδο 2023-2026. Με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες για τη φετινή χρονιά της αβεβαιότητας, το οικονομικό επιτελείο θα υιοθετήσει έναν σχετικά «συντηρητικό» στόχο όσον αφορά την ανάπτυξη, κατεβάζοντας τον πήχη κάτω από το 3,5%. Ουσιαστικά, θα ακολουθηθεί η «στρατηγική» του 2021, έτος κατά το οποίο υπήρξε μια πολύ συντηρητική εκτίμηση για ανάπτυξη της τάξεως του 3%-4% στις αρχές του έτους, για να γίνουν στη συνέχεια δύο αναθεωρήσεις και να κλείσει η χρονιά στο +8,3%.
Είναι πολιτική επιλογή σε αυτή τη φάση -και εξαιτίας των αστάθμητων παραγόντων- να υιοθετηθεί μια πιο «συντηρητική» γραμμή, ώστε να καταστεί εφικτό η επανεκτίμηση ύστερα από μερικούς μήνες να γίνει προς τα πάνω και όχι προς τα κάτω.
Για τον καθοριστικό παράγοντα της φετινής χρονιάς που είναι ο πληθωρισμός, ο πήχης θα μπει πάνω από το 5% σε μέσο επίπεδο. Είναι από τις πιο επισφαλείς προβλέψεις, καθώς μετά το 8,9% του Μαρτίου είναι πιθανό να δούμε ακόμη υψηλότερα ποσοστά για τον Απρίλιο. Η πρόβλεψη για αποκλιμάκωση στην περιοχή του 5%-5,5% σε μέσο επίπεδο εδράζεται στο σκεπτικό ότι από το καλοκαίρι και μετά ο πληθωρισμός θα μειωθεί αισθητά ακριβώς επειδή ειδικά στην ενέργεια η σύγκριση θα γίνεται με τις υψηλές τιμές που κυριάρχησαν στους τελευταίους μήνες του 2021. Αυτό πάντως που θα κυριαρχήσει όσον αφορά τους μακροοικονομικούς δείκτες είναι η πρόβλεψη ότι το άθροισμα πληθωρισμού και πραγματικής ανάπτυξης θα ξεπεράσει το 9%, κάτι που σημαίνει ότι το ονομαστικό ΑΕΠ μπορεί να διαμορφωθεί για πρώτη φορά ύστερα από πολλά χρόνια στην περιοχή των 200 δισ. ευρώ.
Δημοσιονομικά: Διαβεβαίωση για συνέχιση της εξυγίανσης
Η επίσημη ελληνική πρόβλεψη σε δημοσιονομικό επίπεδο, προς το παρόν, θα κάνει λόγο για συγκρατημένο πρωτογενές έλλειμμα στην περιοχή του 2% και έλλειμμα γενικής κυβέρνησης κοντά στο 5%. Το μήνυμα που θα επιχειρηθεί να σταλεί θα είναι ότι η δημοσιονομική εξυγίανση με στόχο την επιστροφή στα πρωτογενή πλεονάσματα από το 2023 θα συνεχιστεί και φέτος, παρά την κρίση και την ανάγκη που αυτή δημιουργεί για τη στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Το ενδεχόμενο να χρειαστεί 2η αναθεώρηση μέσα στο έτος του κρατικού προϋπολογισμού και το πρωτογενές έλλειμμα να ξεφύγει και πάνω από το 2% δεν μπορεί να αποκλειστεί. Ωστόσο, όλα θα εξαρτηθούν από την εξέλιξη του πολέμου, την πορεία των τιμών ενέργειας και τις αποφάσεις που θα λάβει (ή δεν θα λάβει) η Ευρώπη για τη συγκράτηση των τιμών της ενέργειας και τη στήριξη των νοικοκυριών. Εδώ να σημειωθεί πως με το νέο μεσοπρόθεσμο η Ελλάδα θα έχει την ευκαιρία να προβάλει και πάλι στις αγορές τα πλεονεκτήματα στην διάρθρωση του ελληνικού χρέους, καθώς μεταξύ άλλων θα φανεί ότι, παρά την αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων, η πρόβλεψη για το κονδύλι των τόκων δεν θα μεταβληθεί.
Η αναβάθμιση δεν φρέναρε την άνοδο αποδόσεων στα ομόλογα
Η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας κατά μία μονάδα από τον οίκο Standard and Poor’s το βράδυ της Παρασκευής -ο S&P γίνεται ο δεύτερος αναγνωρισμένος από την ΕΚΤ οίκος που φέρνει την Ελλάδα μία βαθμίδα από την επενδυτική- συνοδεύτηκε το πρωί της Δευτέρας από νέο ρεκόρ διετίας στην απόδοση του 10ετούς ομολόγου, με την τελευταία να «σπάει» προς τα πάνω για πρώτη φορά μετά το ξέσπασμα της ενεργειακής κρίσης και του πολέμου το όριο του 3%. H αντικρουόμενη εικόνα δημιουργεί έντονο προβληματισμό όσον αφορά το πότε θα πρέπει να επιχειρηθεί από τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) η δεύτερη για φέτος έξοδος στις αγορές με στόχο την υλοποίηση του φετινού προγράμματος δανεισμού.
Το οικονομικό επιτελείο σταθμίζει όλα τα δεδομένα:
1. Την τάση αύξησης των αποδόσεων που καταγράφεται για όλα τα ευρωπαϊκά ομόλογα, με το ιταλικό 10ετές να φτάνει στο 2,6%, το γερμανικό να πλησιάζει στο 0,9% και το ισπανικό και το πορτογαλικό να κινούνται προς το 2%.
2. Το γεγονός ότι και σήμερα -μετά την αποπληρωμή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου- τα ταμειακά διαθέσιμα της χώρας ανέρχονται στα 38-39 δισ. ευρώ.
3. Το ότι εκκρεμούν οι αποφάσεις της Ευρώπης για το αν θα υπάρξει στήριξη στην προσπάθεια αντιμετώπισης της ενεργειακής κρίσης. Λόγω του σεναρίου να διανεμηθούν -υπό μορφή δανείωντα αδιάθετα κονδύλια του Next Generation EU, υπάρχει περίπτωση η Ελλάδα να βρει διά αυτής της οδού μια πηγή χρηματοδότησης των ταμειακών αναγκών χωρίς να μειώσει τα ταμειακά διαθέσιμα. Μια πηγή μάλιστα η οποία θα έχει και σαφώς χαμηλότερο δημοσιονομικό κόστος συγκριτικά με το 3% με το οποίο μπορεί να δανειστεί η Ελλάδα αυτή τη στιγμή από τις αγορές.