Skip to main content

Απανωτά κύματα ανατιμήσεων στα αγαθά πρώτης ανάγκης

Από την έντυπη έκδοση 

Της Δανάης Αλεξάκη 
[email protected]

Το θαύμα των πέντε άρτων καλούνται να επαναλάβουν τα εγχώρια νοικοκυριά προκειμένου να εφεύρουν τρόπους για να πολλαπλασιαστούν τα τρόφιμα στα ντουλάπια και να περιοριστεί το κόστος διατροφής. Όλα αυτά με δεδομένο ότι ο πληθωρισμός στο ράφι τελικά παρατείνει επ’ αόριστον τη φετινή Εβδομάδα των Παθών, χωρίς να φαίνεται στον ορίζοντα η… Ανάσταση.

Ήδη το λιανεμπόριο «υποδέχεται» νέους καταλόγους χονδρικής που προβλέπουν νέες ανατιμήσεις σε μια διευρυμένη γκάμα βασικών καταναλωτικών αγαθών, οι οποίες αναμένεται να περάσουν μέχρι τον Μάιο στις τιμές καταναλωτή.

Σπορέλαια, ζάχαρη και αλεύρι κινούνται σε ανατιμητική τροχιά με αυξήσεις στη χονδρική που κυμαίνονται από 25% έως και 50%, στα αυγά η άνοδος στις τιμές φτάνει έως και 15%, ενώ στο τυρί η αύξηση φτάνει σε κάποιους κωδικούς στο 30%. Επίσης, αυξήσεις καταγράφονται στο χοιρινό κρέας 15%-20%, όπως και στα όσπρια και το ρύζι, ενώ στα αλλαντικά οι αυξήσεις κυμαίνονται από 8% έως 13%, στα παγωτά 35-40%, σε πραλίνες, μαρμελάδες έως 20%, στα σφολιατοειδή και μπισκότα 7%-8%, σε μαργαρίνες και βούτυρα 5%, στα αναψυκτικά 12%-15%, σε τσάι και χυμούς 10%-12%, στα χαρτικά 10%-12%, στα απορρυπαντικά 7%-9%, ενώ ανοδική πορεία καταγράφουν και οι τροφές για κατοικίδια έως και 20%.

Ορατός είναι ο κίνδυνος σημαντικών ανατιμήσεων στα θερινά φρούτα και στα λαχανικά, ενώ οι τιμές ήδη «τσιμπάνε» και στα προϊόντα θερμοκηπίου, όπως ντομάτες, αγγούρια, πιπεριές κτλ., με εκπροσώπους του κλάδου να εκτιμούν ότι οι αυξήσεις στις τιμές θα κυμανθούν μεταξύ 15%-20% επηρεαζόμενες από το αυξημένο κόστος λιπασμάτων και ενέργειας που εκτοξεύουν το κόστος παραγωγής.

Οι έως τώρα αυξήσεις

Οι αυξήσεις που έχουν περάσει έως τώρα στο ράφι, όπως αναφέρουν στελέχη του λιανεμπορίου, ήταν αποτέλεσμα της διαταραχής στην εφοδιαστική αλυσίδα και της αύξησης του κόστους ενέργειας που ξεκίνησε στα τέλη του περασμένου έτους. Ακολουθούν οι επιπτώσεις που δημιούργησε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, που επηρέασε και συνεχίζει να επηρεάζει άμεσα όλα τα προϊόντα και τις πρώτες ύλες που εξάγουν οι εμπόλεμες περιοχές.

Δεδομένου λοιπόν ότι έχει ήδη περάσει ένα ισχυρό «τσουνάμι» ανατιμήσεων στο ράφι, που ξεκίνησε από τομ Σεπτέμβριο του 2021 και κλιμακώθηκε το δίμηνο Φεβρουαρίου – Μαρτίου 2022, η αγορά κάνει προσπάθεια προκειμένου να περιορίσει όσο το δυνατόν περισσότερο το επόμενο νέο κύμα αυξήσεων.

Στο μικροσκόπιο μπαίνουν όλες οι παροχές και οι προωθητικές ενέργειες, σε μια προσπάθεια να υπάρξει περαιτέρω στήριξη στις τελικές τιμές. Βέβαια, στα μάτια του καταναλωτή η μη ύπαρξη προσφοράς σηματοδοτεί αύξηση, με αποτέλεσμα να στραφεί σε άλλες επιλογές.

«Η κατάσταση που επικρατεί δεν μπορεί δυστυχώς ακόμα να οριοθετηθεί, για να μπορούμε να πούμε με κάποια ασφάλεια πότε θα δούμε φως στο τούνελ. Οι κατάλογοι χονδρικής επαναπροσδιορίζονται συνεχώς και υπάρχουν περιπτώσεις αγαθών που μέσα σε λιγότερο από μία εβδομάδα εμφανίζουν νέες ανατιμήσεις» αναφέρουν στελέχη της λιανικής, προσθέτοντας ότι «οι αυξήσεις δεν είναι οριζόντιες. Κάθε βιομηχανία προσπαθεί να διαχειριστεί τα κόστη της, με αποτέλεσμα οι ανατιμήσεις να προωθούνται ακόμα και ανά κωδικό προκειμένου να συγκρατηθεί η κατανάλωση. Η επαναξιολόγηση του κωδικολογίου, εξάλλου, αποτελεί προτεραιότητα τόσο από τις ίδιες τις βιομηχανίες όσο και από τη λιανική».

Οι επόμενοι μήνες

Τα μηνύματα παραμένουν δυσοίωνα, με στελέχη της αγοράς να «φωτογραφίζουν» ακόμη και διπλάσια ποσοστά πληθωρισμού τους επόμενους μήνες.

«Δεν έχει τέλος αυτό που βιώνει η βιομηχανία. Μετά την πανδημία, που ανέτρεψε πλήρως τα δεδομένα, ήρθε η ενεργειακή κρίση, ξεκίνησε ο πόλεμος στην Ουκρανία και τώρα έχουμε νέο γύρο lockdown στην Κίνα και δη στη Σαγκάη, που δημιουργεί νέες διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα. Οι αγορές εμπορευμάτων κάνουν ράλι κάθε μέρα, η κατανάλωση συρρικνώνεται. Ποιο risk management μπορεί να προβλέψει όλα αυτά μαζί; Η μάχη είναι καθημερινή και για την ομαλή τροφοδοσία της αγοράς, και για την εξασφάλιση αποθεμάτων, και για τη διαχείριση του κόστους σε βιώσιμα επίπεδα, και για τη διατήρηση της πιστότητας των καταναλωτών. Την περίοδο αυτή δοκιμάζονται πάρα πολύ οι αντοχές στο εγχώριο επιχειρείν και στον κλάδο των τροφίμων, που μέχρι τώρα “απολάμβανε” το πλεονέκτημα της ανελαστικής δαπάνης. Τώρα πλέον ακόμα και η ανελαστικότητα στη διατροφή τίθεται υπό αμφισβήτηση, καθώς τα νοικοκυριά έχουν πληγεί σημαντικά από τα αυξημένα κόστη διαβίωσης» σημειώνουν εκπρόσωποι της βιομηχανίας τροφίμων.

Πληθωρισμός και στο ηλεκτρονικό καλάθι

Η ακρίβεια δυσκολεύει το «κυνήγι» του ηλεκτρονικού τζίρου για τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ και τις πλατφόρμες quick commerce που διεκδικούν μερίδιο στο καλάθι της νοικοκυράς στους καιρούς των ισχνών αγελάδων.

Η πτώση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών, λόγω των έντονων πληθωριστικών πιέσεων και των ισχυρών ανατιμήσεων, που ακουμπά σε όλες τις βασικές ανάγκες των νοικοκυριών, έχει ήδη αντίκτυπο και στην πορεία των ηλεκτρονικών πωλήσεων στα είδη σούπερ μάρκετ.

Το «όπλο» των προσφορών, που αποτελεί βαρόμετρο ειδικά για τις ηλεκτρονικές αγορές των καταναλωτών, έχει σημαντικό κόστος, ενώ τα κεφάλαια που κατευθύνονται στη βελτίωση των υποδομών logistics αυξάνουν πολύ τον τελικό λογαριασμό, καθιστώντας τον συγκερασμό αύξησης εσόδων – κερδών και ποιοτικότερων παροχών μέσα από το ηλεκτρονικό κανάλι ιδιαίτερα επίπονο στόχο για τις αλυσίδες.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Convert Group, τον φετινό Μάρτιο ο ηλεκτρονικός τζίρος των σούπερ μάρκετ υποχωρεί με ρυθμό 3,7% σε σχέση με το ίδιο διάστημα πέρυσι. Σε ό,τι αφορά τις συνολικές επιδόσεις του πρώτου τριμήνου, δεν έχουν δημοσιοποιηθεί ακόμα τα στοιχεία, ωστόσο εκτιμάται ότι κινούνται σε χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2021.

Όμως ο ανταγωνισμός εντείνεται και σε αυτό το κανάλι, με αποτέλεσμα οι αλυσίδες να πρέπει να βάλουν πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη, προκειμένου να περιορίσουν τα χρονικά slots, να έχουν καλύτερη ιχνηλάτηση των διαδρομών κάθε παραγγελίας και εν γένει να βελτιώσουν περαιτέρω το ψηφιακό τους αποτύπωμα στους καταναλωτές.

Ωστόσο, η υφιστάμενη συγκυρία καθιστά απαγορευτική ακόμα και τη σκέψη για υιοθέτηση επιπλέον χρεώσεων για παροχή ακόμα πιο βελτιωμένων υπηρεσιών παράδοσης, τάση που ήδη στο εξωτερικό εφαρμόζεται, ωστόσο για τους εγχώριους παίκτες δεν φέρεται να μπορεί να αναπτυχθεί, στην παρούσα τουλάχιστον φάση.

Τα e-shop δεν αποτελούν μια κερδοφόρα δραστηριότητα για τις αλυσίδες, αλλά μια αναγκαιότητα που επιταχύνθηκε με το ξέσπασμα της πανδημίας και πλέον από μια σημαντική μερίδα καταναλωτών θεωρούνται ως mainstream κανάλι για τις εβδομαδιαίες αγορές τους.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας της Nielsen IQ, που παρουσιάστηκαν πρόσφατα στο πλαίσιο του Shopper Trend 2022, κατά την περσινή χρονιά σχεδόν 4 στους 10 καταναλωτές (38%) πραγματοποίησαν ηλεκτρονικές αγορές. Το ενδιαφέρον στοιχείο έγκειται στο ότι ακριβώς το αντίστοιχο ποσοστό καταγράφηκε και το 2020, γεγονός που σηματοδοτεί ότι το ηλεκτρονικό κανάλι επιτυγχάνει να διατηρεί τους καταναλωτές του, ακόμα και σε περιόδους που δεν υπάρχουν σκληρά lockdown στην αγορά.

«Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη διαδικτυακή αγοραστική πρόθεση που είναι καλπάζουσα. Παρ’ όλα αυτά η ευχαρίστηση που αντλεί ο αγοραστής από την εμπειρία επίσκεψης σε φυσικό κατάστημα φαντάζει δύσκολο να αντικατασταθεί από την εμπειρία αγοράς μπροστά σε έναν υπολογιστή ή μια οθόνη κινητού, έτσι όπως προσφέρεται αυτή τη στιγμή τουλάχιστον από τις πλατφόρμες και τους λιανέμπορους» ανέφερε η Group Account Manager της Nielsen IQ, Βιβή Παπαδοπούλου, προσθέτοντας ότι «επιπλέον η αδυναμία εξέτασης των προϊόντων χρησιμοποιώντας όλες τις αισθήσεις, όπως αφή και όσφρηση, λειτουργεί ανασταλτικά για αγορές στο ηλεκτρονικό κανάλι».

Η αξία του μέσου ηλεκτρονικού καλαθιού το 2021 κυμάνθηκε στα 78 ευρώ και περιείχε κατά μέσο όρο 36,9 προϊόντα, ενώ ο συνολικός τζίρος της αγοράς του ηλεκτρονικού σούπερ μάρκετ φέρεται ξεπερνά τα 300 εκατ. ευρώ εάν συνυπολογιστούν οι πωλήσεις από τις πλατφόρμες. Το μερίδιο αγοράς που απολαμβάνουν τα ηλεκτρονικά ράφια σούπερ μάρκετ υπολογίζεται ότι διαμορφώνεται στο 3%, σημαντικά ενισχυμένο από το σχεδόν 1% που προσέγγιζε προ πανδημίας.

Σε ό,τι αφορά τους ισχυρούς παίκτες του ηλεκτρονικού καλαθιού με βασικά καταναλωτικά προϊόντα, τη μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα από το αγοραστικό κοινό απολαμβάνουν αυτή τη στιγμή τα eshop της Σκλαβενίτης και της ΑΒ Βασιλόπουλος και η efood market.

Τα πιο δημοφιλή προϊόντα

Οι προϊοντικές κατηγορίες που εμφανίζονται με μεγαλύτερη συχνότητα στο ηλεκτρονικό καλάθι περιλαμβάνουν τα είδη γυναικείας υγιεινής, σοκολάτες, μπισκότα, καφέ και τσάι. Τα είδη αυτά, καθώς και άλλα προϊόντα προσωπικής υγιεινής θεωρούνται από τους αναλυτές η «κινητήριος δύναμη» για να ξεκινήσει ο καταναλωτής το online ταξίδι του στα ηλεκτρονικά ράφια. Ψηλά στην ηλεκτρονική λίστα βρίσκονται και τα καθαριστικά του σπιτιού, αλλά και βασικά είδη διατροφής όπως ρύζι, αλεύρι, μακαρόνια και όσπρια.

Μόνο τα αναγκαία μπαίνουν στο καλάθι

Στροφή στα βασικά και περιορισμό δαπανών ακόμη και για είδη πρώτης ανάγκης πραγματοποιούν οι Έλληνες καταναλωτές, με επτά στους δέκα να προχωρούν σε επαναξιολόγηση των προτεραιοτήτων τους, ενώ οκτώ στους δέκα κάνουν πιο προσεκτική διαχείριση των δαπανών τους.

Με βάση τα ευρήματα από τη μελέτη Consumer Outlook 2022 της Nielsen IQ, το βάρος των εξόδων πέφτει στα βασικά, που έχουν κυρίως να κάνουν με τη ζωή στο σπίτι, σε αυτά συγκαταλέγεται η ενέργεια σε όλες τις διαστάσεις, ενώ την τρίτη θέση κρατούν τα είδη μπακαλικής. Η ένδυση, η διασκέδαση εκτός σπιτιού και η εστίαση είναι οι κατηγορίες εκείνες που ο Έλληνας προβλέπει ότι θα ξοδέψει λιγότερα για να αντεπεξέλθει στα βασικά. (Κάτι αντίστοιχο προκύπτει και από την έρευνα της Netrino). 

Η αλλαγή στις προτεραιότητες σηματοδοτεί και νέες συμπεριφορές και προτιμήσεις το 2022. Συνολικά το 72% των Ελλήνων έχουν επαναξιολογήσει τις προτεραιότητές τους, ενώ προσοχή στη διαχείριση των εξόδων γίνεται από το 82% των καταναλωτών.

Σε επίπεδο στρατηγικών διαχείρισης, το 39% δηλώνει ότι αγοράζει τη φθηνότερη επιλογή από τα προϊόντα που θέλει, το 31% περιμένει να βρει τα προϊόντα που συνήθως αγοράζει σε προωθητική ενέργεια, ενώ το 30% αναφέρει ότι επιλέγει τις χαμηλότερες τιμές ανεξάρτητα από τη μάρκα.

Συνολικά, παρατηρείται ότι ενέργειες λαμβάνονται σε μεγάλο βαθμό σε όλες τις κατηγορίες ξεκινώντας από τα προϊόντα οικιακής χρήσης στο 90% και φθάνοντας ακόμα και στα είδη πρώτης ανάγκης που έχουν να κάνουν παιδική τροφή και το γάλα.

Όπως επισημαίνει η κ. Ντορίνα Φυδάνη, Consumer Insights Leader της Nielsen IQ, «Μετά από μια δεκαετία ύφεσης στην Ελλάδα, 1 στους 3 Έλληνες έχει υποστεί οικονομικές απώλειες από το ξέσπασμα της πανδημίας και δεν έχει επανέλθει στα προ πανδημίας επίπεδα. Άρα έχουμε να κάνουμε με έναν καταναλωτή, ο οποίος όντας ταλαιπωρημένος από το παρελθόν του η πανδημία τού επανέφερε στη “μνήμη” την ανάγκη διαχείρισης των νέων απωλειών, και φυσικά ο πληθωρισμός έρχεται να εντείνει την ανάγκη αυτή.

Η θετική πλευρά είναι ότι ο Έλληνας καταναλωτής μπορεί πρακτικά να είναι περισσότερο ευάλωτος, έχει όμως αποκτήσει μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα και καλύτερα αντανακλαστικά».