Skip to main content

Επιδεινώνονται οι όροι του δημόσιου δανεισμού

Από την έντυπη έκδοση 

Του Θάνου Τσίρου
[email protected]

Η εκρηκτική αύξηση του πληθωρισμού και η αβεβαιότητα λόγω του πολέμου έχουν εκτοξεύσει τις αποδόσεις των ομολόγων και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Το 10ετές ομόλογο των ΗΠΑ «έπιασε» το 2,5%, που είναι το υψηλότερο επίπεδο από τον Μάιο του 2019, ενώ στα υψηλότερα επίπεδα από τον Μάιο του 2018 (στο 0,6%) διαμορφώθηκε και το γερμανικό «bund», σημείο αναφοράς για ολόκληρη την Ευρωζώνη.

Πάνω από το 1% κινείται πλέον το γαλλικό 10ετές, ενώ η Ιταλία, έχοντας μπροστά της πολύ μεγάλη εκδοτική δραστηριότητα για φέτος, προκειμένου να εξυπηρετήσει το χρέος της, βλέπει την απόδοση να κινείται στο 2,1%. Στην Ελλάδα η απόδοση του 10ετούς ομολόγου έφτασε στο 2,9%, επίδοση που είχε να καταγραφεί από τον Μάρτιο του 2020.

Η αύξηση της απόδοσης του 10ετούς κατά 1,6 ποσοστιαία μονάδα από τις αρχές του χρόνου -το πρώτο και μοναδικό μέχρι τώρα ομόλογο που εξέδωσε η χώρα τον Ιανουάριο είχε απόδοση 1,836%- έχει θέσει σε στάση αναμονής τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους όσον αφορά το πότε θα γίνει η επόμενη έκδοση ελληνικού τίτλου.

Άλλωστε, με τα τεράστια -αναλογικά με το ΑΕΠ- ταμειακά διαθέσιμα της χώρας (σ.σ.: άνω του 20% του ΑΕΠ) το υπουργείο Οικονομικών έχει αυτή τη στιγμή την πολυτέλεια του χρόνου, καθώς αυτή τη στιγμή η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται στο «μάτι του κυκλώνα» ή στο επίκεντρο της «τέλειας καταιγίδας», όπως την ονόμασε και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος.

Προβληματισμός

Ανεξάρτητα πάντως από το αν η Ελλάδα έχει την πολυτέλεια να καθυστερήσει για αρκετές εβδομάδες την επόμενη έκδοση ομολόγου, ο προβληματισμός είναι δεδομένος στο οικονομικό επιτελείο. Από τις αρχές του χρόνου -και χωρίς να συνυπολογίζονται τα μέτρα στήριξης που χρηματοδοτούνται με πόρους του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης- ο προϋπολογισμός έχει «φορτωθεί» επιβαρύνσεις είτε στο σκέλος των εσόδων είτε στο σκέλος των δαπανών ύψους άνω του 1 δισ. ευρώ προκειμένου να στηριχτούν νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Οι τιμές ενέργειας και τροφίμων εξακολουθούν να ανεβαίνουν, οπότε είναι πιθανό ότι θα χρειαστούν πρόσθετα μέτρα στήριξης και ακόμη μεγαλύτερη επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού. Δεδομένου ότι ακόμη είμαστε στο πρώτο τρίμηνο της χρονιάς, ο κίνδυνος να «φουσκώσει» το έλλειμμα είναι ορατός, κάτι που η κυβέρνηση θέλει να αποφύγει λόγω όχι τόσο των ευρωπαϊκών θεσμών -άλλωστε το 2022 υπάρχει ενεργή η ρήτρα διαφυγής που αφήνει περιθώρια δημοσιονομικών αποκλίσεων-, αλλά εξαιτίας των αγορών.

Επενδυτική βαθμίδα

Η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι η μοναδική χώρα στην Ευρώπη χωρίς επενδυτική βαθμίδα για τα ομόλογά της και αυτό αποτυπώνεται ακόμη και εν μέσω πολέμου στις αποδόσεις των ομολόγων. Δεν είναι τυχαίο ότι έχει ανοίξει η «ψαλίδα» του ελληνικού με το ιταλικό ομόλογο (σ.σ.: με την Ιταλία να αντιμετωπίζει επίσης πρόβλημα υψηλού χρέους ειδικά μετά την πανδημία).

Οι οίκοι αξιολόγησης έχουν καταστήσει σαφές ότι η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας προϋποθέτει και διατήρηση της ανάπτυξης και συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, αλλά και δημοσιονομική σταθερότητα. Σχετικές αναφορές έγιναν και από τον οίκο DBRS που έφερε τη βαθμολογία της Ελλάδας ένα σκαλί πριν από την επενδυτική.

Μέχρι τον Μάιο που θα ληφθούν αποφάσεις από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για το πώς θα κινηθούν οι χώρες-μέλη σε δημοσιονομικό επίπεδο, η ελληνική κυβέρνηση δεν αναμένεται να λάβει άλλες αποφάσεις με σημαντικό δημοσιονομικό κόστος, πέραν ενδεχομένως της παράτασης της επιδότησης για την τιμή του πετρελαίου κίνησης (αν χρειαστεί) και φυσικά για την επιδότηση του ηλεκτρικού ρεύματος και του φυσικού αερίου.