Μια ακόμα δύσκολη χρονιά θα είναι το 2022 για τον κλάδο της ιχθυοκαλλιέργειας καθώς εκτός από την συνεχιζόμενη πίεση λόγω του ανταγωνισμού, έχει προστεθεί η πίεση από την αύξηση του κόστους παραγωγής και ο πόλεμος στην Ουκρανία, συνθέτοντας μια δύσκολη εξίσωση για όλες τις επιχειρήσεις του κλάδου.
Αυτό επισημαίνει μιλώντας στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Απόστολος Τουραλιάς, πρόεδρος ΔΣ της Ελληνικής Οργάνωσης Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ). Όπως αναφέρει, τόσο το 2020 όσο και το 2021 ο κλάδος της ιχθυοκαλλιέργειας απορρόφησε, εν μέρει, τους κραδασμούς που προκάλεσαν η υγειονομική κρίση και ο διεθνής ανταγωνισμός, δηλαδή την πτώση των πωλήσεων στα μεγάλα ψάρια, στο κανάλι του HORECA και την πίεση στις τιμές.
Ήδη από το 2ο εξάμηνο του 2021 παρατηρήθηκαν, σύμφωνα με τον κ. Τουραλιά, ανατιμήσεις στο κόστος της ενέργειας και των μεταφορών με αποτέλεσμα να παρασύρουν και όλες τις υπόλοιπες εισροές της παραγωγικής διαδικασίας (πρώτες ύλες ιχθυοτροφών, οξυγόνο, ιχθυοκιβώτια, μεταφορές). «Αυτό συνακόλουθα προκάλεσε σημαντική αύξηση στο συνολικό κόστος παραγωγής μας, που μέχρι σήμερα ανέρχεται τουλάχιστον σε 25%. Η ανασφάλεια των Ελλήνων παραγωγών, από την αύξηση του κόστους των ιχθυοτροφών, η οποία θα ξεπεράσει το 40%, εδράζεται πρωτίστως στη διασφάλιση της επάρκειας των πρώτων υλών για την παραγωγή τους» τονίζει ο κ. Τουραλιάς.
Σήμερα, υπό το πρίσμα των πρόσθετων βραχυπρόθεσμων και μεσοπρόθεσμων επιπτώσεων από την Ρωσική εισβολή, οι εταιρείες του κλάδου έρχονται αντιμέτωπες με μία νέα πρόκληση. Σύμφωνα με τον κ. Τουραλιά, οι επιπτώσεις στον κλάδο από την ενεργειακή κρίση και τον πόλεμο στην Ουκρανία έχουν ήδη συζητηθεί στο Συμβούλιο Αλιείας της ΕΕ και έχει αποφασιστεί ότι θα εξεταστούν μέτρα στήριξης για τον κλάδο, κυρίως με την ενεργοποίηση του άρθρου που αφορά τις αποζημιώσεις των επιχειρήσεων σε τομείς της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας για διαφυγόν εισόδημα ή πρόσθετο κόστος. Επίσης, έχει ενημερωθεί η πολιτική ηγεσία του ΥΠΑΑΤ και έχει δεσμευτεί σε μέτρα οικονομικής στήριξης του κλάδου κυρίως από ευρωπαϊκούς πόρους.
Εστιάζοντας στο οικονομικό αποτύπωμα της πανδημίας στον κλάδο των ιχθυοκαλλιεργειών, ο κ. Τουραλιάς αναφέρει ότι ο κλάδος, όπως άλλωστε και το σύνολο της οικονομίας και της κοινωνίας, επηρεάστηκε όπως ήταν αναμενόμενο από την πανδημία, αλλά ανταπεξήλθε με επιτυχία. «Παρά το γεγονός ότι για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα οι εξαγωγές μας περιορίστηκαν, καταφέραμε να ισορροπήσουμε, να αξιοποιήσουμε την αύξηση της οικιακής κατανάλωσης και σταδιακά να αποκαταστήσουμε το επίπεδο των πωλήσεών μας. Τόσο η διαχείριση της παραγωγής όσο και η λειτουργία της εφοδιαστικής αλυσίδας δοκιμάστηκαν, αλλά στο τέλος της ημέρας λειτούργησαν αποτελεσματικά, χάρη στην αφοσίωση όλων των εργαζομένων του κλάδου» υπογραμμίζει.
Το 2021 έκλεισε με αύξηση των πωλήσεων και των εξαγωγών, καθώς η κατανάλωση φαίνεται να επανέρχεται, και σε ορισμένες χώρες να ξεπερνάει, τα προ COVID επίπεδα χωρίς όμως να είμαστε ικανοποιημένοι από τα επίπεδα των τιμών που διαμορφώθηκαν. Οι εξαγωγές το 2021 ανήλθαν σε 100.300 τόνους, αξίας 499 εκατ. ευρώ καταγράφοντας αύξηση 9% ως προς τον όγκο και την αξία. Προσθέτει επίσης ότι «τα πρώτα στοιχεία για το 2022 είναι ενθαρρυντικά, αλλά σίγουρα οι διεθνείς εξελίξεις μετά την Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία μάς προβληματίζουν και θέτουν τον κλάδο σε συνεχή εγρήγορση. Η ανθεκτικότητά των εταιρειών του κλάδου δοκιμάζεται έντονα για 3η συνεχή χρονιά».
Ανταγωνιστικό πλεονέκτημα η ποιότητα των ελληνικών ψαριών
Αναφερόμενος στον ανταγωνισμό, ο κ. Τουραλιάς επισημαίνει ότι σε γενικές γραμμές, διατηρείται στα ίδια επίπεδα με το προηγούμενο έτος. Οι μεταβολές στην ευρωπαϊκή παραγωγή είναι μικρές και δεν επηρεάζουν τις ελληνικές πωλήσεις. Ωστόσο, σημειώνει: «Αυτό όμως που μας απασχολεί συνολικά είναι η συστηματική αύξηση της τουρκικής παραγωγής, η οποία αυτή τη στιγμή εκτιμούμε ότι προσεγγίζει τους 200.000 τόνους ετησίως.
Είναι βέβαιο ότι μέρος αυτής της παραγωγής θα τη βρούμε ‘‘απέναντί” μας στις μεγάλες αγορές της Δυτικής Ευρώπης, όπου ο ανταγωνισμός, κυρίως στο πεδίο των τιμών είναι σκληρός. Από την πλευρά μας, σε ότι αφορά τις εταιρείες-μέλη της ΕΛΟΠΥ, που αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 80% της εγχώριας παραγωγής, κινούμαστε στα επίπεδα των 120.000 τόνων ετησίως, έχοντας βέβαια ως βασικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα την κορυφαία ποιότητα των ψαριών μας, που στηρίζεται στα διάφανα νερά μας, στην τεχνογνωσία μας αλλά και στα αυστηρότατα ευρωπαϊκά πρότυπα που ακολουθούμε σε όλα τα στάδια της διαδικασίας παραγωγής και της διακίνησης».
Τονίζει επίσης ότι το 2021 εισάχθηκαν στην Ελλάδα από την Τουρκία σχεδόν 12.000 τόνοι τσιπούρας και λαβρακιού. Από αυτή την ποσότητα εκτιμάται ότι μόλις οι 1.000 τόνοι καταναλώθηκαν στην ελληνική επικράτεια. Η υπόλοιπη ποσότητα διοχετεύτηκε στις ευρωπαϊκές αγορές αξιοποιώντας το δίκτυο διάθεσης των ελληνικών ψαριών. Η εκτίμηση των συνολικών πωλήσεων της Τουρκίας για το 2021 είναι 155.000 τόνοι (στοιχεία FEAP).
Κορυφαία προτεραιότητα του κλάδου εξακολουθεί να αποτελεί η ολοκλήρωση του χωροταξικού σχεδιασμού με την ίδρυση των Περιοχών Οργανωμένης Ανάπτυξης των Υδατοκαλλιεργειών (ΠΟΑΥ), καθώς θα ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα των υφιστάμενων επιχειρήσεων, συμβάλλοντας στην προσέλκυση νέων επενδύσεων, αλλά και στην περαιτέρω βιώσιμη ανάπτυξή του. Σημειώνεται πως ο κλάδος παράγει σήμερα το 90% της μέγιστης αδειοδοτημένης δυναμικότητας της χώρας και υπό τις παρούσες συνθήκες δεν μπορεί να εφαρμοστεί καμία αποτελεσματική αναπτυξιακή στρατηγική.
Όπως αναφέρει ο κ. Τουραλιάς, μετά από διαδοχικές παρατάσεις, έχουν ιδρυθεί μόλις 4 από τις 23 ΠΟΑΥ ιχθυοκαλλιέργειας. Είναι, λοιπόν, απαραίτητο αλλά και επείγον, η εκπεφρασμένη πολιτική βούληση για την αειφόρο ανάπτυξη του κλάδου να μετατραπεί σε πράξη. «Είναι πλέον αντιληπτό απ’ όλους ότι με την καθυστέρηση της ίδρυσης των ΠΟΑΥ, σε εθνικό επίπεδο, δεν μπορεί να επιτευχθεί ο αναπτυξιακός στόχος που έχει τεθεί στο Πολυετές Εθνικό Στρατηγικό Σχέδιο για την Υδατοκαλλιέργεια, ενώ σε εταιρικό επίπεδο, δεν μπορούν οι εταιρείες του κλάδου να προχωρήσουν σε επενδύσεις, μετεγκαταστάσεις και γενικότερα στην αναδιαμόρφωση του παραγωγικού μοντέλου, όπου είναι χωροταξικά εφικτό, με απώτερο στόχο τη δημιουργία οικονομιών κλίμακας» , τονίζει.
Η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια, μετρώντας ήδη πάνω από τρεις δεκαετίες συνεχούς ανάπτυξης και εξέλιξης, συγκαταλέγεται σήμερα ανάμεσα στους κορυφαίους εξαγωγικούς κλάδους της χώρας, συμβάλλοντας θετικά στο ΑΕΠ και στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας. Είναι γεγονός πως η συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση για προϊόντα υδατοκαλλιέργειας δημιουργεί ευνοϊκές προϋποθέσεις για την περαιτέρω ανάπτυξη του κλάδου.
Σήμερα, το 60% της παραγωγής αλιευμάτων στην Ελλάδα προέρχεται από την ιχθυοκαλλιέργεια και αν αναλογιστούμε πως η αλιεία έχει πλέον φτάσει στο ανώτατο όριο των προϊόντων που μπορεί να προσφέρει, η υδατοκαλλιέργεια είναι η πλέον βιώσιμη λύση. «Το μεγάλο μας όπλο είναι το ίδιο το προϊόν μας: το ελληνικό ψάρι ιχθυοκαλλιέργειας αποτελεί ένα τρόφιμο υψηλής ποιότητας και διατροφικής αξίας, με χαμηλό περιβαλλοντικό αποτύπωμα και μάλιστα σε προσιτές τιμές.
Το εξαιρετικό αυτό προϊόν, σε συνδυασμό με την πολυετή πείρα, την κορυφαία τεχνογνωσία, τις σοβαρές υποδομές και το εξαιρετικά καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό θα καταστήσουν τον κλάδο πρωταγωνιστή της ‘‘γαλάζιας ανάπτυξης” για τη χώρα μας», υπογραμμίζει ο κ. Τουραλιάς συμπληρώνει:
«Παρά τις τεράστιες αντικειμενικές δυσκολίες που αντιμετωπίσαμε και συνεχίζουμε να αντιμετωπίζουμε, οι εταιρείες-μέλη της ΕΛΟΠΥ έχουν συνειδητοποιήσει πως μόνο με τολμηρά βήματα και δυνατές συνέργειες με κρατικούς και ιδιωτικούς φορείς μπορεί να διαμορφωθεί μια βιώσιμη αναπτυξιακή πορεία καθιστώντας το ψάρι ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας εθνικό προϊόν».