Από την έντυπη έκδοση
Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]
Ακρίβεια και εξασφάλιση αποθεμάτων είναι τα δύο βασικά ζητήματα που καλείται να αντιμετωπίσει ο κλάδος τροφίμων, ποτών και λοιπών βασικών καταναλωτικών ειδών, καθώς μέσα στην πληθωριστική καταιγίδα προστίθεται και η αβεβαιότητα στην επάρκεια κυρίως των απαραίτητων πρώτων υλών.
«Το βασικό είναι να εξασφαλίσουμε ότι θα υπάρχουν προϊόντα και μετά έρχεται η κοστολόγηση» αναφέρουν στη «Ν» στελέχη της βιομηχανίας τροφίμων, προσθέτοντας ότι «το μείζον είναι η διατήρηση απρόσκοπτης της τροφοδοσίας σε όλα τα κανάλια».
Η αγορά διατηρεί την ψυχραιμία της, ωστόσο κανείς δεν μπορεί να ξέρει πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα, καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία διαρκεί ήδη έναν μήνα και από εδώ και πέρα οι συνθήκες γίνονται ακόμα πιο δύσκολες.
Ενδεικτική είναι η αβεβαιότητα για τη νέα καλλιεργητική περίοδο στην εμπόλεμη ζώνη και το ενδεχόμενο να μην υπάρξει καμία καλλιέργεια. «Αυτή τη στιγμή πρέπει να γίνουν προβλέψεις για παραγγελίες προκειμένου να καλυφθούν όλα τα ενδεχόμενα. Αυτό επηρεάζει τις τιμές των εμπορευμάτων και τη ρευστότητα των επιχειρήσεων, όμως κανείς δεν μπορεί να ρισκάρει να μην κλείσει μια συμφωνία για να εξασφαλίσει πρώτες ύλες» σημειώνουν τα ίδια στελέχη.
Οι πιέσεις σε ό,τι αφορά την επάρκεια και το κόστος των πρώτων υλών συμπαρασύρουν όλη την αλυσίδα από το χωράφι στο ράφι και δυστυχώς τα μηνύματα παραμένουν δυσοίωνα.
Σύμφωνα με το μηνιαίο ενημερωτικό δελτίο τιμών αγροτικών προϊόντων της Τράπεζας Πειραιώς, για τα σιτηρά η αγορά αναμένει ενίσχυση των ανοδικών πιέσεων, καθώς ανησυχεί για την έκταση της διαταραχής στην Ουκρανία και την ανοιξιάτικη φύτευση καλ-
λιεργειών στην περιοχή. Για τη ζάχαρη, η αγορά εκτιμά πιθανό έλλειμμα το 2022/23, ευνοώντας την τιμή της.
Για το βαμβάκι, η αυξημένη ζήτηση από την Κίνα και η παρατεταμένη ξηρασία στη Νότια Αμερική επιδρούν θετικά στην τιμή του. Το υψηλό κόστος ζωοτροφών πιθανά να περιορίσει την προσφορά βόειου κρέατος, με ενίσχυση της τιμής του. Το ρύζι δύναται να υποκαταστήσει το ακριβό σιτάρι, λόγω της σχετικά χαμηλής τιμής του, στο πλαίσιο της παγκόσμιας επισιτιστικής ασφάλειας.
Σε ό,τι αφορά τις τελικές τιμές στο ράφι, στελέχη της βιομηχανίας τροφίμων εκτιμούν ότι «η πορεία των τιμών ακολουθεί την πορεία του πληθωρισμού. Αυτή τη στιγμή η μέση σταθμισμένη ανατίμηση στο καλάθι κυμαίνεται στο 6%-7%, ποσοστό που δύναται να αγγίξει το 10% το προσεχές διάστημα».
Κανένας πανικός
Από πλευράς των λιανεμπόρων σημειώνεται ότι «μέχρι στιγμής δεν τίθεται θέμα ελλείψεων στο ράφι. Οι κινήσεις που γίνανε από κάποιους παίκτες για επιβολή πλαφόν σε είδη όπως ηλιέλαιο και άλευρα είναι περισσότερο προληπτικές στην κατεύθυνση της βέλτιστης διαχείρισης των αποθεμάτων.
Οι καταναλωτές εξάλλου δεν εμφανίζουν συμπεριφορές αγορών πανικού όπως π.χ. τον Μάρτιο του 2020 με το ξέσπασμα της πανδημίας. Εξάλλου, κατασταλτικός παράγοντας στη δεδομένη χρονική περίοδο για στοκάρισμα των καταναλωτών είναι η ακρίβεια, καθώς το επιβαρυμένο εισόδημα δεν επιτρέπει μεγάλα ανοίγματα ούτε στο καλάθι της νοικοκυράς.
Για το θέμα των ανατιμήσεων, όλη η αγορά βιώνει μια πρωτόγνωρη συνθήκη. Όλοι κάνουν προσπάθεια για να συγκρατηθεί το κύμα ακρίβειας. Ούτε η βιομηχανία ούτε οι αλυσίδες ευνοούνται από αυτή τη συνθήκη, αντίθετα η “πίτα” της αγοράς συρρικνώνεται και ο ανταγωνισμός σε μια ιδιαίτερα προκλητική συγκυρία εντείνεται».
Η κατανάλωση
Σε ό,τι αφορά την πορεία της κατανάλωσης, τα στοιχεία της Nielsen υποδεικνύουν ότι τα ταχυκίνητα καταναλωτικά προϊόντα κατέγραψαν πτώση 3% σε αξία και 5% σε όγκο τον Φεβρουάριο, όταν, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, ο γενικός δείκτης στην κατηγορία διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά εμφάνισε αύξηση 7,1% σε σχέση με το ίδιο διάστημα πέρυσι.