Από την έντυπη έκδοση
Των Θάνου Τσίρου και Νίκου Μπέλλου
Βήματα πίσω από την πάγια θέση του ΔΝΤ, για την άμεση απομείωση του ελληνικού χρέους, έκανε η επικεφαλής του Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ, όπως προκύπτει από δηλώσεις της μετά τη χθεσινή συνάντηση που είχε με την καγκελάριο Άγκελα Μέρκελ.
Ειδικότερα, ανέφερε πως η όποια αναδιάρθρωση του χρέους -που δεν θα είναι κούρεμα, αλλά μειώσεις επιτοκίων και επιμήκυνση διάρκειας δανείων- θα γίνει σε συνάρτηση με την πρόοδο των μεταρρυθμίσεων, σημειώνοντας πως προέχουν οι μεταρρυθμίσεις. Είναι σαφές πως οι χθεσινές δηλώσεις της ταυτίζονται με τις δημόσιες δηλώσεις του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, κάτι που σημαίνει ότι η υπόθεση της άμεσης ρύθμιση του χρέους, με τον προσδιορισμό των μεσοπρόθεσμων μέτρων, μετατίθεται για αργότερα.
Με τον τρόπο αυτό θα αποτελεί και μια διαρκή πίεση προς την Ελλάδα για να εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις, ώστε να λάβει, πιθανότατα με τη λήξη του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018, τη μείωση του χρέους.
Άλλωστε, πρέπει να σημειωθεί πως και οι ανακοινώσεις για το χρέος μετά το Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου ήταν εξαιρετικά θολές.
Συνάντηση με θέμα την Ελλάδα
Αναλυτικότερα, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες το ΔΝΤ θα μπορούσε να συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα ανέλυσε η Κριστίν Λαγκάρντ μετά τη συνάντησή της με την Άγκελα Μέρκελ, σημειώνοντας ότι χρειάζεται ακόμη πολλή δουλειά ώστε να μπορέσει να παρουσιάσει ένα σχέδιο για την Ελλάδα στο συμβούλιο του Ταμείου.
Όπως είπε η κα Λαγκάρντ σε συνέντευξή της στο ARD, συζήτησε με τη Γερμανίδα καγκελάριο τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα, ενώ ανέφερε ότι δεν χρειάζεται κούρεμα προς το παρόν. «Είμαστε πολύ πιο σίγουροι μετά την πρόοδο που έχει σημειώσει η Ελλάδα, συμφωνώντας με τους θεσμούς να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις που έχουμε ώστε να συμμετάσχουμε στο πρόγραμμα», σημείωσε η επικεφαλής του ΔΝΤ, σύμφωνα με το Reuters.
Παράλληλα, σημείωσε ότι «η Ελλάδα έχει υποστεί υπερβολική λιτότητα», προσθέτοντας ότι οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να διασφαλίσουν ότι η χώρα μπορεί να σταθεί στα πόδια της.
Ωστόσο, η κα Λαγκάρντ υπογράμμισε ότι οι δύο προϋποθέσεις για συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα είναι οι μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό και το φορολογικό, καθώς και η αναδιάρθρωση του χρέους.
«Οι συνθήκες όσον αφορά τις μεταρρυθμίσεις δείχνουν καλές» ανέφερε, αλλά όσον αφορά την αναδιάρθρωση του χρέους είπε ότι έχει ήδη συζητηθεί επί της αρχής μεταξύ της Αθήνας και των δανειστών. «Προφανώς, το δεύτερο σκέλος είναι το επίπεδο χρέους που μπορεί να αντέξει η χώρα και η ορθή αναδιάρθρωσή του. Ο όγκος της αναδιάρθρωσης θα εξαρτηθεί ξεκάθαρα από το πόσες μεταρρυθμίσεις έχουν υλοποιηθεί, πόση πρόοδος έχει υπάρξει και πόσο ισχυρή είναι η ελληνική οικονομία στο τέλος του προγράμματος» τόνισε.
Δηλαδή, εξήγησε, «αυτό που θα χρειαστεί δεν είναι ένα κούρεμα, εάν υλοποιηθούν οι μεταρρυθμίσεις, αλλά σημαντική επέκταση των ωριμάνσεων, σημαντική μείωση των επιτοκίων και αυτά θα πρέπει να συζητηθούν με λεπτομέρειες, καθώς θα σημειώνεται πρόοδος στο μέτωπο των μεταρρυθμίσεων».
Την ίδια ώρα, η κυβέρνηση καθορίζει τα περιθώρια ελιγμών στη διάρκεια της διαπραγμάτευσης, αλλά και τις «κόκκινες γραμμές» σε κομβικά θέματα που παραμένουν ανοιχτά.
Με δεδομένη πλέον την υποχώρηση στο θέμα της μείωσης του αφορολογήτου και της περικοπής των υφιστάμενων συντάξεων, η ελληνική ομάδα κατεβαίνει από την Τρίτη στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με βασική επιδίωξη να αποφύγει τη νομοθέτηση μέτρων που θα ισχύσουν από την 1/1/2018, τη λήψη αποφάσεων που θα παραπέμπουν σε σταδιακή επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, αλλά και την ψήφιση φορολογικών απαλλαγών που θα «στοχεύουν» κατά κύριο λόγο σε αυτούς που θα θιγούν περισσότερο από τη μείωση του αφορολόγητου. Με αυτά τα δεδομένα, οι βασικές επιδιώξεις της ελληνικής πλευράς φέρεται να είναι πλέον οι εξής:
- Να περιορίσει ή και να μηδενίσει το δημοσιονομικό κενό για το 2018, ώστε να αποφύγει τη νομοθέτηση μέτρων με ημερομηνία ισχύος την 1η Ιανουαρίου 2018. Αρμόδιες κυβερνητικές πηγές έλεγαν στη «Ν» ότι για το συγκεκριμένο θέμα υπάρχει αισιοδοξία εξαιτίας της μεγάλης υπεραπόδοσης που καταγράφεται στα στοιχεία του 2016. Τον Δεκέμβριο, οπότε και διακόπηκαν οι διαβουλεύσεις σε επίπεδο «Athens Group», οι θεσμοί επέμεναν στην ύπαρξη δημοσιονομικού κενού της τάξεως των 700 εκατ. ευρώ. Φυσικά, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί ζητούσαν αυτά τα 700 εκατ. ευρώ για να φτάσει το πρωτογενές πλεόνασμα του 2018 στο 3,5% του ΑΕΠ, ενώ το ΔΝΤ ζητούσε το ίδιο ποσό μέτρων για να εξασφαλιστεί πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ. Η ελληνική πλευρά, έχοντας πλέον στα χέρια της τα οριστικά στοιχεία για τα οικονομικά αποτελέσματα του 2016, κατεβαίνει στη διαπραγμάτευση με το επιχείρημα ότι δεν τίθεται θέμα πλέον δημοσιονομικού κενού για το 2018, καθώς οι προβολές δείχνουν ότι το πλεόνασμα κατά το συγκεκριμένο έτος θα ξεπεράσει τον στόχο του 3,5% φτάνοντας στο 3,8%. Αν επιβεβαιωθούν οι αισιόδοξες ελληνικές εκτιμήσεις, οι φορολογούμενοι θα γλιτώσουν ένα πακέτο μέτρων το οποίο θα περιλάμβανε -μεταξύ άλλων- την αυστηροποίηση των εισοδηματικών κριτηρίων για σειρά κοινωνικών επιδομάτων όπως το επίδομα θέρμανσης, την κατάργηση της έκπτωσης του 1,5% που γίνεται σε μισθωτούς και συνταξιούχους λόγω παρακράτησης φόρου, την κατάργηση της έκπτωσης φόρου για τις ιατρικές δαπάνες κ.λπ.
- Να φέρει όσο το δυνατόν πιο κοντά στον χρόνο την επέκταση των κλαδικών συμβάσεων εργασίας. Η ελληνική πλευρά θέλει η δεσμευτική ισχύς της εκάστοτε κλαδικής σύμβασης σε όλες τις εταιρείες ενός συγκεκριμένου κλάδου (σ.σ.: ανεξάρτητα από το αν αυτή η επιχείρηση εκπροσωπείται ή όχι από το συλλογικό όργανο του εργοδότη) να ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 2018, ενώ οι θεσμοί φέρονται να αντιπροτείνουν την αναβολή για μετά τη λήξη του 3ου μνημονίου, δηλαδή για μετά τον Αύγουστο του 2018. Η επέκταση των κλαδικών συμβάσεων από την 1η Ιανουαρίου 2018 θα επιτρέψει στην κυβέρνηση να υποστηρίξει δημόσια ότι έκανε ένα σημαντικό βήμα στην κατεύθυνση της αποκατάστασης των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Βασική «γραμμή» της ελληνικής κυβέρνησης στα εργασιακά είναι και το να μην υπαναχωρήσει στο αίτημα του ΔΝΤ για πλήρη απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων και η μόνη αλλαγή να περιοριστεί στην άρση του υπουργικού βέτο.
- Να περιορίσει την έκταση της φορολογικής και της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης που έχει συμφωνηθεί να γίνει μετά το 2019. Το ΔΝΤ θα επιδιώξει από τη μείωση του αφορολόγητου και την περικοπή των συντάξεων να εξοικονομηθούν πόροι της τάξεως του 2% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου 3,6 δις. ευρώ. Το ελληνικό επιχείρημα θα στηριχτεί και πάλι στις καλύτερες του αναμενομένου δημοσιονομικές επιδόσεις του 2016. Στόχος είναι ο λογαριασμός της φορολογικής μεταρρύθμισης να μην ξεπεράσει το 1%, κάτι που σημαίνει ότι από την εφαρμογή της κλίμακας φορολογίας εισοδήματος που θα εφαρμοστεί για τη φορολόγηση των εισοδημάτων του 2019 θα πρέπει να εξοικονομηθεί ποσό περίπου 1,8 δισ. ευρώ ή 1% του ΑΕΠ.
- Να διατηρήσει για λογαριασμό της το δικαίωμα επιλογής των φορολογικών μέτρων που θα χρησιμοποιηθούν ως «αντιστάθμισμα» για τη μείωση του αφορολόγητου. Η ελληνική πλευρά θέλει να αποφύγει την πολιτική του ΔΝΤ, το οποίο ζητάει τα χρήματα που θα εξοικονομηθούν από την περικοπή του αφορολόγητου να διατεθούν για τη χρηματοδότηση της μείωσης του συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων καθώς της μείωσης των υψηλότερων συντελεστών της φορολογικής κλίμακας.
- Να μεταφέρει την ασφαλιστική μεταρρύθμιση -δηλαδή την περικοπή των συντάξεων- για το χρονικό διάστημα από το 2020 έως το 2025 ώστε η περικοπή του διαθέσιμου εισοδήματος των υφιστάμενων συνταξιούχων να γίνει όσο το δυνατόν αργότερα και όσο το δυνατόν πιο σταδιακά. Επίσης, η κυβέρνηση δεν θέλει να δεσμευτεί για κατάργηση της προσωπικής διαφοράς καθώς αυτό θα φέρει σημαντικές περικοπές αποδοχών ακόμη και σε συνταξιούχους με χαμηλές συντάξεις. Ειδικά συνταξιούχοι ελεύθεροι επαγγελματίες του πρώην ΤΕΒΕ που σήμερα έχουν συντάξεις των 700-800 ευρώ, με την κατάργηση της προσωπικής διαφοράς κινδυνεύουν να χάσουν πάνω από το 35%-40% της σύνταξής τους. Επιδίωξη της ελληνικής πλευράς θα είναι να αποφασίσει εκείνη για το πώς θα εξοικονομηθεί το απαιτούμενο κονδύλι από την περικοπή των συντάξεων ώστε να προστατευτούν οι έχοντες τις χαμηλότερες συντάξεις είτε με τη μη μείωση του εισοδήματός τους, είτε με την εξασφάλιση αντισταθμιστικών μέτρων όπως η παροχή κοινωνικών επιδομάτων (π.χ. μικρότερη συμμετοχή σε φάρμακα κ.λπ.).
- Να «παζαρέψει» τον στόχο των πρωτογενών πλεονασμάτων για την περίοδο μετά το 2019. Η ελληνική πλευρά θέλει ή πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 3,5% για τρία χρόνια (2019, 2020 και 2021) ή πρωτογενές πλεόνασμα 3% του ΑΕΠ για 3 έως 5 χρόνια. Η δεύτερη λύση δημιουργεί «δημοσιονομικό χώρο» περίπου 900-1.000 εκατ. ευρώ, ο οποίος μπορεί να αξιοποιηθεί είτε για τη «θωράκιση» των μέτρων φορολογικής ελάφρυνσης που θα συνοδέψουν τη μείωση του αφορολογήτου, είτε για τη χρηματοδότηση επιπρόσθετων μέτρων ανακούφισης των ασθενέστερων τάξεων. Βασικός «αντίπαλος» σε αυτή τη διεκδίκηση θα είναι η Γερμανία η οποία θέλει τα πρωτογενή πλεονάσματα να παραμείνουν στο 3,5% για περισσότερα από 5 χρόνια.