Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Την εκτόξευση του μέσου ετήσιου πληθωρισμού στην Ελλάδα ακόμη και στο 4% -κάτι που σημαίνει ότι σε μηνιαία βάση μπορεί να δούμε αύξηση του δείκτη τιμών καταναλωτή ακόμη και κατά 7%-, την πολύ μεγάλη επιβάρυνση του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας λόγω της εκτόξευσης της τιμής της ενέργειας, την απώλεια τουριστικών εσόδων που μπορούν να φτάσουν ακόμη και στο 5% του συνόλου -ήτοι περίπου 1 δισ. ευρώ-, την επιβάρυνση του πρωτογενούς τομέα της χώρας, αλλά και το ενδεχόμενο αύξησης των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων, που σημαίνει υψηλότερο κόστος δανεισμού για τη χώρα, περιλαμβάνει το δυσμενές σενάριο που επεξεργάζεται το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης.
Μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, αλλά και την «απάντηση» της Δύσης με αντίποινα οικονομικού χαρακτήρα, η επιδείνωση των συνθηκών και σε οικονομικό επίπεδο είναι δεδομένη. Το καθοριστικό στοιχείο θα είναι η διάρκεια και η ένταση των εχθροπραξιών, καθώς και το χρονικό διάστημα κατά το οποίο θα παραμείνουν σε ισχύ τα οικονομικά μέτρα κατά της Ρωσίας.
«Βάση» τα στοιχεία του 2021
Τα δυσμενή σενάρια που επεξεργάζεται το οικονομικό επιτελείο στηρίζονται βέβαια και στα «απολογιστικά» στοιχεία του 2021. Όλα συγκλίνουν στο ότι η βάση πάνω στην οποία θα στηριχτούν οι μεταβολές βασικών οικονομικών μεγεθών κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους θα είναι υψηλότερη σε σχέση με ό,τι είχε προβλεφθεί αρχικά. Σε μακροοικονομικό επίπεδο, αναμένεται ότι η μεταβολή του ΑΕΠ θα ξεπεράσει ακόμη και το 8,5% το 2021, κάτι που σημαίνει ότι όλες οι μεταβολές του 2022 θα υπολογιστούν επί ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος που ενδεχομένως και να ξεπεράσει και τα 180 δισ. ευρώ. Καλύτερη αναμένεται ότι θα είναι η αφετηρία και σε δημοσιονομικό επίπεδο, καθώς το πρωτογενές έλλειμμα εκτιμάται ότι έχει κλείσει για το 2021 στην περιοχή του 6,5% του ΑΕΠ, δηλαδή τουλάχιστον 1 δισ. ευρώ λιγότερο σε σχέση με ό,τι είχε εγγραφεί ως πρόβλεψη στον προϋπολογισμό του 2021.
Ο πληθωρισμός είναι ο «μεγάλος άγνωστος» σε αυτή τη φάση, καθώς ουδείς μπορεί να εκτιμήσει πλέον ούτε τα επίπεδα στα οποία θα σταματήσει το ενεργειακό ράλι ούτε και τη διάρκεια που θα έχει το φαινόμενο.
Ωστόσο, το καθοριστικό στοιχείο είναι ο χρόνος κατά τον οποίο θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα η τιμή του πετρελαίου και η τιμή του φυσικού αερίου. Να σημειωθεί ότι ο πληθωρισμός είναι σχεδόν βέβαιο πλέον ότι θα αρχίσει να αποκλιμακώνεται από το καλοκαίρι και μετά, καθώς η σύγκριση των τιμών της ενέργειας θα γίνεται πλέον με τις εξίσου υψηλές τιμές του καλοκαιριού του 2021. Ωστόσο, αν δεν υπάρξει αποκλιμάκωση των τιμών, η ζημιά στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας και κατά συνέπεια στο ΑΕΠ θα εξακολουθήσει να γίνεται για όλη τη χρονιά. Επίσης, έντονες είναι οι ανησυχίες για δευτερεύοντα πληθωριστικά κύματα τόσο εξαιτίας των μεγάλων ανατιμήσεων στις τιμές των μετάλλων όσο και, κυρίως, της εκτόξευσης των τιμών των τροφίμων, με σημαντικότερες αυτές των σιτηρών και του καλαμποκιού, που συνδέονται άμεσα με τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Οι επιπτώσεις σε κόστος δανεισμού και πρωτογενές έλλειμμα
Ο πληθωρισμός μπορεί να επιβαρύνει τόσο το πρωτογενές έλλειμμα της χώρας όσο και το κόστος δανεισμού. Για τις επιπτώσεις σε δημοσιονομικό επίπεδο, η Ελλάδα ήδη έχει ζητήσει οι δαπάνες για τη στήριξη των νοικοκυριών προκειμένου να καλύψουν το κόστος του ηλεκτρικού και του φυσικού αερίου, να μη συμπεριλαμβάνονται στην εξίσωση του πρωτογενούς ελλείμματος. Από την άλλη, για το αν θα αυξηθεί το κόστος δανεισμού της χώρας κρίσιμη θα είναι η συνεδρίαση της ΕΚΤ τον Μάρτιο. Αν αποφασιστεί ότι δεν θα υπάρξει σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής μέσα στο 2022, τότε είναι πιθανό να μην επιβαρυνθούν σημαντικά οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων.
Όσον αφορά τον τουρισμό, το δυσμενές σενάριο προβλέπει ότι δεν θα υπάρξει καθόλου αύξηση του αριθμού των Ρώσων τουριστών (σ.σ.: μεταφράζεται σε απώλειες περίπου 500 εκατ. ευρώ τον χρόνο) και ότι θα υπάρξουν και επιπτώσεις από μειωμένες αφίξεις και από άλλες χώρες, λόγω αύξησης του κόστους διαβίωσης και σε αυτές με συνέπεια τη μείωση των διαθέσιμων χρημάτων για διακοπές. Προς το παρόν, οι απώλειες έχουν προβλεφθεί περίπου στο 1 δισ. ευρώ, αν και όλα είναι ρευστά.