Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
H διάρκεια των εχθροπραξιών στην Ουκρανία θα είναι το καθοριστικό στοιχείο για την έκταση που θα λάβουν οι οικονομικές συνέπειες και για την Ελλάδα, επισημαίνει ανώτατο στέλεχος του οικονομικού επιτελείου στη «Ν». Στο υπουργείο Οικονομικών, εδώ και αρκετές ημέρες είχαν ετοιμάσει διάφορα σενάρια προκειμένου να ποσοτικοποιηθούν οι επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία και ένα από αυτά -αυτό που τελικώς επιβεβαιώθηκε- προέβλεπε και την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Η ανησυχία πλέον είναι έκδηλη στην κυβέρνηση καθώς όλοι οι βασικοί στόχοι που έχουν τεθεί για φέτος -σημαντική μείωση των πρωτογενών ελλειμμάτων, διατήρηση των πολύ ισχυρών ρυθμών ανάπτυξης και μέσα στο 2022, αλλά και ανάκτηση όλου του χαμένου εδάφους στον τουρισμό μπορούν να τεθούν υπό αμφισβήτηση αν η παγκόσμια κρίση διατηρηθεί. Ήδη, πάντως, είναι σαφής η πρόθεση της κυβέρνησης να υπάρξει πανευρωπαϊκή απάντηση στο πρόβλημα και στο μέτωπο της ενεργειακής επάρκειας και στο μέτωπο της αντιμετώπισης των οικονομικών ζημιών που θα προκαλέσει η εκτόξευση των τιμών στην ενέργεια και στα τρόφιμα.
Το αισιόδοξο σενάριο
Το αισιόδοξο σενάριο Από τη στιγμή που ο Ρώσος πρόεδρος πάτησε τη σκανδάλη, το πιο αισιόδοξο σενάριο σε αυτή τη φάση είναι οι εχθροπραξίες στην Ουκρανία να ολοκληρωθούν το ταχύτερο δυνατό. Σε αυτή την περίπτωση και σε συνδυασμό με μια ενδεχόμενη αναζήτηση λύσης διά της διπλωματικής οδού, θα μπορούσε να υπάρξει αποκλιμάκωση και στις τιμές της ενέργειας. Η παράταση των εχθροπραξιών από την άλλη -πόσο μάλλον η κλιμάκωση της διεθνούς κρίσης- θα μπορούσε να πολλαπλασιάσει και το δημοσιονομικό κόστος για τη στήριξη των νοικοκυριών προκειμένου να ανταποκριθούν στις πολύ υψηλές τιμές του ρεύματος, αλλά και το ίδιο το ΑΕΠ λόγω της εκτόξευσης των τιμών της ενέργειας.
Με την τιμή του πετρελαίου πάνω από τα 100 δολάρια το βαρέλι, το φυσικό αέριο να κινείται χθες ακόμη και πάνω από τα 140 ευρώ η μεγαβατώρα (η ημερήσια αύξηση έφτασε κάποια στιγμή ακόμη και στο +60%) και την τιμή χονδρικής του ηλεκτρικού ρεύματος στην Ελλάδα να εκτινάσσεται χθες και πάλι πάνω από τα 230 ευρώ ανά μεγαβατώρα, ύστερα από αρκετές ημέρες σχετικής ηρεμίας (σ.σ.: με την τιμή να υποχωρεί ακόμη και κάτω από τα 180 ευρώ η μεγαβατώρα έστω και προσωρινά), η «τρύπα» στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας για τις επόμενες εβδομάδες θα λάβει πολύ μεγάλες διαστάσεις καθώς μπορεί να ξεπεράσει ακόμη και τα 1-1,2 δισ. ευρώ ανά μήνα. Το πρόβλημα, όμως, για την ελληνική οικονομία δεν επικεντρώνεται πλέον μόνο στα καύσιμα.
Μεγάλες ανατιμήσεις καταγράφονται το τελευταίο διάστημα στις χρηματιστηριακές αξίες βασικών πρώτων υλών όπως είναι το σιτάρι και το καλαμπόκι (σ.σ.: Ρωσία και Ουκρανία έχουν μερίδιο άνω του 30% επί των παγκόσμιων εξαγωγών των συγκεκριμένων αγαθών). Προβλήματα στη διακίνηση των εμπορευμάτων -ήδη προεξοφλούνται όπως αποτυπώνονται από την πορεία των χρηματιστηριακών τιμών- θα προ καλέσει πληθωριστικό σπιράλ σε πολλά τρόφιμα, κάτι που θα λειτουργήσει αρνητικά για το διαθέσιμο εισόδημα και την κατανάλωση.
Το οικονομικό επιτελείο φοβάται αρνητικές συνέπειες και στον πρωτογενή τομέα εξαιτίας της αύξησης όχι μόνο του ενερ γειακού κόστους, αλλά και των ζωοτροφών και των λιπασμάτων. Τα πολύ απαισιόδοξα σενάρια -αυτά που προβλέπουν παρατεταμένη διάρκεια της κρίσης- «αγγίζουν» ακόμη και τα προσδοκώμενα έσοδα από τον τουρισμό.