Από την έντυπη έκδοση
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Με τον πληθωρισμό να καλπάζει και την ΕΚΤ να αναγνωρίζει ότι είναι πιο επίμονος από ο,τι αρχικά υπολογιζόταν οι αγορές προεξοφλούν εν πολλοίς δύο αυξήσεις επιτοκίων του ευρώ μέσα στο έτος. Και βάζουν στο στόχαστρο και πάλι τις χώρες της περιφέρειας που βλέπουν το κόστος δανεισμού να ανεβαίνει απότομα. Ξένοι αναλυτές μίλησαν στη Ναυτεμπορική για το σήμα, που στέλνουν οι αγορές στην Ελλάδα, πόσο αυτό θα πρέπει να μας ανησυχεί, αλλά και την ανάγκη να υπάρξει «πειστική» απάντηση από την Κριστίν Λαγκάρντ.
Τα ελληνικά κρατικά ομόλογα έχουν δεχθεί ένα σφυροκόπημα το τελευταίο διάστημα, με την απόδοση του 10ετους να σπάει το φράγμα του 2,6%. Αν και τα επίπεδα αυτά είναι σχετικά χαμηλά – αν δει κανείς διαχρονικά την πορεία του κόστους δανεισμού της χώρας- πρόκειται για ραγδαία αύξηση σε σχέση με έναν χρόνο ή και λίγους μήνες νωρίτερα. Τον Φεβρουάριο του 2021 η απόδοση του 10ετους ήταν κοντά στο 0,8% και τον Δεκέμβριο της περασμένης χρονιάς στο 1,3%. Το «γερακίσιο» σήμα που έστειλε η ΕΚΤ στην τελευταία συνεδρίασή της ήταν αρκετό για να «κοπεί» η όρεξη των επενδυτών για έκθεση στο ελληνικό χρέος.
Την ώρα που η Κριστίν Λαγκάρντ παραχωρούσε συνέντευξη Τύπου η απόδοση του ομολόγου αναφοράς σκαρφάλωνε στο 1,8%. Την επομένη έκανε νέο άλμα 6% υπερβαίνοντας το 2%. Έκτοτε η πορεία παρέμεινε ανοδική. Ούτε καν η προσπάθεια Λαγκάρντ να βάλει φρένο στις προσδοκίες για επιτοκιακές αυξήσεις (με την πρόσφατη επισήμανσή της ότι αυτές δεν θα έλυναν το πρόβλημα του υψηλού πληθωρισμού) δεν άμβλυναν τις πιέσεις, με την απόδοση του 10ετους να υπερβαίνει πλέον το 2,7%. Εξάλλου άλλα στελέχη φρόντισαν να στείλουν διαφορετικό σήμα: Η Ίζαμπελ Σνάμπελ χτύπησε καμπανάκι για τις «άνευ προηγουμένου» αυξήσεις στις τιμές κατοικιών και τόνισε ότι η ΕΚΤ πρέπει να τις λάβει υπόψη της στις αποφάσεις για τα επιτόκια. Ο Φρανσουά Βιλερουά ντε Γκαλό από την πλευρά του σημείωσε πως οι αγορές κρατικών ομολόγων (μέσω του APP) είναι πιθανόν να λήξουν το τρίτο τρίμηνο του έτους.
Η άνοδος στο κόστος δανεισμού σίγουρα προβληματίζει έντονα τον ΟΔΔΗΧ, που έχει προγραμματίσει να αντλήσει συνολικά 12 δισ. ευρώ μέσα στο έτος από τις αγορές. Έχει προλάβει να δανειστεί ήδη τα 3 δισ. ευρώ με επιτόκιο κοντά στο 1,8% και μένει να φανεί εάν οι εξελίξεις θα φρενάρουν τα επόμενα βήματά του.
Επενδυτικοί οίκοι και οίκοι αξιολόγησης πιστεύουν πως αν και απότομη η άνοδος στις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων δεν συνιστά απειλή για τη βιωσιμότητα του χρέους, που βρίσκεται στο μεγάλο μέρος του στα χέρια του επίσημου τομέα και έχει ευνοϊκό προφίλ. Τα ισχυρά ταμειακά αποθέματα, αλλά και η στήριξη της ΕΚΤ συνιστούν επίσης παράγοντες, που καθησυχάζουν.
Σημειώνουν ωστόσο ότι η διεύρυνση των spread θα μπορούσε να θέσει εμπόδια στην προσπάθεια εξόδου από το καθεστώς junk και την κατάκτηση της πολυπόθητης επενδυτικής βαθμίδας, ενώ συνιστά ένα «καμπανάκι» προς την Ελλάδα να επιμείνει σταθερά στον δρόμο των μεταρρυθμίσεων, αλλά και να επιστρέψει σταδιακά και στον βαθμό που οι συνθήκες το επιτρέπουν, στη δημοσιονομική πειθαρχία.
Επιπλέον, όπως εξηγούν, εντείνει την πίεση στη Λαγκάρντ να δείξει ότι θα κάνει πράξη τα όσα είπε περί ευελιξίας στις επανεπενδύσεις του έκτακτου προγράμματος PEPP, ώστε να θωρακιστούν επαρκώς τα ελληνικά ομόλογα που δεν περιλαμβάνονται στο τακτικό πρόγραμμα APP όσο αξιολογούνται ως junk. Η διάρκεια και o βαθμός ευελιξίας των επανεπενδύσεων του PEPP θα είναι ο παράγοντας κλειδί στη στήριξη της χώρας μας, που δεν προβλέπεται να πιάσει την επενδυτική βαθμίδα πριν το 2023.
ΗSBC – Fabio Balboni
Senior Economist
«Δεν πιστεύουμε ότι η πρόσφατη αύξηση στις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων συνιστά άμεση απειλή. Καθώς το μεγάλο μέρος των δανείων είναι από τον επίσημο τομέα, αλλά και χάρη στη διαχείριση χρέους, το δημόσιο χρέος της Ελλάδα δεν είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένο στην αύξηση των επιτοκίων. Επιπλέον η Ελλάδα ήταν μεταξύ των πρωταγωνιστών της Ευρωζώνης σε όρους απόδοσης, παρά το γεγονός ότι ο τουρισμός «έτρεξε» στο 50% των δυνατοτήτων του. Αυτό υποδεικνύει ισχυρότερες προοπτικές ανάπτυξης, οι οποίες επιτρέπουν στη χώρα να αντέξει το υψηλότερο χρέος» σημειώνει στη Ν ο Fabio Balboni της HSBC, αλλά τονίζει:.
«Ωστόσο η αύξηση των αποδόσεων αποκαλύπτει ότι οι επενδυτές δεν έχουν ακόμη πλήρως πειστεί ότι η Ελλάδα έχει γυρίσει σελίδα στις οικονομικές δυσκολίες της τελευταίας δεκαετίας. Επίσης αφήνουν να εννοηθεί ότι έχουν ορισμένα ερωτήματα σχετικά με τα εργαλεία, που ανακοίνωσε η ΕΚΤ για να στηρίξει την Ελλάδα μετά τη λήξη του PEPP τον Μάρτιο: Συμμεριζόμαστε κάποιες ανησυχίες σχετικά με την αξιοπιστία και την τη δυνατότητα άμεσης εφαρμογής της ευελιξίας στις επανεπενδύσεις (που θα επέτρεπε στην ΕΚΤ να επανεπενδύσει έσοδα από κρατικά ομόλογα άλλων χωρών στα ελληνικά ομόλογα). Επιπλέον, καθώς οι υψηλότερες αποδόσεις αρχίζουν να περνούν στα ελληνικά νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, σε μία περίοδο, που ήδη αντιμετωπίζουν ραγδαίες ανατιμήσεις στους λογαριασμούς ρεύματος, θα μπορούσαν να ανακόψουν την ορμή της ανάκαμψης».
Fitch – αναλυτές
«Οι αυξημένες αποδόσεις θα καταστήσουν την εξυπηρέτηση των νέων ομολόγων, που θα εκδώσει η Ελλάδα, πιο ακριβή υπόθεση. Ωστόσο στον Fitch πιστεύουμε ότι υπάρχουν παράγοντες που απαλύνουν τον αντίκτυπό τους στη βιωσιμότητα του χρέους» σημειώνουν αναλυτές του οίκου σε δήλωσή τους στη Ναυτεμπορική. Όπως εξηγούν το 77% του ελληνικού δημόσιου χρέους είναι στα χέρια του επίσημου τομέα κάτι που σημαίνει ότι το κόστος εξυπηρέτησής του θα παραμείνει χαμηλό και διαχειρίσιμο, ενώ η μέση ωρίμανση του ελληνικού χρέους είναι 20,5 έτη. Να σημειωθεί ότι ο Fitch σε πρόσφατη ανακοίνωσή του επισημαίνει ότι το ελληνικο χρέος «αντέχει» τις αυξημένες αποδόσεις και προβλέπεται να συνεχίσει την πτωτική του πορεία τα επόμενα χρόνια.
Σπυριδούλα Τζίμα – DBRS
Assistant Vice President, Global Sovereign Ratings
«Οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων παρέμειναν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα κατά τη διάρκεια του 2020 και το 2021. Η προσδοκία ότι η ΕΚΤ θα αυξήσει τα επιτόκια, οδηγεί ανοδικά τις αποδόσεις, που όμως εκκινούν από χαμηλό σημείο. Η ΕΚΤ θα συνεχίσει να είναι υποστηρικτική και μετά το τέλος του PEPP, αποτρέποντας μία ραγδαία αύξηση στο κόστος δανεισμού. Είναι όμως σημαντικό να επισημάνουμε ότι οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης και η επιστροφή στη δημοσιονομική πειθαρχία θα στηρίξουν περαιτέρω τη βιωσιμότητα του χρέους. Όσο πιο ισχυρά είναι τα οικονομικά θεμελιώδη της Ελλάδας τόσο πιο χαμηλό θα είναι το premium κινδύνου που θα ζητούν οι επενδυτές για να διακρατούν ελληνικά ομόλογα».
Dennis Shen – Scope Ratings
Director, Sovereign and Public Sector
«Η πρόσφατη διεύρυνση των spread συνιστά πρόκληση για την πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας, που βαθμολογείται με ΒΒ+ (ένα σκαλοπάτι κάτω από την επενδυτική βαθμίδα), αν και η ονομαστική απόδοση του 2,5% στο 10ετές παραμένει μετριοπαθής σε σχέση με τα ιστορικά στάνταρντς και δεν εμποδίζουν από μόνες τους την πτωτική πορεία του χρέους τα επόμενα χρόνια. Εκτιμούμε ότι το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ έχει υποχωρήσει στο 198,7% το 2021 από 206,3% το 2020 και θα υποχωρήσει περαιτέρω κοντά στο 180% έως το 2026 – εφόσον δεν υπάρξουν σε αυτό το διάστημα σοβαρά εμπόδια στην ανάκαμψη.
Η επίδραση της ΕΚΤ (ECB put) για την Ελλάδα και άλλα ευάλωτα κράτη – δανειολήπτες στο πλαίσιο του PEPP αποτελεί ένα μαξιλάρι, όπως και η προοπτική παρέμβασης της ΕΚΤ σε περίπτωση πιο αισθητής αύξησης των αποδόσεων.
Περιμένουμε από την ΕΚΤ να παραμείνει διατεθειμένη να παρέμβει στις αγορές μέσω επιλεκτικών κινήσεων, όπως είπε στη συνεδρίαση του Δεκεμβρίου, αν και η απόσυρση της νομισματικής στήριξης θα έρθει μάλλον νωρίτερα, με αύξηση των επιτοκίων το τέταρτο τρίμηνο του 2022 ή το αργότερο στις αρχές του 2023.
Η ευελιξία στο PEPP για επιτάχυνση των καθαρών αγορών ομολόγων διατηρείται και μετά τον Μάρτιο του 2022 ώστε να στηριχθούν χώρες όπως η Ελλάδα, σε περίπτωση ανάγκης. Αυτό σημαίνει πως η ΕΚΤ, ακόμη και εάν ευλόγως προβεί σε πιο σφιχτή πολιτική, διατηρεί τη δυνατότητα να τη χαλαρώσει προσωρινά για ορισμένες χώρες, όπως η Ελλάδα για να αποτρέψει την ανεξέλεγκτη άνοδο των αποδόσεων. Ακόμη και εάν η ΕΚΤ ανεχτεί για κάποιο διάστημα υψηλότερες αποδόσεις στα κρατικά ομόλογα, είναι λιγότερο πιθανό να ανεχτεί μεγάλη διεύρυνση στα spread των ελληνικών ομολόγων έναντι των γερμανικών.
Μακροπρόθεσμα για να διατηρηθεί η δυνατότητα αντιμετώπισης της κρίσης και να καμφθούν οι ανησυχίες των επενδυτών ότι το «ECB put» θα χαθεί για την Ελλάδα μόλις λήξουν οι επανεπενδύσεις του PEPP, είναι αναγκαία μία πιο μόνιμη «contingent option» στην αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης που θα επιτρέπει στην ΕΚΤ για τη στήριξη συγκεκριμένων χωρών αν οι συνθήκες στις αγορές το απαιτούν».