Της Ραλλούς Αλεξοπούλου
[email protected]
Επιπλέον αύξηση στα ετήσια εισοδήματα η οποία θα κυμαίνεται από μερικές δεκάδες έως και εκατοντάδες ευρώ, ανάλογα με το ύψος αυτών, θα μπορούν να δουν οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι συνταξιούχοι εφόσον η κυβέρνηση προχωρήσει στην κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης από το 2023. Όλα θα εξαρτηθούν από τα δημοσιονομικά περιθώρια που θα υπάρχουν στον προϋπολογισμό του 2023. Αυτό ξεκαθάρισε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης σε συνέντευξη του στον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΙ επισημαίνοντας παράλληλα ότι κανένα μέτρο δεν θα λαμβάνεται χωρίς μέτρημα.
Σήμερα, η επιβολή της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης έχει ανασταλεί μέχρι το τέλος του 2022 για τους μισθούς που εισπράττουν οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα, καθώς επίσης και για τα εισοδήματα του 2021 τα οποία προέρχονται από επιχειρηματικές-αγροτικές δραστηριότητες, από εκμετάλλευση ακινήτων και από κινητές αξίες και τα οποία πρόκειται να φορολογηθούν φέτος. Αντίθετα διατηρείται για τους εργαζόμενους στο Δημόσιο και τους συνταξιούχους, οι οποίοι δεν επλήγησαν από την πανδημία, καθώς τα εισοδήματά τους έμειναν αλώβητα.
Εφόσον η κυβέρνηση αποφασίσει από το επόμενο έτος να επεκτείνει την εφαρμογή του μέτρου αυτού σε όλους ανεξαιρέτως τους φορολογούμενους, τότε από τον Ιανουάριο του 2023 αύξηση θα δουν:
* πολιτικοί δημόσιοι υπάλληλοι
* δημόσιοι λειτουργοί, δηλαδή οι στρατιωτικοί, οι αστυνομικοί, οι πυροσβέστες, οι λιμενικοί, οι δικαστικοί, οι ιατροί του ΕΣΥ, οι πανεπιστημιακοί, οι ερευνητές και οι λοιποί δημόσιοι λειτουργοί
* συνταξιούχοι
* μέλη της κυβέρνησης, οι βουλευτές, οι γενικοί και ειδικοί γραμματείς, οι περιφερειάρχες, οι δήμαρχοι και τα στελέχη των επιχειρήσεων και των οργανισμών του δημοσίου τομέα.
Το κόστος στον κρατικό προϋπολογισμό από την συγκεκριμένη παρέμβαση ανέρχεται σε 1,2 δισ. ευρώ. Καθοριστικό ρόλο για να προχωρήσει η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης θα παίξουν οι αποφάσεις που θα ληφθούν εντός του έτους για τους δημοσιονομικούς κανόνες που θα ισχύσουν για τα κράτη –μέλη της Ε.Ε. από το 2023.
Υπενθυμίζεται ότι η ειδική εισφορά αλληλεγγύης, υπολογίζεται με προοδευτική κλίμακα συντελεστών κυμαινόμενων από 2,2% έως και 10%, σε όσους φορολογούμενους αποκτούν συνολικό ετήσιο εισόδημα (άθροισμα φορολογούμενων και απαλλασσόμενων εισοδημάτων από διάφορες πηγές) μεγαλύτερο των 12.000 ευρώ. Επίσης επιβάλλεται στο άθροισμα όλων των εισοδημάτων του υπόχρεου ή στο τεκμαρτό, εάν αυτό είναι μεγαλύτερο.
Για παράδειγμα φορολογούμενος με πραγματικό εισόδημα 11.000 ευρώ, γλιτώνει την ειδική εισφορά αλληλεγγύης. Αν όμως βαρύνεται με τεκμήρια ύψους 13.000 ευρώ, θα πληρώσει ειδική εισφορά αλληλεγγύης, για το ποσό των 13.000 ευρώ.
Η κατάργηση της θα έχει ως αποτέλεσμα οι φορολογούμενοι να έχουν όφελος από 22 ευρώ ετησίως για εισόδημα 12.000 ευρώ και μπορεί να φτάσει ακόμα και τα 676 ευρώ για εισόδημα 30.000 ευρώ. Δηλαδή ένας δημόσιος υπάλληλος με καθαρό ετήσιο εισόδημα 17.000 ευρώ θα έχει ετήσιο όφελος 110 ευρώ, ενώ για εισόδημα 25.000 ευρώ το κέρδος ανεβαίνει στα 426 ευρώ.
Σήμερα από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης απαλλάσσονται:
-Οι μισθοί, τα ημερομίσθια, τα επιδόματα και οι παροχές σε είδος, καθώς και κάθε άλλου είδους αμοιβή που καταβάλλεται τακτικά σε εργαζόμενο στον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος απασχολείται με σχέση εξαρτημένης εργασίας.
-Τα καθαρά κέρδη από την ατομική άσκηση εμπορικής επιχείρησης, επιχείρησης παροχής υπηρεσιών ή ελευθέριου επαγγέλματος που αποκτήθηκαν το 2021 και θα δηλωθούν με τις φετινές φορολογικές δηλώσεις.
– Τα καθαρά κέρδη του 2021 από την ατομική άσκηση αγροτικής δραστηριότητας τα οποία θα δηλωθούν φέτος.
– Τα ενοίκια ακινήτων που εισπράχθηκαν το 2021 και θα εμφανιστούν στις φετινές φορολογικές δηλώσεις.
-Τα μερίσματα, οι τόκοι των τραπεζικών καταθέσεων repos / reverse repos, τα δικαιώματα που αποκτήθηκαν το 2021 και θα δηλωθούν φέτος.
Η ειδική εισφορά αλληλεγγύης νομοθετήθηκε με το πρώτο μνημόνιο το 2011. Αρχικά επιβλήθηκε ως «προσωρινό» μέτρο. Στην πορεία οι θεσμοί για να δεχτούν την κατάργησή της, ζητούσαν τη λήψη ισοδύναμων μέτρων. Επειδή όμως το ποσό που αντλούνταν από το Δημόσιο ξεπερνούσε το 1 δισ. ευρώ δεν ήταν εύκολο να βρεθούν «αντίμετρα» και έτσι το μέτρο μονιμοποιήθηκε.