Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Ο πληθωρισμός δεν σοκάρει μόνο τους Αμερικανούς. «Πονάει» και τους Ευρωπαίους, αφού οι τιμές όχι μόνο της ενέργειας, αλλά και βασικών ειδών διατροφής και σημαντικότατων υπηρεσιών έχουν πάρει φωτιά, κατατρώγοντας το διαθέσιμο εισόδημα. Τον Ιανουάριο ο πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ σκαρφάλωσε στο 5,1%, κόντρα στις εκτιμήσεις και τις ελπίδες που τον ήθελαν να αποκλιμακώνεται έστω και ελαφρά. Η Κομισιόν στις χειμερινές προβλέψεις της αναθεώρησε στο 3,5% την εκτίμηση για το σύνολο του έτους. Το μεγάλο ερώτημα λοιιπόν είναι: Θα ακολουθήσουν την άνοδο αυτή οι μισθοί;
Οι συνθήκες από χώρα σε χώρα διαφέρουν βεβαίως. Δεν είναι ίδια ούτε η αύξηση του πληθωρισμού, ούτε τα δημοσιονομικά περιθώρια και η δυναμική της ανάπτυξης. Στην Ελλάδα ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε τον Ιανουάριο και θα ακολουθήσει ακόμη μία αύξηση τον Μάιο – με το ύψος της ωστόσο να είναι ακόμη άγνωστο, αφού θα προηγηθούν οι διαβουλεύσεις των φορέων, αλλά και μία συζήτηση… με τους θεσμούς. Παρόλα αυτά το παρελθόν είναι πάντα χρήσιμος οδηγός για το τι μπορούμε να περιμένουμε.
Στο πλαίσιο αυτό η Capital Economics κάνει μία αναδρομή στην μεταπολεμική ιστορία της Ευρώπης και προσπαθεί να καταλήξει με βάση αυτή σε βασικά συμπεράσματα.
H EKT έχει επανειλημμένα πει ότι θα χρειαστεί να δει μεγαλύτερες αυξήσεις στους μισθούς για να επιταχύνει τη στροφή της σε πιο περιοριστική νομισματική πολιτική. Πολλοί πιστεύουν ότι ένα σπιράλ αυξήσεων, που θα περάσει και από τους μισθούς, είναι στα σκαριά. Προς το παρόν τα δεδομένα δείχνουν ότι οι μισθολογικές αυξήσεις θα μείνουν κοντά στο 2% με 2,5%. Πιο ξεκάθαρη εικόνα θα έχουμε σε έξι μήνες.
Ας δούμε όμως τι έγινε σε τρεις μεγάλες οικονομίες της Ευρωζώνης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και έως το πρόσφατο παρελθόν.
- Πρώτον φαίνεται ότι στα πληθωριστικά σπιράλ που είχαμε στη δεκαετία του 1960 και έως το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1970 ήταν οι υψηλότεροι μισθοί εκείνοι που οδήγησαν και σε αύξηση των τιμών καταναλωτή και όχι το αντίστροφο. Τόσο στη Γερμανία όσο και στην Ιταλία οι αυξήσεις στους μισθούς προηγήθηκαν της επιτάχυνσης του πληθωρισμού κατά περίπου έναν χρόνο. Στη Γαλλία οι δύο δείκτες κινήθηκαν παράλληλα. Σήμερα που βλέπουμε τον πληθωρισμό να «τρέχει» πιο γρήγορα από τις αυξήσεις μισθών, είναι πιο πιθανό οι τιμές καταναλωτή να υποχωρήσουν τους επόμενους μήνες, παρά να δούμε τους μισθούς να αυξάνονται αισθητά.
- Δεύτερον, η εμπειρία του παρελθόντος υπογραμμίζει τη σημασία που έχουν τα εργατικά σωματεία. Από τα τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όπου είχαμε δύο ισχυρά πετρελαϊκά σοκ, οι τιμές καταναλωτή αυξήθηκαν πολύ ταχύτερα από τους μισθούς. Μάλιστα στη μεταποίηση της Γερμανίας, με τη συμφωνία των συνδικάτων, οι μισθολογικές αυξήσεις επιβραδύνθηκαν εκείνη την περίοδο για να δοθούν ανάσες στις βιομηχανίες, που επίσης πιέζονταν από το υψηλότατο ενεργειακό κόστος. Εν μέρει αυτό οφείλεται και στην αλλαγή του πλαισίου για τις διαπραγματεύσεις των συλλογικών συμβάσεων. Υπάρχουν ενδείξεις ότι τα εργατικά σωματεία και σήμερα στη Γερμανία κινούνται με σχετική “φειδώ” στις διεκδικήσεις των μισθολογικών αυξήσεων, παρά την εκτίναξη του πληθωρισμού.
- Τρίτον ένα δίδαγμα από το παρελθόν της Γαλλίας είναι πως εφάπαξ αλλαγές στους μισθούς δεν οδηγούν απαραίτητα σε σπιράλ μισθολογικών αυξήσεων. Το 1968 μετά τις μαζικές διαδηλώσεις του Μαΐου η κυβέρνηση αύξησε τον κατώτατο μισθό κατά 35%. Αλλά στη συνέχεια δεν είχαμε ιδιαίτερες μισθολογικές αυξήσεις και ο αντίκτυπος στις τιμές καταναλωτή ήταν περιορισμένος.
- Τέταρτον, στο πιο πρόσφατο παρελθόν ράλι στις τιμές της ενέργειας δεν οδήγησαν σε μεγάλη αύξηση των μισθών. Στις δύο τελευταίες δεκαετίες οι μισθολογικές αυξήσεις παραμένουν βραδύτατες και αυτό δεν άλλαξε ούτε την περίοδο 2007 -2008 όταν είχαμε εκτίναξη των τιμών του πετρελαίου σε επίπεδα – ρεκόρ.
- Πέμπτον και πιο σημαντικό. Η στενή σχέση πληθωρισμού – μισθών φαίνεται να έχει αισθητά… χαλαρώσει. Στη Γαλλία μάλιστα από το 2017 και έπειτα η σχέση έχει σπάσει εντελώς.