Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Την προσπάθεια της κυβέρνησης να κάνει πιο… συνετή διαχείριση στο υπόλοιπο του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης, καθώς ουδείς γνωρίζει αυτή τη στιγμή πότε θα αποκλιμακωθούν οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος και του φυσικού αερίου, αποτυπώνουν οι χθεσινές ανακοινώσεις για τις επιδοτήσεις του Φεβρουαρίου.
Το συνολικό κονδύλι περιορίστηκε από τα 400 εκατ. ευρώ τον Ιανουάριο στα 350 εκατ. ευρώ, ενώ η εξαγγελία που είχε γίνει από το υπουργείο Περιβάλλοντος για αύξηση του ποσοστού επιδότησης στις ενεργοβόρες επιχειρήσεις, ώστε να καλυφθεί το 75% της ζημιάς, «κόπηκε» από την ευρωπαϊκή επιτροπή ανταγωνισμού εξαιτίας του ευρωπαϊκού πλαισίου περί κρατικών ενισχύσεων.
Εξαιτίας της παρατεταμένης διάρκειας των υψηλών τιμών στην ενέργεια -ο Φεβρουάριος είναι ο 8ος διαδοχικός μήνας κατά τον οποίο παραμένει ενεργή η «ρήτρα αναπροσαρμογής» και ο 4ος διαδοχικός μήνας κατά τον οποίο η τιμή χονδρικής της ηλεκτρικής ενέργειας είναι υψηλότερη των 200 ευρώ ανά μεγαβατώρα- ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας άφησε χθες για πρώτη φορά ανοικτό το ενδεχόμενο να χρειαστεί να χρησιμοποιηθούν πόροι από τον κρατικό προϋπολογισμό, ώστε να συνεχίσουν να επιδοτούνται νοικοκυριά και επιχειρήσεις, κάτι που μέχρι τώρα δεν υπήρχε στο προσκήνιο καθώς οι ενισχύσεις διασφαλίζονταν από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης.
Όσον αφορά τα υπόλοιπα μέτρα στήριξης για την αντιμετώπιση συνολικά της ακρίβειας, οι εισηγήσεις του οικονομικού επιτελείου στον πρωθυπουργό κάνουν λόγο για ανακοινώσεις μόνο όταν διασφαλιστεί ο απαιτούμενος δημοσιονομικός χώρος. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι απέχουμε αρκετές εβδομάδες ή και μήνες από τις επόμενες ανακοινώσεις -πέραν βεβαίως των παρατάσεων στα μέτρα αντιμετώπισης της ενεργειακής ακρίβειας-, καθώς αυτή τη στιγμή ούτε σαφείς ενδείξεις για την πορεία της οικονομίας μέσα στο 2022 υπάρχουν ούτε και «μαξιλάρι» στον κρατικό προϋπολογισμό. Πόσο μάλλον όταν μόλις πριν από λίγα 24ωρα δεσμεύτηκε πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος άνω των 430 εκατ. ευρώ προκειμένου να χρηματοδοτηθούν οι νέες ελαφρύνσεις στον ΕΝΦΙΑ αλλά και τα μέτρα στήριξης των αγροτών (σ.σ.: χαμηλότερος ΦΠΑ στα λιπάσματα, αναπλήρωση εισοδήματος κ.λπ.). Τα μέτρα αυτά δεν είχαν συμπεριληφθεί στον προϋπολογισμό κατά τη σύνταξή του και θα πρέπει να υπάρξει ταχύτερη του αναμενομένου ανάπτυξη για φέτος ή μεγαλύτερη του προβλεπόμενου αύξηση των φορολογικών εσόδων ώστε να μη «φουσκώσει» το πρωτογενές έλλειμμα περισσότερο από ό,τι έχει προγραμματιστεί.
Ακριβότερος δανεισμός
H χρονική συγκυρία είναι εξαιρετικά κρίσιμη. Η εκτόξευση του πληθωρισμού -την επόμενη εβδομάδα η ΕΛΣΤΑΤ αναμένεται να ανακοινώσει ποσοστό άνω του 6%, δεδομένου ότι ο εναρμονισμένος έκλεισε για τον Ιανουάριο στο 5,5%- έχει εντείνει την ανησυχία για ενδεχόμενη αύξηση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μέσα στο έτος και αυτό αποτυπώνεται ήδη στις αποδόσεις των ομολόγων. Και χθες το 10ετές κινούνταν στην περιοχή του 2,44%, δηλαδή σε υψηλά επίπεδα 2,5 ετών. Γι’ αυτό και ο υπουργός Οικονομικών τόνισε ότι τα όποια μέτρα στήριξης ανακοινωθούν από εδώ και στο εξής θα πρέπει να πληρούν τρεις προϋποθέσεις: πρώτον, να είναι στοχευμένα και όχι οριζόντια, δεύτερον, να απευθύνονται στα χαμηλά και στα μεσαία εισοδήματα και τρίτον, να έχει διασφαλιστεί ο δημοσιονομικός χώρος για τη χρηματοδότησή τους. Χωρίς διασφαλισμένο δημοσιονομικό χώρο το όποιο μέτρο στήριξης «φουντώνει» το πρωτογενές έλλειμμα και κατά συνέπεια το χρέος. Ένα χρέος το οποίο θα επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό με υψηλότερο επιτόκιο.
Ούτως ή άλλως η χώρα θα εκτεθεί το επόμενο διάστημα στα υψηλότερα επιτόκια καθώς η άνοδος των αποδόσεων των ομολόγων έχει αποτυπωθεί στο ξεκίνημα της χρονιάς, με τον ΟΔΔΗΧ να έχει αντλήσει προς το παρόν μόλις τα 3 δισ. ευρώ από τα συνολικά 12 δισ. ευρώ που προβλέπει το ετήσιο πλάνο δανεισμού για φέτος. Η χώρα διαθέτει «όπλα» απέναντι στην αύξηση των αποδόσεων (πολύ υψηλά ταμειακά διαθέσιμα, περιορισμένες χρηματοδοτικές ανάγκες, σταθερό επιτόκιο σχεδόν για το σύνολο του χρέους).
Ωστόσο, επειδή οι αγορές παρακολουθούν στενά την Ελλάδα εξαιτίας της επικείμενης εξόδου από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας, αλλά και του γεγονότος ότι η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην Ευρωζώνη που δεν διαθέτει επενδυτική βαθμίδα για τα ομόλογα, κινήσεις που θα οδηγήσουν σε αύξηση του δημόσιου χρέους εκτιμάται ότι θα κάνουν περισσότερο κακό σε αυτή τη συγκυρία παρά καλό.
Το μίγμα της στήριξης
Ως προς το περιεχόμενο των επόμενων μέτρων στήριξης, το οικονομικό επιτελείο είναι σαφές ότι δεν προωθεί παρεμβάσεις όπως η μείωση του ΦΠΑ ή του ειδικού φόρου κατανάλωσης στα καύσιμα, καθώς δεν πληρούνται τα κριτήρια που τίθενται και στα οποία αναφέρθηκε και χθες ο υπουργός Οικονομικών.
Ο ΦΠΑ ελαφρύνει οριζόντια τους πάντες, άρα δεν είναι στοχευμένο μέτρο και επίσης δεν στηρίζει περισσότερο τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα. Όσο για το δημοσιονομικό κόστος, ανεβαίνει σε πολύ υψηλά επίπεδα προκειμένου να υπάρξει ουσιαστικό όφελος για τους καταναλωτές το οποίο, μεταξύ άλλων, δεν είναι και διασφαλισμένο καθώς είναι αβέβαιη η μεταφορά του οφέλους στον τελικό καταναλωτή. Οι άμεσες εισοδηματικές ενισχύσεις ευπαθών ομάδων και το περαιτέρω «κούρεμα» των επιστρεπτέων προκαταβολών συνιστούν εναλλακτικές, αλλά οι αποφάσεις δεν αναμένεται να ληφθούν πριν από τον Μάρτιο.
Μέχρι τότε θα έχει αποκαλυφθεί ο ρυθμός ανάπτυξης για ολόκληρο το 2021 (σ.σ.: θεωρείται διασφαλισμένο ποσοστό άνω του 8%), ενώ θα υπάρχουν και τα πρώτα σαφή δείγματα για την πορεία της οικονομικής δραστηριότητας μέσα στο 2022 και εν μέσω πληθωριστικής θύελλας.