Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Υπό το βάρος των έντονων πληθωριστικών πιέσεων και το ενδεχόμενο η Ελληνική Στατιστική Αρχή να ανακοινώσει στις 15 Φεβρουαρίου αύξηση του δείκτη τιμών καταναλωτή ακόμη και πάνω από 6%, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης μετρά και ξαναμετρά την εισπρακτική απόδοση όλων των φόρων που επιβάλλονται σε είδη πρώτης ανάγκης.
Με τον υπουργό Οικονομικών Χρήστο Σταϊκούρα να αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο λήψης πρόσθετων μέτρων στήριξης και να μην απορρίπτει κανένα πιθανό μέτρο στήριξης, στη «ζυγαριά» μπαίνουν από τη μια το δημοσιονομικό κόστος και από την άλλη η ανάγκη να προστατευτεί το εισόδημα των νοικοκυριών, ειδικά των πιο ευάλωτων.
Η πληθωριστική καταιγίδα αντί να κοπάζει γίνεται πιο έντονη, καθώς μόλις χθες οι τιμές του πετρελαίου αναρριχήθηκαν σε νέα υψηλά επίπεδα 7 ετών, με το μπρεντ να πλησιάζει στα 93 δολάρια το βαρέλι και το αργό να σπάει το φράγμα των 92 δολαρίων. Αυτό σημαίνει ότι το ράλι στην αντλία θα συνεχιστεί και τις επόμενες ημέρες, ενώ πλέον όλα συγκλίνουν στο ότι ο πληθωρισμός του Φεβρουαρίου μπορεί να είναι μεγαλύτερος ακόμη και από αυτόν του Ιανουαρίου.
Η απειλή των επιτοκίων
Μάλιστα, στον ορίζοντα αρχίζει να προβάλλει μια ακόμη απειλή για το εισόδημα των νοικοκυριών και αυτή είναι η πιθανή αύξηση των επιτοκίων. Εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά εξυπηρετούν δάνειο με κυμαινόμενο επιτόκιο, κάτι που σημαίνει ότι πιθανή απόφαση της ΕΚΤ για αύξηση του επιτοκίου για πρώτη φορά ύστερα από περισσότερα από 12 χρόνια θα επηρεάσει ακόμη περισσότερο το διαθέσιμο εισόδημα.
Η ποσοτικοποίηση των εναλλακτικών μέτρων στήριξης του εισοδήματος διά της περικοπής των φόρων κατανάλωσης ή της μείωσης των συντελεστών ΦΠΑ σε βασικά είδη δείχνει ότι φθηνές δημοσιονομικά λύσεις δεν υπάρχουν. Όταν ο ΦΠΑ στο κρέας αποδίδει περισσότερα από 500 εκατ. ευρώ με τον συντελεστή του 13%, είναι προφανές ότι η μετάταξη στον συντελεστή του 6% μπορεί να κοστίσει τουλάχιστον 20-25 εκατ. ευρώ για κάθε μήνα που θα παραμένει χαμηλά ο συντελεστής. Στα δε καύσιμα, τα οποία έχουν ακριβύνει από 7%-10% μόνο από τις αρχές του χρόνου, κάθε κίνηση συνεπάγεται και απώλεια φορολογικών εσόδων ύψους εκατοντάδων εκατομμυρίων, καθώς φόροι κατανάλωσης και ΦΠΑ στα καύσιμα εξασφαλίζουν κάθε χρόνο φορολογικά έσοδα άνω των 6 δισ. ευρώ.
Ο προβληματισμός που επικρατεί στο οικονομικό επιτελείο δεν αφορά μόνο το υψηλό δημοσιονομικό κόστος. Αφορά το κατά πόσο τα μέτρα θα έχουν αποτελέσματα στην τσέπη των καταναλωτών. Δύο είναι τα χαρακτηριστικά παραδείγματα: η μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα εξασφαλίζει τη δυνατότητα στον έμπορο τροφίμων να μειώσει την τιμή λιανικής. Ουδείς όμως διασφαλίζει ότι θα το κάνει και ότι δεν θα κρατήσει το όφελος για τον εαυτό του. Στα δε καύσιμα, η μείωση του ΦΠΑ ή η μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης είναι εξασφαλισμένο ότι θα περάσει στη λιανική, καθώς οι αναπροσαρμογές γίνονται αυτόματα. Ωστόσο, ουδείς μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο ο κρατικός προϋπολογισμός να «πληγωθεί» με αρκετά εκατομμύρια ευρώ για τη μείωση είτε του ειδικού φόρου είτε του ΦΠΑ και μια ακόμη διεθνής αύξηση της τιμής του πετρελαίου να αποτρέψει την εμφάνιση αυτού του οφέλους στην τιμή λιανικής.
Οι μειώσεις των έμμεσων φόρων έχουν ένα ακόμη μειονέκτημα, το οποίο αναφέρεται και στη… βιβλιογραφία: προκαλούν το ίδιο όφελος σε όλους τους καταναλωτές οριζόντια ανεξάρτητα από το ύψος του εισοδήματός τους. Έτσι, οι έχοντες χαμηλότερα εισοδήματα μένουν περισσότερο εκτεθειμένοι απέναντι στο κύμα ακρίβειας, σε αντίθεση με τους έχοντες τα υψηλότερα εισοδήματα, οι οποίοι επιβαρύνονται αναλογικά λιγότερο από τις ανατιμήσεις στις τιμές των προϊόντων. Γι’ αυτό και σε περιόδους πληθωριστικής πίεσης, όπως αυτή που διανύουμε, εξετάζεται πάντοτε το ενδεχόμενο άμεσων εισοδηματικών ενισχύσεων στα πιο ευάλωτα νοικοκυριά. Ακόμη κι αυτό το ενδεχόμενο είναι πάνω στο τραπέζι. Ωστόσο, οι τελικές αποφάσεις θα ληφθούν από την κυβέρνηση με βάση πολλά κριτήρια:
1. Πρώτον, την έκταση που θα λάβει το φαινόμενο της ακρίβειας. Οι εκτιμήσεις ότι θα έχει προσωρινό χαρακτήρα έχουν ήδη διαψευστεί, καθώς από όλα τα «μέτωπα» (καύσιμα, τρόφιμα, διεθνείς εξελίξεις, καιρικές συνθήκες) προκύπτουν ανησυχητικά μηνύματα.
2. Δεύτερον, τις αντοχές του προϋπολογισμού. Και αυτό είναι ένα άγνωστο στοιχείο, καθώς είναι άλλο η οικονομία να «τρέξει» και φέτος με ρυθμό άνω του 5% και άλλο το ΑΕΠ να συγκρατηθεί σε χαμηλότερα επίπεδα και εξαιτίας του πληθωρισμού. Για το 2022 έχει προγραμματιστεί να εκτελεστεί ο προϋπολογισμός με έλλειμμα της τάξεως των 2 δισ. ευρώ. Ήδη ο λογαριασμός θα επιβαρυνθεί με τη μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 353 εκατ. ευρώ. Τα μεν μέτρα στήριξης για την αντιμετώπιση των υψηλών τιμών στην ενέργεια δεν «χτυπούν» κατευθείαν τον προϋπολογισμό καθώς χρηματοδοτούνται με τους πόρους του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης, οι όποιες όμως ελαφρύνσεις μέσα από τη μείωση των φόρων ή μέσα από τη χορήγηση άμεσων εισοδηματικών ενισχύσεων θα χτυπήσουν κατευθείαν στο έλλειμμα.
3. Τρίτον, τις πιθανές εξελίξεις σε πολιτικό επίπεδο. Ακόμη και στην περίπτωση που ο πρωθυπουργός εξαντλήσει την 4ετία, ουσιαστικά πριν εκτονωθεί η πληθωριστική κρίση, θα έχουμε μπει και επίσημα στο προεκλογικό 12μηνο. Τι δείχνει όμως η ποσοτικοποίηση που κάνει το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης για τα εναλλακτικά μέτρα στήριξης; α) Ο ΦΠΑ στο ψωμί -υπολογίζεται με συντελεστή 13%- αποδίδει περίπου 200 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση. Άρα η μετάταξη από το 13% στο 6% κοστίζει περίπου 100 εκατ. ευρώ για έναν χρόνο. β) Ο ΦΠΑ στα φρούτα αποδίδει περίπου 320 εκατ. ευρώ τον χρόνο. Άρα και πάλι χρειάζονται περί τα 160-170 εκατ. ευρώ για να γίνει ο ΦΠΑ 6% με διάρκεια ενός 12μηνου. γ) Στα λαχανικά οι εισπράξεις υπολογίζονται σε περίπου 180 εκατ. ευρώ. Κατά συνέπεια και πάλι η παρέμβαση μέσω ΦΠΑ προκαλεί απώλεια 90 εκατ. ευρώ σε 12μηνο ορίζοντα. δ) Στο κρέας, όπως προαναφέρθηκε, το δημοσιονομικό έσοδο εκτιμάται στα 500 εκατ. ευρώ. Πάνω από 20 εκατ. ευρώ τον μήνα επομένως για να πέσει ο ΦΠΑ στο 6%.
Οι φόροι στα καύσιμα
Από τα καύσιμα -ειδικό φόρο κατανάλωση και ΦΠΑ- το Δημόσιο συγκεντρώνει κάθε χρόνο (και το ίδιο είναι προγραμματισμένο να συμβεί και το 2022) πάνω από το 12% των φορολογικών εσόδων. Όπως προκύπτει από τους κωδικούς του προϋπολογισμού, τα προσδοκώμενα έσοδα διαμορφώνονται ως εξής:
- ΦΠΑ στα πετρελαιοειδή και στα παράγωγα αυτών: 1,963 δισ. ευρώ
- ΦΠΑ στην ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο: 13 εκατ. ευρώ
- ΕΦΚ υγραερίων: 106 εκατ. ευρώ
- ΕΦΚ βενζινών: 2,137 δισ. ευρώ
- ΕΦΚ diesel κίνησης: 1,381 δισ. ευρώ
- ΕΦΚ diesel θέρμανσης: 359 εκατ. ευρώ
- Ηλεκτρική ενέργεια: 166 εκατ. ευρώ
- ΕΦΚ στο φυσικό αέριο: 34 εκατ. ευρώ.