Σε οριακή ισορροπία επιμένει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (EKT), διατηρώντας αμετάβλητο -προσώρας τουλάχιστον- τον προσανατολισμό της νομισματικής της πολιτικής, παρά την έκρηξη του πληθωρισμού και κόντρα στο ρεύμα της επιθετικής σύσφιγξης που ακολουθούν οι υπόλοιπες μεγάλες κεντρικές τράπεζες.
Στη χθεσινή συνεδρίαση του Εκτελεστικού Συμβουλίου, η ΕΚΤ κράτησε εκτός ατζέντας την προοπτική ανόδου των επιτοκίων της μέσα στο 2022, διαρήρησε τη στάση αναμονής και άφησε ανοιχτή δίοδο ευελιξίας για αλλαγές στη νομισματική πολιτική εάν το επιβάλουν οι συνθήκες. Η αγορά, ωστόσο, προεξοφλεί ήδη την πρώτη αύξηση μέσα στο 2022, και αναλυτές από την Goldman Sachs Group μέχρι την Deutsche Bank προβλέπουν ότι οι αυξήσεις των επιτοκίων θα ξεκινήσουν τον Σεπτέμβριο.
Oι δύο τράπεζες βλέπουν αυξήσεις τον Σεπτέμβριο και τον Δεκέμβριο, φέρνοντας το επιτόκιο καταθέσεων στο μηδέν για πρώτη φορά από το 2014. Αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο -0,5, ένα από τα χαμηλότερα στον κόσμο. Η ΕΚΤ αύξησε τελευταία φορά τα επιτόκια το 2011.
Ένα τέτοιο χρονοδιάγραμμα θα σήμαινε ακόμη συντομότερο τέλος, από ό,τι έχει προγραμματιστεί επί του παρόντος, του προγράμματος αγορά ομολόγων, δεδομένης της δηλωμένης πρόθεσης της ΕΚΤ να σταματήσει πρώτα αυτό το μέτρο τόνωσης, σχολιάζει το Bloomberg, με το Bloomberg Economics να προβλέπει αύξηση των επιτοκίων έως τον Δεκέμβριο του 2022. «Το Διοικητικό Συμβούλιο φαίνεται έτοιμο να αλλάξει σημαντικά τα μηνύματά του στη συνεδρίαση του Μαρτίου», ανέφερε.
Παρόλο που πολλοί οικονομολόγοι αλλάζουν τις προβλέψεις τους μετά τις χθεσινές δηλώσεις της Κριστίν Λαγκάρντ, ορισμένοι εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η ΕΚΤ θα υιοθετήσει μια πολύ πιο σταδιακή προσέγγιση. Ο Holger Schmieding της Berenberg, για παράδειγμα, βλέπει την πρώτη αύξηση των επιτοκίων κατά τρεις μήνες έως τον Μάρτιο του 2023, ενώ ούτε οι οικονομολόγοι της ABN Amro δεν έχουν πειστεί ακόμη ότι κάτι τέτοιο θα συμβεί.
naftemporiki.gr