Ο πληθωρισμός θα είναι υψηλότερος από το αναμενόμενο για ένα διάστημα εξαιτίας των υψηλών τιμών της ενέργειας, δήλωσε η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, στη συνέντευξη τύπου μετά την απόφαση της ΕΚΤ να αφήσει αμετάβλητα τα επιτόκια και το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων.
«Οι περισσότεροι εντυπωσιαστήκαμε από τα στοιχεία του πληθωρισμού τον Δεκέμβριο του 2021. Ήταν εξαιτίας του ενεργειακού σοκ». H Κριστίν Λαγκάρντ, σε ερώτηση αναφορικά με τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης και την επιρροή της ενέργειας στον πληθωρισμό, απάντησε πως «το 50% των πληθωριστικών πιέσεων προέρχεται από τις τιμές της ενέργειας».
Ωστόσο,δεν επανέλαβε ότι είναι απίθανο το 2022 να αυξηθούν τα επιτόκια. «Περιμένουμε τα δεδομένα και θα τα επανεξετάσουμε προσεκτικά τον Μάρτιο», τόνισε η κ. Λαγκάρντ απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου, τονίζοντας πως οι αποφάσεις θα είναι σταδιακές, και πάντα βάσει των εκάστοτε δεδομένων.
«Ο στόχος του 2% για τον πληθωρισμό είναι μεσοπρόθεσμος», προσέθεσε.
Η Κριστίν Λαγκάρντ παραδέχθηκε ότι τα νοικοκυριά πιέζονται από το αυξανόμενο ενεργειακό κόστος. «Είμαστε έτοιμοι να χρησιμοποιήσουμε όλα τα εργαλεία ώστε να ελέγξουμε την αστάθεια των τιμών καταναλωτή», υπογράμμισε.
Επεσήμανε ωστόσο πως σταδιακά η πανδημία έχει αρχίσει και υποχωρεί και ότι η οικονομία επηρεάζεται όλο και λιγότερο από το κύμα του κορωνοϊού.
«Οι κίνδυνοι για τις προοπτικές είναι ισορροπημένοι», τόνισε.
Αναφορικά με τους γεωπολιτικούς κινδύνους, σε ερώτηση που τέθηκε σχετικά με την Ουκρανία, η Κριστίν Λαγκάρντ τόνισε πως «τυχόν κίνδυνοι θα έχουν αντίκτυπο στο κόστος ενέργειας και στις τιμές». «Η ειρήνη είναι πάντα προτιμότερη από τον πόλεμο σε κάθε περίπτωση», υπογράμμισε.
Σχετικά με τη σημερινή αύξηση επιτοκίων στο 0,5% από την Τράπεζα της Αγγλίας, η πρόεδρος της ΕΚΤ εξήγησε η Τράπεζα δεν προχωρά σε αντίστοιχές κινήσεις επειδή στο Ηνωμένο Βασίλειο οι πληθωριστικές πιέσεις είναι παραδοσιακά υψηλότερες απο ό,τι στην Ευρωζώνη.
Επιπλέον, τόνισε πως ναι μεν η ανεργία είναι σε χαμηλά επίπεδα, «σχεδόν προ πανδημικά», αλλά, υπογράμμισε πως «αυτό που δεν βλέπουμε, είναι μια αύξηση μισθών», δεδομένο που παρακολουθεί η ΕΚΤ «προσεκτικά».Yπενθυμίζεται ότι το καταθετικό επτόκιο της ΕΚΤ είναι στο ιστορικό χαμηλό του -0,5%. Το έκτακτο πρόγραμμα PEPP έχει αποφασιστεί να τερματιστεί τον Μάρτιο. Το τακτικό πρόγραμμα αγοράς ομολόγων APP πρόκειται να αυξηθεί από τα σημερινά επίπεδα των 20 δισ. σε 40 δισ. ευρώ μηνιαίως από τον Απρίλιο. Αυτό το επίπεδο θα πρέπει στη συνέχεια να υποχωρήσει σταδιακά στα 20 δισεκατομμύρια ευρώ το μήνα τον Οκτώβριο.
Η μόνη μικρή αλλαγή στην ανακοίνωσή της ήταν η αφαίρεση της φράσης ότι η επόμενη κίνηση στο μέτωπο της νομισματικής πολιτικής θα μπορούσε να είναι «προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση». «Το Διοικητικό Συμβούλιο παραμένει σε ετοιμότητα για να προσαρμόσει όλα τα εργαλεία, προκειμένου να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα σταθεροποιηθεί στον στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα» τονίζει.
Βασικό σενάριο της ΕΚΤ έως τώρα είναι πως ο πληθωρισμός θα αποκλιμακωθεί μέσα στο έτος. Ωστόσο τη θέση αυτή αμφισβητούν επενδυτές και αρκετοί αναλυτές, μετά και την απροσδόκητη εκτίναξη του δείκτη στην Ευρωζώνη στο ιστορικό υψηλό του 5,1% τον Ιανουάριο. «Οι ελπίδες για ταχεία αποκλιμάκωση του πληθωρισμού σίγουρα έχουν διαψευστεί και η πίεση στην κεντρική τράπεζα για πιο δραστικές κινήσεις εντείνεται» σχολιάζει η Commerzbank.
H EKT «βλέπει» τον πληθωρισμό κάτω από τον στόχο του 2% το 2023 και το 2024 και μένει να φανεί εάν θα αλλάξει την εκτίμησή της τους επόμενους μήνες. Μέχρι στιγμής η Λαγκάρντ στη βάση των υπολογισμών αυτών χαρακτηρίζει απίθανη την όποια αύξηση των επιτοκίων φέτος. Οι αγορές όμως ποντάρουν σε αύξηση κατά 28 μονάδες βάσης μέσα στο 2022, με την πρώτη κίνηση να έρχεται τον Ιούλιο.
Στα ύψη οι αποδόσεις ομολόγων
Οι επενδυτές αντέδρασαν στις επισημάνσεις Λαγκάρντ. Ο πανευρωπαϊκός δείκτης Stoxx 600 όσο εξελίσσεται η συνέντευξη Τύπου της Λαγκάρντ βλέπει τις απώλειές του να διευρύνονται. Στις 15:50 ώρα Ελλάδος καταγράφει πτώση 1,3%. Βαθύ κόκκινο δείχνουν τα ταμπλό σε όλα τα μεγάλα χρηματιστήρια της Ευρωζώνης.
Υπό ισχυρή πίεση βρίσκονται και τα ομόλογα, με τις τιμές τους να υποχωρούν και τις αποδόσεις (δηλαδή το κόστος δανεισμού των κυβερνήσεων) να ακολουθούν την ανιούσα. Η απόδοση του ελληνικού 10ετους ομολόγου σκαρφάλωσε στο 1,8%. Αύξηση 13 μονάδων βάσης, τη μεγαλύτερη ημερήσια από τον περασμένο Οκτώβριο, καταγράφει και η απόδοση του ιταλικού 10ετους. Το spread έναντι του γερμανικού 10ετους διευρύνεται στις 144 μονάδες βάσης.
Οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων Ισπανίας και Πορτογαλίας εκτινάχθηκαν επίσης στα υψηλότερα επίπεδα από τον Μάιο του 2020, στο 0,861% και 0,799% αντίστοιχα.
Στον αντίποδα το ευρώ ανατιμάται κατά 0,3%, με την ισοτιμία του στο 1,1382 δολ.
naftemporiki.gr