Του Μιχάλη Ψύλου
[email protected]
«Τα υψηλά επίπεδα του πληθωρισμού βοηθάνε τις υπερχρεωμένες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου να μειώσουν το χρέος τους»: Αυτό είναι το συμπέρασμα μελέτης της γερμανικής DZ Bank, που εξέτασε τις επιπτώσεις της ανόδου του πληθωρισμού στη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία, αλλά και τη Γερμανία.
Σύμφωνα με υπολογισμούς της DZ BANK Research, «οι ρυθμοί πληθωρισμού που υπερβαίνουν τον στόχο της ΕΚΤ στο 2%, μπορούν να μειώσουν σημαντικά τα επίπεδα χρέους των χωρών της ΕΕ, μεσοπρόθεσμα. Αυτό συμβαίνει επειδή το δημόσιο χρέος είναι μια ονομαστική αξία της οποίας η πραγματική αξία μειώνεται με τον πληθωρισμό. Μεγάλος κερδισμένος θα είναι η Ιταλία που θα μπορούσε να μειώσει τον δείκτη χρέους της που ανέρχεται σε 156%, κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια», αναφέρει η μελέτη. Αλλά κι η Γαλλία μπορεί να μειώσει σχετικά λίγο το χρέος της, λόγω των ιδιαίτερα υψηλών πρωτογενών ελλειμμάτων, στον εθνικό προϋπολογισμό.
«Μακροπρόθεσμα, βέβαια, ο υψηλότερος πληθωρισμός θα αποδεικνύεται μπούμερανγκ, καθώς οδηγεί σε αύξηση των αποδόσεων εάν η ΕΚΤ λάβει αντίμετρα και αγοράσει λιγότερα ομόλογα. Οι όροι αναχρηματοδότησης για τα κράτη γίνονται έτσι πιο ακριβοί», τονίζουν οι αναλυτές της DZ Bank. Εκτιμούν μάλιστα ότι ακόμη και η Γερμανία θα βγει κερδισμένη από μια πιο χαλαρή νομισματική πολιτική της ΕΚΤ.
Αλλά και η Ελλάδα, η οποία έχει το μεγαλύτερο ποσοστό δημόσιου χρέους στην ευρωζώνη σήμερα, θα μπορούσε να ωφεληθεί καθώς ένας υψηλότερος πληθωρισμός θα καθιστούσε μικρότερο το πραγματικό επιτόκιο για την εξυπηρέτηση του ήδη υπάρχοντος χρέους. Με τον αυξημένο πληθωρισμό επίσης αυξάνεται ονομαστικά το ΑΕΠ μέσω των αυξημένων φορολογικών εσόδων για το κράτος, γεγονός που μπορεί να βελτιώσει λογιστικά την εικόνα του χρέους προς ΑΕΠ. Με την προϋπόθεση μάλιστα ότι θα παραμείνει σταθερή η κατανάλωση, θα μπορούσε να μειωθεί το ποσοστό του χρέους ως προς το ΑΕΠ και να συμβάλει στην ενίσχυση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας.
«Αυτό σημαίνει ότι από τον υψηλότερο πληθωρισμό θα μπορούσαν να υπάρξουν και πολιτικά οφέλη», γράφει η γερμανική Handelsblatt, κλείνοντας ουσιαστικά το μάτι στις κυβερνήσεις του ευρωπαϊκού νότου.
Τα σενάρια της ΕΚΤ
Το πρόβλημα του πληθωρισμού αναμένεται να κυριαρχήσει πάντως στην αυριανή συνεδρίαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, παρά το γεγονός ότι η πρόεδρος Κριστίν Λαγκάρντ και τα περισσότερα μέλη του ΔΣ εμμένουν στην άποψη ότι το φαινόμενο είναι προσωρινό.
«Καθώς ο πληθωρισμός αυξάνεται, η ΕΚΤ βρίσκεται αντιμέτωπη με το ερώτημα εάν, πότε και πώς πρέπει να λάβει αντίμετρα», γράφει το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel. «Η Αμερικανική Fed ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα μια σημαντική σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής για το υπόλοιπο της χρονιάς. Τώρα είναι η σειρά της ΕΚΤ, αλλά αυτή διστάζει γιατί στην ευρωζώνη υπάρχουν χώρες με πολύ διαφορετικά επίπεδα χρέους» λέει ο Γερμανός οικονομολόγος, καθηγητής στο Πολυτεχνείο του Ντόρτμουντ.
Ο οικονομολόγος της Deutsche Bank, Μάρκ Βάλ αναμένει τώρα την πρώτη αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ τον Δεκέμβριο. Εκτιμά ότι η Κεντρική Τράπεζα θα ανακοινώσει τον Σεπτέμβριο ότι θα τερματίσει τις αγορές ομολόγων το τρίτο τρίμηνο του 2022 και στη συνέχεια θα αυξήσει τα επιτόκια τον Δεκέμβριο.
Η DZ Bank, από την άλλη πλευρά, πιστεύει ότι η ΕΚΤ πρέπει να «αμβλύνει τις ανησυχίες για τον πληθωρισμό» και ταυτόχρονα «να επισημάνει την ετοιμότητά της να δράσει». αλλά δεν προβλέπει καμία «προσαρμογή» της νομισματικής πολιτικής.
Η Commerzbank εκτιμά ότι «στη συνεδρίαση της Πέμπτης, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ θα προσπαθήσει να βρει έναν συμβιβασμό για την εκτίμηση των κινδύνων πληθωρισμού και την αντίδραση της νομισματικής πολιτικής».
Η Goldman Sachs πιστεύει ότι η σημερινή πληθωριστική πίεση στη ζώνη του ευρώ είναι χαμηλότερη από ό,τι σε άλλες περιοχές και ως εκ τούτου συνεχίζει να βλέπει την ΕΚΤ να τηρεί στάση αναμονής. Η JP Morgan αναμένει ότι η ΕΚΤ θα αυξήσει τα επιτόκια για πρώτη φορά το πρώτο τρίμηνο του 2023, αλλά θα προχωρήσει σε τρεις αυξήσεις επιτοκίων κατά ένα τέταρτο της εκατοστιαίας μονάδας τη φορά, το 2023 και το 2024, κάτι που είναι μια αρκετά αυστηρή πρόβλεψη.
Υπάρχουν όμως και οι συντηρητικοί οικονομολόγοι της Bundesbank, που αντιδρούν έντονα και αξιώνουν σκλήρυνση της πολιτικής της ΕΚΤ και μάλιστα τώρα. Οι φωνές αυτές είναι πολύ πιο δυνατές από την εποχή που ο πρώην επικεφαλής της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι διαβεβαίωνε ότι η Κεντρική Τράπεζα «θα κάνει ότι χρειαστεί», για να κρατήσει ενωμένη την ευρωζώνη. Ο Ντράγκι κατόρθωσε τότε να αποθαρρύνει τους κερδοσκόπους που σταμάτησαν σε μεγάλο βαθμό να κερδοσκοπούν εναντίον της Ιταλίας, της Ισπανίας και άλλων κρατών μελών.
Η πιο σκληρή δοκιμασία
Αναμφίβολα, τα μαύρα σύννεφα, έχουν εμφανιστεί και πάλι σήμερα. Πολλοί παράγοντες που συγκρατούσαν τον πληθωρισμό στο παρελθόν –παγκοσμιοποίηση, ευνοϊκά δημογραφικά στοιχεία, φθηνή ενέργεια – λειτουργούν τώρα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Γεωπολιτικές συγκρούσεις, τα αναγκαία μέτρα κατά της πανδημίας, η όλο και πιο ακριβή προστασία του κλίματος, οδηγούν στην αύξηση του πληθωρισμού.
Χωρίς υπερβολή, η ΕΚΤ βρίσκεται αντιμέτωπη ίσως με την πιο σκληρή δοκιμασία από την ίδρυσή της. Οι «φειδωλές» χώρες και οι ιέρακες στην ΕΚΤ επαναλαμβάνουν σε όλους τους τόνους το αυτονόητο: Η Κεντρική Τράπεζα πρέπει να επιδιώκει μόνο την νομισματική σταθερότητα. Όλοι οι άλλοι στόχοι – η στήριξη της οικονομίας, η διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας – θα έπρεπε να τεθούν σε δεύτερη μοίρα. «Αυτό λένε οι ευρωπαϊκές συνθήκες 30 ετών από την ίδρυση της ΕΚΤ» τονίζουν τα «γεράκια».
Μόνο που από τότε, η οικονομική πραγματικότητα έχει αλλάξει σημαντικά, ιδιαίτερα λόγω της πανδημίας, απαντούν τα «περιστέρια». Τα επίπεδα χρέους πολλών κρατών μελών έχουν αυξηθεί σε ανησυχητικά επίπεδα. Πολλές εταιρείες είναι επίσης υπερχρεωμένες. Αυτό αλλάζει την πολιτική της Ευρω-Τράπεζας. Αλλωστε, αν διαλυόταν η ευρωζώνη, όλοι θα ήταν στην πλευρά των χαμένων.
«Η ΕΚΤ είναι αναγκασμένη να ακολουθεί μια λεπτή γραμμή», λένε στη «Ναυτεμπορική», τραπεζικοί κύκλοι στις Βρυξέλλες. «Διότι αν κάποιες χώρες επιστρέψουν στην ύφεση – όπως η Ελλάδα και η Ιταλία κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης και της κρίσης του ευρώ – οι οικονομικές και πολιτικές συνέπειες θα ήταν ανυπολόγιστες». Όπως λέει η ίδια πηγή, «απαιτείται συμβιβασμός μεταξύ των δύο άκρων. Αυτό μπορεί να λειτουργήσει. Αλλά δεν θα είναι εύκολο».