Όταν η Γερμανία αποφάσιζε το 2011 στον απόηχο της πυρηνικής καταστροφής στη Φουκουσίμα να κλείσει όλους τους πυρηνικούς αντιδραστήρες δεν θα μπορούσε να προβλέψει ότι δέκα χρόνια μετά η Ευρώπη θα βίωνε μία δραματική ενεργειακή κρίση. Οι τιμές χονδρικής έχουν τετραπλασιαστεί σε σχέση με τα επίπεδα που βρίσκονταν στην έναρξη της υγειονομικής κρίσης, οι κυβερνήσεις αναγκάζονται να λάβουν νέα έκτακτα μέτρα για την ανακούφιση νοικοκυριών και οι επιχειρήσεις πιιέζονται ασφυκτικά. Υπάρχει δε φόβος για περαιτέρω άνοδο στο κόστος ενέργειας, εάν η ουκρανική κρίση οξυνθεί με μία εισβολή της Ρωσίας.
Η κρίση αυτή, όπως σχολιάζει το Bloomberg, έχει εκθέσει τις αδυναμίες της Ευρώπης στον εφοδιασμό με ενέργεια, με την εξάρτηση από έναν και μόνο πάροχο – τη Ρωσία- να είναι καθοριστική. Έχει επίσης φέρει στο προσκήνιο τις έντονες διαμάχες στους κόλπους της Ένωσης για το μέλλον της πυρηνικής ενέργειας, την ώρα που οι άλλες δυνάμεις του πλανήτη προχωρούν με ταχύτατα τα δικά τους σχέδια σε αυτό το μέτωπο. Η Κίνα είναι σε τροχιά να εκθρονίσει τις ΗΠΑ από την κορυφή με τους νέους πυρηνικούς αντιδραστήρες της, ενώ η Ρωσία έχει επερισσότερους από 20 αντιδραστήρες επιβεβαιωμένους ή υπό σχεδιασμό.
Καθώς πρόκειται για μορφή ενέργειας που δεν εκπέμπει ρύπους, η Κομισιόν πρότεινε να ενταχθεί στη λεγόμενη «πράσινη» λίστα. Η Γαλλία, η πιο ισχυρή παραγωγός πυρηνικής ενέργειας στην Ευρώπη, στηρίζει βεβαίως με σθένος τη γραμμή αυτή. Η Ολλανδία θέλει επίσης να αυξήσει τη δική της παραγωγή και η Φινλανδία θα αρχίσει να παράγει ηλεκτρικό ρεύμα από τον νέο πυρηνικό σταθμό της μέσα στον μήνα, για πρώτη φορά εδώ και τέσσερις δεκαετίες. Η Βρετανία σχεδιάζει επίσης να αντικαταστήσει τα γηρασμένα πυρηνικά εργοστάσιά της με νέα πιο καθαρά και πιο αξιόπιστα.
Ωστόσο η Γερμανία είναι αποφασισμένη να εγκαταλείψει πλήρως την πυρηνική ενέργεια. Στον ίδιο δρόμο βαδίζουν επίσης το Βέλγιο και η Ισπανία.
Ο Τιερί Μπρετόν, Επίτροπος Εσωτερικής Αγοράς, υπολογίζει ότι η Ευρώπη θα χρειαστεί να επενδύσει περί τα 500 δισ. ευρώ σε πυρηνική ενέργεια μέσα στα επόμενα 30 χρόνια για να ανταποκριθεί στην αυξανόμενη ζήτηση ηλεκτρικού ρεύματος. Ωστόσο θα πρέπει πρώτα να αποφασίσει εάν το θέλει.
naftemporiki.gr με πληροφορίες από Bloomberg