Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Με στόχο την άντληση τουλάχιστον 2,5 δισ. ευρώ -κάτι βεβαίως που θα εξαρτηθεί και από τη ζήτηση που θα εκδηλωθεί για το πρώτο ελληνικό ομόλογο του 2022- ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους κάνει «πρεμιέρα» για φέτος με ένα νέο 10ετές ομόλογο. Σ’ ένα ταραχώδες σκηνικό, λόγω της αβεβαιότητας που προκαλεί το παγκόσμιο πληθωριστικό κύμα, το οποίο με τη σειρά του προκαλεί ανησυχία για το ενδεχόμενο αύξησης των επιτοκίων, στο οικονομικό επιτελείο γνωρίζουν ότι το κόστος δανεισμού κατά τη σημερινή διαδικασία ανοίγματος του βιβλίου προσφορών θα είναι αρκετά «τσιμπημένο» σε σχέση με τις αντίστοιχης διάρκειας περσινές εκδόσεις.
Ωστόσο, κρίνεται ότι το κλίμα είναι κατάλληλο καθώς υπάρχει αφενός το θετικό κλίμα που δημιούργησε η αναβάθμιση των προοπτικών της οικονομίας από τον οίκο Fitch (χωρίς βέβαια αυτό να συνοδευτεί και από βελτίωση της βαθμίδας αξιολόγησης) και αφετέρου οι πολύ καλές δημοσιονομικές επιδόσεις της χώρας κατά το κλείσιμο του 2021 που αφήνουν παρακαταθήκη και για τις δημοσιονομικές επιδόσεις της φετινής χρονιάς.
Η απόφαση για έξοδο της χώρας στις αγορές με το ξεκίνημα της νέας χρονιάς ήταν προγραμματισμένη εδώ και καιρό από την ελληνική κυβέρνηση, με τον ΟΔΔΗΧ να επιλέγει τη συγκεκριμένη ημέρα ώστε να μη συμπέσει χρονικά με άλλες μεγάλες εκδόσεις ευρωπαϊκών χωρών. Οι αγορές, και λόγω των πληθωριστικών πιέσεων, είχαν φροντίσει να σπρώξουν προς τα πάνω την απόδοση του 10ετούς (σ.σ.: αυτό ήταν και το… φαβορί για την πρώτη έκδοση του 2022), ενώ και χθες το μεσημέρι, με του που επιβεβαιώθηκε η πρόθεση να ανοίξει το βιβλίο προσφορών ακόμη και σήμερα, το κόστος ανέβηκε ακόμη περισσότερο δοκιμάζοντας την περιοχή του 1,60- 1,65%. Πριν από ακριβώς έναν χρόνο (στις 27 Ιανουαρίου του 2021) ο ΟΔΔΗΧ είχε κάνει πρεμιέρα με τίτλους 10ετίας, καταφέρνοντας ωστόσο να δανειστεί 3,5 δισ. ευρώ με κόστος 0,81%, επίδοση που σε μεγάλο βαθμό επαναλήφθηκε και τον Ιούνιο της περσινής χρονιάς όταν επανεκδόθηκε το 10ετές προσφέροντας ρευστότητα στο κρατικό ταμείο επιπλέον 2,5 δισ. ευρώ, με κόστος χρήματος 0,89%.
Το αναμενόμενο είναι επομένως ότι σήμερα, εφόσον οι συνθήκες είναι ομαλές και ο ΟΔΔΗΧ προχωρήσει στο άνοιγμα του βιβλίου προσφορών, η Ελλάδα να δανειστεί με διπλάσιο επιτόκιο (και κάτι παραπάνω) σε σχέση με πέρυσι. Ωστόσο, αυτό είναι σε μεγάλο βαθμό προεξοφλημένο από τον ΟΔΔΗΧ καθώς οι φετινές συνθήκες είναι εντελώς διαφορετικές σε σχέση με τις αντίστοιχες περσινές.
Η αύξηση του κόστους δανεισμού πάντως δεν προκαλεί ανησυχία στο οικονομικό επιτελείο και στον ΟΔΔΗΧ, καθώς αφενός το κόστος του χρήματος παραμένει σε πολύ «λογικά» επίπεδα σε σχέση με τις προβλέψεις που έχουν γίνει σε όλες τις εκθέσεις βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους και αφετέρου διότι η Ελλάδα είναι από τις ελάχιστες, αν όχι η μοναδική, χώρες στην Ευρώπη που έχει «κλειδώσει» το κόστος δανεισμού της για τα επόμενα πολλά χρόνια. Αυτό συμβαίνει διότι το μεγαλύτερο κομμάτι του ελληνικού χρέους προέρχεται από τους θεσμούς οι οποίοι και έχουν δανείσει τη χώρα με ένα σταθερό και κλειδωμένο επιτόκιο και αφετέρου διότι το τμήμα του χρέους με κυμαινόμενο επιτόκιο (περίπου 65 δισ. ευρώ σε σύνολο 350 δισ. ευρώ) έχει «χετζαριστεί» μέσω swap με αποτέλεσμα και αυτό το κομμάτι του χρέους στην πραγματικότητα να έχει σταθερό επιτόκιο. Αυτό είναι και από τα βασικά μηνύματα που «εκπέμπει» η Ελλάδα προς τις αγορές: ότι το ελληνικό χρέος τοκίζεται με σταθερό επιτόκιο σε ποσοστό 99,7% και ότι το ελληνικό ταμείο μετά και τη σημερινή πρώτη έκδοση της χρονιάς θα φτάσει να έχει ταμειακά διαθέσιμα που θα κινούνται στην περιοχή των 38-30 δισ. ευρώ, ένα από τα μεγαλύτερα ποσά παγκοσμίως αναλογικά με το ΑΕΠ της χώρας