Του Μιχάλη Ψύλου
[email protected]
Η είδηση ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν υποστηρίζουν πλέον την κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου EastMed έχει πυροδοτήσει φυσικά ποικίλες αντιδράσεις στην Ελλάδα και την Κύπρο. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ τόνισε βέβαια ότι η Ουάσιγκτον «παραμένει προσηλωμένη στη φυσική διασύνδεση της ενέργειας από την Ανατολική Μεσόγειο με την Ευρώπη», αλλά δείχνει πλέον ότι οι Αμερικανοί δεν θεωρούν βιώσιμο τον αγωγό EastMed και προτιμούν άλλες λύσεις.
Για την ιστορία, η Ελλάδα, η Κύπρος και το Ισραήλ είχαν υπογράψει τον Ιανουάριο του 2020 μια «ιστορική» συμφωνία για την κατασκευή του αγωγού της Ανατολικής Μεσογείου, με στόχο την τροφοδοσία με φυσικό αέριο της Ευρώπης. Το σχέδιο προέβλεπε τη μεταφορά κάθε χρόνο εννιά έως 12 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων φυσικού αερίου από τα κοιτάσματα της Ανατολικής Μεσογείου. Κάποιοι αναλυτές έσπευσαν βέβαια να πουν ότι η Ουάσιγκτον παίρνει το μέρος της Τουρκίας, σε μια στρατηγική συνεργασία ανάμεσα στο Ισραήλ, στην Ελλάδα και την Κύπρο, αλλά ουσιαστικά η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν έχει κανένα λόγο για τον αγωγό. Αναμφίβολα, οι Τούρκοι τρίβουν τα χέρια τους καθώς σπεύδουν να δηλώσουν ότι οι απειλές τους κατά του EastMed έπιασαν τόπο. Μόνο που η Άγκυρα γνωρίζει καλά ότι ο Αμερικανός πρόεδρος Μπάιντεν το τελευταίο πράγμα που θα επιθυμούσε θα ήταν να στηρίξει τον Τούρκο ομόλογό του, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Σε μια στιγμή μάλιστα που ο Τούρκος πρόεδρος βαδίζει προς το πολιτικό του τέλος… Απλά, πάνω απ’ όλα είναι «η οικονομία, ηλίθιε», όπως συνήθιζε να λέει ο Μπιλ Κλίντον.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες ενδιαφέρονται να πουλήσουν το δικό τους υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) και ενδεχομένως να βλέπουν ανταγωνιστικά τον EastMed. Οι ΗΠΑ υποστηρίζουν πλέον έργα όπως η σχεδιαζόμενη υποθαλάσσια διασύνδεση ηλεκτρικής ενέργειας EuroAfrica από την Αίγυπτο στην Κρήτη και η ηπειρωτική Ελλάδα, και την προτεινόμενη διασύνδεση EuroAsia για τη σύνδεση των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας του Ισραήλ, της Κύπρου και της Ευρώπης.
Τον τελευταίο λόγο φυσικά για την τύχη του EastMed έχει πάντως η Exxon Mobil, που δεν έχει ανοίξει τα χαρτιά της. Άλλωστε, όπως παραδέχτηκε και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Γιάννης Οικονόμου, ερωτηθείς για τη στάση των Ηνωμένων Πολιτειών έναντι του EastMed, η αγορά και όχι οι κυβερνήσεις αποφασίζουν για την οικονομική βιωσιμότητα των ενεργειακών έργων. «Δεν αποφασίζει η κυβέρνηση ποια λύση είναι οικονομικά και τεχνικά εφικτή.
Αυτό το αποφασίζει η αγορά» τόνισε χαρακτηριστικά. Με άλλα λόγια: Οι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες, οι οποίες, όπως φαίνεται, αλλάζουν πλέον στρατηγική στο θέμα της εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων. Εκτρέπουν τις δαπάνες τους προς ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, υποσχόμενες στους επενδυτές ότι οι αποδόσεις με τις πηγές χαμηλών εκπομπών άνθρακα θα είναι ίσες ή και θα αυξηθούν πέρα από αυτές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, μακροπρόθεσμα.
«Επανάσταση» για τους ενεργειακούς γίγαντες;
Η αυξανόμενη πίεση παγκοσμίως από επενδυτές, ακτιβιστές, αλλά και κάποιες κυβερνήσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, αναγκάζει τους πετρελαϊκούς κολοσσούς να κλείσουν τις στρόφιγγες των δαπανών για νέα κοιτάσματα και κατ’ επέκταση για αγωγούς φυσικού αερίου και πετρελαίου. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι η αύξηση των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου το 2021 απέφερε τεράστια κέρδη πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων στις μεγάλες εταιρείες ενέργειας. Σε αντίθεση μάλιστα με το 2020, όταν οι τιμές του μαύρου χρυσού και του φυσικού αερίου είχαν πέσει κατακόρυφα λόγω των εκτεταμένων lockdowns για την αντιμετώπιση της πανδημίας σε όλο τον κόσμο.
Κανονικά, οι εταιρείες θα είχαν βιαστεί να επενδύσουν τα κέρδη τους σε μακροπρόθεσμα έργα για την αύξηση της παραγωγής και των αποθεμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Ωστόσο, σε αντίθεση με οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία τους, κυρίως οι πέντε ευρωπαϊκοί κολοσσοί -η BP, η Royal Dutch Shell, η Total, η Equinor και η ιταλική ENI- εστιάζουν πλέον την προσοχή τους στο πώς θα επιστρέψουν όσο το δυνατόν περισσότερα χρήματα στους μετόχους. Ο λόγος;
Εγκαινιάζουν πλέον μια αποφασιστική στροφή προς τη ενέργεια χαμηλών εκπομπών άνθρακα, τις ανανεώσιμες πηγές, ακόμη και την πυρηνική ενέργεια, με βάση τις νέες αποφάσεις της Κομισιόν.
Η διπλή στρατηγική μείωσης της παραγωγής πετρελαίου και αύξησης των αποδόσεων των μετόχων φάνηκε για παράδειγμα στην τελευταία κίνηση της Shell: Η εταιρεία παραχώρησε στην ConocoPhillips έναντι 9,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων τις δραστηριότητές της για την εξόρυξη σχιστολιθικού πετρελαίου στο μεγαλύτερο αμερικανικό κοίτασμα, στο Περμιάν του Τέξας. Όπως όλες οι μεγάλες εταιρείες πετρελαίου στον κόσμο, η Shell δέχεται πιέσεις από επενδυτές να μειώσει τις επενδύσεις σε ορυκτά καύσιμα για να βοηθήσει στη μείωση των παγκόσμιων εκπομπών άνθρακα και στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής.
Δεν ενδιαφέρεται η Ε.Ε. για τον αγωγό
Ειδικά οι ευρωπαϊκές εταιρείες, όπως η Shell και η BP, έχουν θέσει στόχο να απομακρυνθούν σιγά σιγά από την παραγωγή αργού, ενώ επενδύουν σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως η ηλιακή και η αιολική. Το 2022 οι ευρωπαϊκές εταιρείες ανα
μένεται να επιστρέψουν ένα ρεκόρ 54 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε μερίσματα και επαναγορές περιουσιακών στοιχείων στους μετόχους, σύμφωνα με την ανάλυση της Bernstein Research.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποτίθεται ότι θα είχε δημοσιεύσει μέχρι τα τέλη του 2021 μια μελέτη που διερευνά την εμπορική και οικονομική σκοπιμότητα του EastMed, αλλά μέχρι στιγμής ούτε κραυγή ούτε ακρόαση. Αξιωματούχος της Κομισιόν είχε προδιαθέσει από τον περασμένο Οκτώβριο για την αλλαγή στάσης στην Ε.Ε., κάνοντας λόγο για ένα «σύνθετο έργο». «Η ανάλυση της Επιτροπής από την αξιολόγηση των επιπτώσεων του στόχου για το κλίμα, δείχνει ότι η αδιάκοπη χρή-
ση φυσικού αερίου δεν είναι συμβατή με τον μακροπρόθεσμο στόχο απαλλαγής από τις εκπομπές άνθρακα», είχε πει χαρακτηριστικά ο Ευρωπαίος αξιωματούχος.
Σε ανύποπτο χρόνο μάλιστα η Καταρίνα Σίκοφ Μάγνι, διευθύντρια στον τομέα Ενέργειας της Κομισιόν, απαντώντας στο ερώτημα πόσο φυσικό αέριο θα χρειαστεί η Ε.Ε. στο μέλλον, είπε: ΜΗΔΕΝ. Τόνισε ότι με τη δέσμευση της Ε.Ε. για μηδενικές καθαρές εκπομπές έως το 2050, μέχρι τότε θα υπάρχει μηδενική κατανάλωση φυσικού αερίου στην Ευρώπη. Επιπλέον, με την Ε.Ε. να έχει αυξήσει τον στόχο μείωσης των εκπομπών από 40% σε 55% έως το 2030, η χρήση φυσικού αερίου στην Ευρώπη θα μειωθεί προκειμένου να επιτευχθούν οι κλιματικοί στόχοι του 2030 και του 2050.
Η BP Capital εκτιμά βέβαια ότι ακόμη «είναι δύσκολο να ειπωθεί ποιος είναι ο σωστός ρυθμός στην ενεργειακή μετάβαση». Ο χρόνος θα δείξει αν η Ευρώπη έσπευσε να αλλάξει ενεργειακή στρατηγική πολύ γρήγορα…