Skip to main content

HSBC στη «Ν»: Τι δίνει ώθηση στην ελληνική ανάπτυξη – Στο 65% του 2019 ο τουρισμός την επόμενη χρονιά

Της Νατάσας Στασινού
[email protected]

Με εντυπωσιακούς ρυθμούς 8,8% υπολογίζει η HSBC ότι «έτρεξε» η ελληνική οικονομία φέτος. Για το 2022 υποβαθμίζει ελαφρώς την εκτίμησή της στο 4,5% (από 5%), λόγω της επίμονης διπλής πρόκλησης  της πανδημίας και του υψηλού πληθωρισμού, όπως εξηγεί σε συνέντευξή του στη «Ν» ο Fabio BalboniSenior Economist της βρετανικής επενδυτικής τράπεζας.

Ο τουρισμός θα είναι στα ισχυρά χαρτιά και της επόμενης χρονιάς. Το 2022 θα είναι μία χρονιά καλύτερη ακόμη από το 2021 σε αυτό το μέτωπο, χωρίς πάντως να πιάνει τις επιδόσεις του 2019. Η HSBC περιμένει ότι οι τουριστικές ροές από το εξωτερικό θα ανακάμψουν κοντά στο 65% των προ πανδημίας επιπέδων, ενώ υπολογίζει ότι οι ταξιδιωτικές εισπράξεις χάρη και στις υψηλές τουριστικές δαπάνες θα συμβάλουν περί τις 3 ποσοστιαίες μονάδες στην ανάπτυξη του ΑΕΠ.

Όσον αφορά στην ενεργειακή κρίση, ο Fabio Balboni δεν βλέπει γρήγορα φως στο τούνελ. Προειδοποιεί μάλιστα ότι οι τιμές ενέργειας και ευρύτερα ο πληθωρισμός θα αναγκάσουν την ΕΚΤ να προβεί σε πιο «σφιχτή» νομισματική πολιτική πιο γρήγορα από ό,τι υπολογίζει. Βλέπει τερματισμό του QE στο δεύτερο τρίμηνο του 2023 και την πρώτη – σε διάστημα 12 ετών- αύξηση επιτοκίων τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς.
Εκτιμά πάντως ότι από την ΕΚΤ, η Ελλάδα μπορεί να περιμένει ισχυρή στήριξης διάρκειας για όσο χρειαστεί μέχρι να βγει από την κρίση, αλλά και να πιάσει την επενδυτική βαθμίδα. Μετά την πρόσφατη απόφασή της για ευελιξία στις επανεπενδύσεις του PEPP περιμένει να ακολουθήσει η παράταση στο waiver για αποδοχή των ελληνικών ομολόγων ως ενέχυρων στις δημοπρασίες της ΕΚΤ.

Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη:  

 

H μετάλλαξη Όμικρον εξαπλώνεται ταχύτατα. Πόσο μεγάλη απειλή είναι για την ελληνική και ευρωπαϊκή οικονομία; Επιμένετε στην πρόβλεψη για ανάπτυξη του ελληνικού ΑΕΠ κατά 5% το 2022; 

Η μετάλλαξη Όμικρον και οι πιθανοί νέοι περιορισμοί θα μπορούσαν να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην κατανάλωση στην αλλαγή του χρόνου. Με το ποσοστό του πληθυσμού που είναι πλήρως εμβολιασμένο να είναι ένα από τα χαμηλότερα στην Ε.Ε., η Ελλάδα θα μπορούσε να εκτεθεί σε ραγδαία αύξηση των μολύνσεων. Ωστόσο οι οικονομίες ανά την Ευρωζώνη είναι καλύτερα εξοπλισμένες να προσαρμοστούν σε περιορισμούς, περιορίζοντας τις επιπτώσεις στην ανάκαμψη. Έχουν επίσης επιδείξει ικανότητα να επανέρχονται σε δυναμικούς ρυθμούς ανάπτυξης γρήγορα. Έτσι ενώ περιμένουμε επιβράδυνση της ανάπτυξης στην αλλαγή του χρόνου (συνοδευόμενη από υψηλό πληθωρισμό που θα τρώει το εισόδημα των νοικοκυριών), δεν περιμένουμε συρρίκνωση, τουλάχιστον όχι προς το παρόν. Για την Ελλάδα περιμένουμε ανάπτυξη 4,5% την επόμενη χρονιά ύστερα από 8,8% φέτος, με την ελαφρά υποβάθμιση της εκτίμησης για το 2022  να έχει να κάνει εν μέρει και με το stocks unwinding, που είχε σημαντική συμβολή στην φετινή ανάπτυξη.  

Η Ελλάδα είναι μία οικονομία με υψηλή εξάρτηση από τον τουρισμό. Τι περιμένετε σε αυτό το μέτωπο το 2022; 

Οι τουριστικές ροές από το εξωτερικό άρχισαν να ανακάμπτουν πιο δυναμικά από τα τέλη του καλοκαιριού, γεγονός που συνέβαλε και στην ισχυρή επίδοση των εξαγωγών το τρίτο τρίμηνο. Για την επόμενη χρονιά περιμένουμε οι ροές ξένων τουριστών να ανακάμψουν κοντά στο 65% των προ κρίσεων επιπέδων, κάτι που θα μπορούσε να προσθέσει 3 ποσοστιαίες μονάδες στην ανάπτυξη του ΑΕΠ μόνο σε όρους ταξιδιωτικών εισπράξεων. Ένα παρατεταμένο κύμα μολύνσεων, συνδεόμενο με την Όμικρον, θα μπορούσε να περιορίσει την ανάκαμψη, αν και το γεγονός ότι ο τουρισμός στην Ελλάδα ποντάρει κυρίως στη θερινή σεζόν θα βοηθήσει. 

Η ενεργειακή κρίση και ο υψηλός πληθωρισμός είναι ακόμη μία μεγάλη πρόκληση για κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες. Πόσο σύντομα θα μπορούσαμε να περιμένουμε βελτίωση των συνθηκών σε αυτό το μέτωπο; 

Οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές του πληθωρισμού εξαρτώνται από τις ρυθμιζόμενες τιμές ρεύματος και φυσικού αερίου. Οι τιμές χονδρικής εκτινάσσονται πάλι στα ύψη εξαιτίας του ψυχρού καιρού και των γεωπολιτικών εντάσεων, το οποίο θα ασκήσει νέες πιέσεις στον πληθωρισμό στις αρχές του επόμενου έτους, παρά τις παρεμβάσεις που έχουν ανακοινωθεί από τις κυβερνήσεις. Η ΕΚΤ έχει επανειλημμένα εκφράσει την πρόθεση να κοιτάξει πέρα από το σοκ των ενεργειακών τιμών και να ανεχθεί μία προσωρινή περίοδο πληθωρισμού πάνω από τον στόχο. Αλλά με τον πληθωρισμό να παραμένει πολύ πάνω του 2% για το μεγαλύτερο διάστημα της επόμενης χρονιάς, πιστεύουμε ότι θα αυξηθούν οι πιέσεις στους κόλπους του Διοικητικού Συμβουλίου να αποσύρει το QE (περιμένουμε πλέον τον τερματισμό του QE στα τέλη του δεύτερου τριμήνου του 2023) και τελικά να αυξήσει τα επιτόκια: βλέπουμε την πρώτη επιτοκιακή αύξηση κατά 10 μονάδες βάσης τον Σεπτέμβριο του 2023. Αυτή θα είναι η πρώτη σε διάστημα 12 ετών. Αλλά εάν ο πληθωρισμός ξεφύγει εκτός ελέγχου, η ΕΚΤ ίσως να αντιμετωπίσει τη μεγαλύτερη πρόκληση μεταξύ των μεγάλων κεντρικών τραπεζών, δεδομένου ότι έχει επίσημο στόχο μόνο για τον πληθωρισμό και επομένως θα μπορούσε να αλλάξει ρότα στη νομισματική πολιτική πολύ γρήγορα. 

Τα ελληνικά ομόλογα λαμβάνουν σημαντική στήριξη από την πρόσφατη απόφαση της ΕΚΤ. Ωστόσο παραμένουν σε καθεστώς junk. Πόσο γρήγορα θα μπορούσε να «πιάσει» η Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα; 

Δεν κάνουμε προβλέψεις για τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις. Σίγουρα το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι μία από τις πρώτες οικονομίες της Ευρωζώνης που βλέπει το ΑΕΠ της να ανακάμπτει σε προ πανδημίας επίπεδα είναι ένας θετικός παράγοντας, όπως και η συνεχιζόμενη πτώση των κόκκινων δανείων των τραπεζών. Η ΕΚΤ πρόσφατα ουσιαστικά αποφάσισε μια εξαίρεση για την Ελλάδα, επιτρέποντας ευελιξία στις επανεπενδύσεις του PEPP για να αυξήσει τα ελληνικά ομόλογα στο χαρτοφυλάκιό της, αν χρειαστεί, σε περίπτωση πιέσεων στις αγορές. Από την άποψη της αγοράς και του τραπεζικού τομέα αυτό έχει περιορίσει τη σημασία της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας. Περιμένουμε μία παράταση στο waiver με το οποίο γίνονται τα ελληνικά ομόλογα δεκτά ως ενέχυρο στις επιχειρήσεις ρευστότητας της ΕΚΤ να ακολουθήσει. Και αυτό δείχνει ισχυρή δέσμευση από τις ευρωπαϊκές αρχές να μην αφήσουν την Ελλάδα να μείνει πίσω στη φάση της ανάκαμψης από την κρίση, κάτι που είναι αρκετό για να ανταπεξέλθει έως ότου πιάσει την επενδυτική βαθμίδα.