Skip to main content

Αγορές: «Τσουνάμι» προσφοράς ομολόγων και αύξηση του κόστους δανεισμού το 2022

Οι κεντρικές τράπεζες, ο πιο αξιόπιστος αγοραστής ομολόγων στον κόσμο, υπολογίζεται ότι θα περιορίσουν τις αγορές τους το 2022 έως και κατά 2 τρισ. δολάρια στις τέσσερις μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη. Η εξέλιξη αυτή θα μπορούσε να σηματοδοτήσει αισθητή αύξηση του κόστους δανεισμού για τις κυβερνήσεις ανά τον κόσμο. 

Επί χρόνια- και ειδικά μετά το ξέσπασμα της πανδημίας τον Μάρτιο του 2020, οι κεντρικές τράπεζες ουσιαστικά στήριξαν τις δημόσιες δαπάνες, αγοράζοντας ένα μεγάλο τμήμα των κρατικών ομολόγων που εκδόθηκαν στις αγορές και κρατώντας έτσι τα επιτόκια κοντά σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Ωστόσο καθώς οι κεντρικές τράπεζες θα αρχίσουν να «μαζεύουν» τα τεράστια προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης, κινδυνεύει να δημιουργηθεί στην αγορά – και ειδικά στην Ευρώπη- ένα μεγάλο πλεόνασμα προσφοράς ομολόγων υψηλής αξιολόγησης. 

Η JPMorgan υπολογίζει ότι η ζήτηση των κρατικών ομολόγων από κεντρικές τράπεζες σε ΗΠΑ, Βρετανία, Ιαπωνία και Ευρωζώνη θα μειωθεί κατά 2 τρισ. δολάρια το 2022 ύστερα από πτώση 1,7 τρισ. δολαρίων φέτος. Υπό τις συνθήκες αυτές αναμένεται αύξηση στις αποδόσεις του αμερικανικού 10ετους ομολόγου κατά 75 μονάδες βάσης, του γερμανικού 10ετους κατά 45 μονάδες βάσης και του βρετανικού κατά 55 μονάδες βάσης. Παγκοσμίως η JPMorgan προβλέπει ότι η μέση απόδοση των κρατικών ομολόγων θα αυξηθεί κατά 20 με 25 μονάδες βάσης. Η BofA δε «βλέπει» διεύρυνση των spreads της Ευρωζώνης κατά 20 – 30 μονάδες βάσης. 

«Δεν θα έχουμε έναν Αρμαγεδδόνα την επόμενη χρονιά στα ομόλογα. Αλλά θα έχουμε μία περίοδο επίμονα υψηλού πληθωρισμού, στην οποία οι κεντρικές τράπεζες θα περιορίζουν τις αγορές ομολόγων και θα αυξάνουν τα επιτόκια και ταυτόχρονα θα έχουμε τεράστια προσφορά ομολόγων από τις κυβερνήσεις. Αυτό θα δημιουργήσει πλεόνασμα» εξηγεί στο Reuters ο Κρεγκ Ίντσες, επικεφαλής επιτοκίων της Royal London Asset Management. «Αυτός είναι ένας δύσκολος συνδυασμός για τις αγορές χρέους» συμπληρώνει. 

Υπενθυμίζεται ότι η Fed των ΗΠΑ θα τερματίσει σταδιακά τις μηνιαίες αγορές ομολόγων 120 δισ. δολαρίων έως τον Μάρτιο. Η Τράπεζα της Αγγλίας έχει προγραμματίσει να δώσει τέλος στο δικό της πρόγραμμα ύψους 895 δισ. στερλινών (1,18 τρισ. δολαρίων) αυτόν τον μήνα, ενώ το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (PEPP) ύψους 1,85 τρισ. ευρώ (2,09 τρισ. δολαρίων) της ΕΚΤ λήγει επίσης τον ερχόμενο Μάρτιο. 

Οι κεντρικές τράπεζες δεν θα εξαφανιστούν βεβαίως από τις αγορές. Για να «αντισταθμίσει» εν μέρει την απώλεια του PEPP η ΕΚΤ θα διπλασιάσει προσωρινά την αξία του υφιστάμενου τακτικού προγράμματος (APP) στα 40 δισ. ευρώ μηνιαίως, ενώ θα συνεχίσει έως και τα τέλη του 2024 τις επανεπενδύσεις του PEPP (στις οποίες θα βρουν στήριξη και τα ελληνικά ομόλογα). Η Fed και η Τράπεζα της Αγγλίας από την πλευρά τους θα συνεχίσουν να ρίχνουν τα έσοδα από τις ωριμάνσεις των ομολόγων στην αγορά. Συνολικά ωστόσο η παρουσία τους θα είναι αισθητά μειωμένη. 

Η Βρετανία ενδεχομένως να είναι η οικονομία που θα επηρεαστεί περισσότερο. Η ING υπολογίζει ότι οι ιδιώτες επενδυτές θα πρέπει να απορροφήσουν ομόλογα καθαρής αξίας 110 δισ. στερλινών το 2022, έναντι μόλις 14 δισ. στερλινών το 2021, κατά το οποίο η Τράπεζα της Αγγλίας (BoE) φρόντισε να αγοράσει ομόλογα αξίας 17 δισ. στερλινών. Μάλιστα η  BoE σχεδιάζει να σταματήσει την επανεπένδυση ομολόγων που ωριμάζουν όταν το επιτόκιο φτάσει στο 0,5% – ένα επίπεδο που εκτιμάται ότι θα έρθει έως τα μέσα του 2022. Και όταν το επιτόκιο σκαρφαλώσει στο 1% ενδέχεται να εξετάσει την πώληση ομολόγων, που έχει στην κατοχή της. 

Στην Ευρωζώνη η προσφορά των ομολόγων (συμπεριλαμβανομένων εκείνων της Ε.Ε.) θα είναι η υψηλότερη από το 2015 στα 157 δισ. ευρώ, όπως υπολογίζει η BNP Paribas. 

naftemporiki.gr με πληροφορίες από Reuters