Από την έντυπη έκδοση
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Τις μεγάλες προκλήσεις, αλλά και τις ευκαιρίες που θα φέρει το 2022 για την ελληνική και την ευρωπαϊκή οικονομία σκιαγραφούν στη «Ν» τα στελέχη 6 μεγάλων οίκων: Moody’s, Fitch, S&P, DBRS, Scope Ratings και UBS.
Η επίμονη απειλή της πανδημίας, εν μέσω της εξάπλωσης της Όμικρον, παραμένει κορυφαία πηγή ανησυχίας, όπως τονίζουν, αφού θα μπορούσε να οδηγήσει σε επαναφορά περιοριστικών μέτρων, βάζοντας «φρένο» στην ανάκαμψη και κρατώντας σε υψηλά επίπεδα το δημόσιο χρέος.
Πιο επίμονος ίσως αποδειχθεί όμως και ο κίνδυνος του υψηλού πληθωρισμού, όπως προειδοποιούν, λόγω των συνεχιζόμενων πιέσεων στην εφοδιαστική αλυσίδα. Αυτός θα μπορούσε να αναγκάσει τις κεντρικές τράπεζες να επιταχύνουν τον βηματισμό τους προς μια πιο περιοριστική νομισματική πολιτική, εξηγούν, αν και εκτιμούν ότι η ΕΚΤ σε καμία περίπτωση δεν θα βιαστεί να αποσύρει τα στηρίγματα για τις οικονομίες του ευρώ. Καθοριστικής σημασίας θα είναι οι αποφάσεις της κεντρικής τράπεζας για το εάν θα συνεχίσει με κάποιο τρόπο να αγοράζει ελληνικά ομόλογα και μετά το έκτακτο πρόγραμμα PEPP και πριν αυτά «πιάσουν» την επενδυτική βαθμίδα. Και τούτο γιατί από αυτό θα εξαρτηθεί εν πολλοίς και το κόστος δανεισμού της Ελλάδας.
Για τη χώρα μας οι οίκοι θέτουν τον πήχη της ανάπτυξης κοντά στο 5% για το 2022, ενώ σημειώνουν ότι το κλειδί για την πορεία της επόμενης χρονιάς βρίσκεται στην ταχεία απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, αλλά και στη μείωση των κόκκινων δανείων στον τραπεζικό τομέα. Πρόκειται για δύο παράγοντες από τους οποίους εξαρτώνται συνολικά οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης της χώρας. Η επιτυχία σε αυτά τα δύο μέτωπα είναι αυτή που θα μπορούσε να φέρει ταχύτερα και τις πολυπόθητες αναβαθμίσεις στο ελληνικό αξιόχρεο.
Moody’s – Steffen Dyck
Vice President, Senior Credit Officer
Η πανδημία του κορονοϊού παραμένει η βασική πηγή αυξημένης ανησυχίας, μας λέει ο Steffen Dyck, αντιπρόεδρος και senior credit officer της Moody’s. Ωστόσο, «ακόμη ένας κίνδυνος για τις οικονομικές προοπτικές είναι η διατήρηση των υφιστάμενων προβλημάτων στην εφοδιαστική αλυσίδα, οι επίμονες ελλείψεις προσωπικού στην αγορά εργασίας και οι επακόλουθες πιέσεις στον πληθωρισμό» σημειώνει και προσθέτει: «Ο υψηλός πληθωρισμός θα μπορούσε επίσης να διαβρώσει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών εάν δεν έχουμε ανάλογες αυξήσεις μισθών». Η απειλή του υψηλού πληθωρισμού θα ανάγκαζε τις κεντρικές τράπεζες να αυξήσουν τα επιτόκια νωρίτερα από ό,τι περιμένουμε.
Παρ’ όλα αυτά εκτιμά ότι η ΕΚΤ πιθανότατα θα διατηρήσει την υποστηρικτική της στάση, κάτι που θα συγκρατήσει την αύξηση στο κόστος δανεισμού. Ωστόσο, η αναλογία χρέους/ΑΕΠ στη ζώνη του ευρώ θα παραμείνει και την επόμενη χρονιά 11,7 μονάδες υψηλότερη από ό,τι ήταν το 2018, κάτι που σημαίνει ότι «η δημοσιονομική προσαρμογή που απαιτείται είναι τεράστια».
Οι παραπάνω προκλήσεις ισχύουν και για την Ελλάδα, «με την εξέλιξη της πανδημίας να είναι καθοριστικής σημασίας, δεδομένης της σπουδαιότητας του τουριστικού τομέα» αναφέρει ο κ. Dyck. Υπογραμμίζει ωστόσο ότι πέρα από αυτά οι προκλήσεις της Ελλάδας περιλαμβάνουν:
α) Τη μείωση του πολύ υψηλού δημοσίου χρέους, η οποία θα απαιτήσει συνετή δημοσιονομική στάση για τα επόμενα χρόνια.
β) Τη διατήρηση του focus στην ολοκλήρωση μεταρρυθμίσεων θεσμικών και διακυβέρνησης για τη διασφάλιση υψηλότερων προοπτικών βιώσιμης ανάπτυξης.
γ) Περαιτέρω μείωση της έκθεσης των ελληνικών τραπεζών σε μη εξυπηρετούμενα δάνεια, προκειμένου να έχει έναν υγιή χρηματοπιστωτικό τομέα ως αναπόσπαστο μέρος της οικονομικής ανάκαμψης.
Fitch – Michele Napolitano
Senior Director, Head of Western European Sovereigns Global Sovereign & Supranationals
Η ελληνική οικονομία έχει επιδείξει έναν βαθμό ανθεκτικότητας φέτος, ανακάμπτοντας με ρυθμούς 9,5% τα τρία πρώτα τρίμηνα του έτους – υπερβαίνοντας τις περισσότερες προβλέψεις. Ο Michele Napolitano, senior director του οίκου, επικεφαλής για τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης και τους υπερεθνικούς οργανισμούς, εκτιμά σε δηλώσεις του στη «Ν» ότι το 2022 η ανάκαμψη θα συνεχιστεί χάρη στην αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, που θα ανεβάσει τις πραγματικές δαπάνες. Οι χορηγήσεις του Ταμείου Ανάκαμψης στην Ελλάδα ανέρχονται σε 18,4 δισ. ευρώ (10,1% του ονομαστικού ΑΕΠ του 2019), γεγονός που τοποθετεί τη χώρα στους μεγάλους ωφελημένους.
«Η εξέλιξη της πανδημίας, με την πιθανότητα νέων περιοριστικών μέτρων εξαιτίας της εξάπλωσης της μετάλλαξης Όμικρον, είναι ένας κίνδυνος για τις οικονομικές προοπτικές τους επόμενους μήνες. Ένας άλλος έχει να κάνει με τους περιορισμούς στην προσφορά και τις υψηλές τιμές ενέργειας, που επηρεάζουν σειρά κλάδων, με αντίκτυπο στα κόστη λειτουργίας των επιχειρήσεων, την παραγωγή και τη συνολική ζήτηση. Μία βραδύτερη του αναμενομένου διάθεση των κεφαλαίων θα είχε επίσης ως αποτέλεσμα χαμηλότερες προβλέψεις για το ΑΕΠ», αναφέρει.
Ο οίκος Fitch θεωρεί ότι τα προβλήματα στην προσφορά και οι πληθωριστικές πιέσεις θα είναι μεγάλη πρόκληση συνολικά για την Ευρωζώνη. Εκτιμά παρ’ όλα αυτά ότι οι πιστωτικές συνθήκες συνολικά για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα βελτιωθούν το 2022, καθώς η απόσυρση μέτρων στήριξης θα οδηγήσει σε αισθητή μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, ενώ και η αποτελεσματική αξιοποίηση των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης θα στηρίξει την ανάκαμψη.
Όσον αφορά την ΕΚΤ, περιμένει διατήρηση της υποστηρικτικής πολιτικής. «Αν και ο πληθωρισμός συνεχίζει να εκπλήσσει ανοδικά, θεωρούμε τις πληθωριστικές πιέσεις ως μεταβατικές με το μεσοπρόθεσμο outlook του πληθωρισμού να παραμένει αδύναμο», αναφέρει. Προειδοποιεί ωστόσο «ότι οι αποκλίσεις στις τάσεις του πληθωρισμού από χώρα σε χώρα στην Ευρωζώνη θα μπορούσαν να προκαλέσουν διαφωνίες στο εσωτερικό του Δ.Σ. της ΕΚΤ».
Η μεγάλη συζήτηση στην Ευρωζώνη θα έχει να κάνει με την αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. «Περιμένουμε βραδύ ρυθμό μεσοπρόθεσμης δημοσιονομικής προσαρμογής στην Ευρωζώνη. Οι κανόνες ίσως αναθεωρηθούν κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις πρόσθετες δημόσιες επενδύσεις που χρειάζονται για να επιτευχθούν οι κλιματικοί στόχοι των 27 της Ε.Ε.», σημειώνει και προσθέτει: «Ανεξάρτητα από τους κανόνες, οι δαπάνες που συνδέονται με την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης θα επηρεάσουν τα δημόσια οικονομικά, με τους αρμοδίους να έχουν δύσκολες αποφάσεις σχετικά με τις δημοσιονομικές προτεραιότητες».
S&P Ratings
Σε σχόλιό του στη «Ν» ο οίκος S&P αναφέρει ότι βλέπει ρυθμούς ανάπτυξης 7% για την ελληνική οικονομία φέτος, 5% για το 2022 και 4,4% για το 2023. «Μέσα στα επόμενα τρία χρόνια περιμένουμε ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης της Ελλάδας θα ξεπεράσουν τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και σε όρους πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ», σημειώνει.
Όσον αφορά τις προκλήσεις, αυτές συνδέονται πρωτίστως με την εξέλιξη της πανδημίας και των νέων παραλλαγών της Covid-19 και τον αντίκτυπό τους στην οικονομία και ειδικά στον τουρισμό, όπως επίσης και τις επιπτώσεις που θα έχουν στην έκθεση του τραπεζικού τομέα σε μη εξυπηρετούμενα δάνεια. «Η χαμηλότερη του αναμενομένου απορρόφηση των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης θα περιόριζε επίσης τις οικονομικές επιδόσεις, κάτι που προς το παρόν δεν περιμένουμε», αναφέρει.
«Συνολικά πιστεύουμε ότι όσον αφορά την αξιολόγηση της Ελλάδας, το ισοζύγιο των κινδύνων είναι θετικό, με προοπτική ισχυρότερων του αναμενομένου οικονομικών επιδόσεων και περαιτέρω μείωσης των μη εξυπηρετούμενων εκθέσεων, δεδομένων των κινήσεων που είναι ήδη σε εξέλιξη και αυτών που έχουν σχεδιαστεί για το μέλλον, μέσω και του προγράμματος Ηρακλής ΙΙ», τονίζουν οι αναλυτές του οίκου.
Μάλιστα, σημειώνουν ότι θα μπορούσε να έρθει αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου μέσα στους επόμενους 6-12 μήνες «αν η οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας αποδειχθεί ταχύτερη από τις υφιστάμενες προβλέψεις και ισχυρότερη από των άλλων χωρών της Ευρωζώνης». Μία ουσιαστική βελτίωση στις δημοσιονομικές επιδόσεις σε συνδυασμό με αξιοσημείωτη μείωση των ΝPEs στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα θα βοηθούσαν επίσης στην αναβάθμιση, όπως εξηγούν. «Η συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων σε συνδυασμό με το ισχυρό οικονομικό rebound και τη βελτιωμένη εικόνα του προϋπολογισμού είναι το κλειδί. Σε αυτό το σενάριο, τα NPEs στον τραπεζικό τομέα θα συρρικνώνονταν αισθητά», καταλήγουν.
DBRS – Nichola James
co-head Global Sovereing Ratings
H βασική πρόκληση στην Ευρώπη συνεχίζει να είναι η διαχείριση της πανδημίας της Covid-19, σημειώνει στη «Ν» η Nichola James, co-head Global Sovereing Ratings του DBRS. «Τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις προσαρμόζονται στην κατάσταση και δεν περιμένουμε μία επιστροφή σε σκληρά, γενικευμένα lockdowns ως αποτέλεσμα της μετάλλαξης Όμικρον, τουλάχιστον με βάση τις πληροφορίες που έχουμε έως τώρα. Οι κλάδοι κοινωνικής κατανάλωσης που τώρα επηρεάζονται από τους περιορισμούς, σε πολλές χώρες αντιστοιχούν σε μικρό ποσοστό της προστιθέμενης αξίας, αλλά βεβαίως σε χώρες που εξαρτώνται από τον χειμερινό τουρισμό θα μπορούσε ο αντίκτυπος να είναι πιο ισχυρός», αναφέρει. Υπογραμμίζει ακόμη ότι η ανάκαμψη δίνει το περιθώριο σε πολλές χώρες να σχεδιάσουν τη σταθεροποίηση των δημοσιονομικών τους ύστερα από μία περίοδο ισχυρών μέτρων στήριξης, ενώ και η ΕΚΤ θα διατηρήσει πιθανότατα τη νομισματική στήριξη, κρατώντας το κόστος δανεισμού σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Όσον αφορά τα προβλήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας, θα επιμείνουν στις αρχές του 2022 επηρεάζοντας τη μεταποίηση, ειδικά την παραγωγή οχημάτων, αλλά θα μπορούσαν να αμβλυνθούν στη συνέχεια.
Άλλες προκλήσεις -τονίζει- συνδέονται με τους πολύ φιλόδοξους στόχους για την επένδυση των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης σε projects ψηφιακού μετασχηματισμού και πράσινης μετάβασης.
Για την ελληνική οικονομία ειδικότερα η Nichola James υπογραμμίζει: «Ανακάμπτει με ταχύ ρυθμό και η βασική πρόκληση των αρχών συνεχίζει να είναι η διαχείριση της υγειονομικής κρίσης και η προώθηση πληθώρας μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων που έχουν σχεδιαστεί για την επόμενη χρονιά. Το ρίσκο υλοποίησης είναι μέτριο και η καλή διακυβέρνηση στη διαχείριση των projects θα είναι σημαντική ώστε να αξιοποιηθεί η τεράστια ευκαιρία του Ταμείου Ανάκαμψης».
Σημειώνει ακόμη ότι η «η ελληνική οικονομία έχει επιδείξει ανθεκτικότητα στην κρίση εν μέρει χάρη στις ισχυρές προσπάθειες στο μέτωπο των δημοσιονομικών και των μεταρρυθμίσεων στο παρελθόν, όπως και στην ελκυστικότητα της Αθήνας και άλλων πόλεων και νησιών ως τουριστικών προορισμών».
Για το ελληνικό ΑΕΠ ο DBRS «βλέπει» ανάπτυξη της τάξης του 8% φέτος και 4% το 2022.
Scope Ratings – Dennis Shen
Director, Sovereign Ratings
Ο Scope Ratings περιμένει άκρως δυναμικούς ρυθμούς ανάπτυξης, 8,9%, για την ελληνική οικονομία φέτος και ρυθμούς 4,3% το 2022.
«Η διατήρηση της τόσο δυναμικής ανάκαμψης εξαρτάται από την προώθηση οικονομικών μεταρρυθμίσεων και μεταρρυθμίσεων στον τραπεζικό τομέα, ώστε να ενισχυθούν οι μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης. Χωρίς αυτό, το αυξημένο δημόσιο χρέος θα μπορούσε να αποδειχθεί διαρκής κίνδυνος σε ενδεχόμενο οικονομικό σοκ στο μέλλον», σημειώνει στη «Ν» ο Dennis Shen, Director, Sovereign Ratings στον Scope.
Για την ώρα, όπως εξηγεί, η αυξημένη εσωτερική ζήτηση μετά και τις αποταμιεύσεις που έφεραν τα lockdowns του 2020 και η χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων, καθώς το πρόγραμμα εμβολιασμού προχωρά, έχουν στηρίξει την ανάκαμψη. Στην κατεύθυνση αυτή έχουν επίσης συμβάλλει η άκρως υποστηρικτική πολιτική της ΕΚΤ και τα ισχυρά δημοσιονομικά μέτρα τόνωσης.
«Στην περίπτωση της Ελλάδας η περαιτέρω χρηματοδότηση από την Ε.Ε., μετά την αρχική δόση των 4 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης, θα βοηθήσει να διατηρηθεί η ανάπτυξη το επόμενο έτος», τονίζει. Προβλέπει δε ότι «η ΕΚΤ είναι επίσης πιθανόν να διατηρήσει έναν βαθμό ευελιξίας στον ισολογισμό της, συνεχίζοντας να προσφέρει τον απαιτούμενο βαθμό στήριξης σε ευάλωτους δανειολήπτες όπως η Ελλάδα στη βάση δυσμενών σεναρίων για την αγορά, ακόμη και αφού παγώσουν οι αγορές ομολόγων μέσω PEPP την επόμενη χρονιά».
Μεσοπρόθεσμα ο οίκος υπολογίζει ότι η ελληνική οικονομία θα αναπτύσσεται με ρυθμούς 1,8% για το διάστημα 2023-26 με τη στήριξη και των ευρωπαϊκών πόρων.
Σημειώνει δε ότι η χώρα μας έχει καλό ιστορικό στην απορρόφηση των κοινοτικών πόρων, αφού ήταν δεύτερη στην ενεργοποίηση των κεφαλαίων των ταμείων συνοχής το διάστημα 2014-2020.
Μακροπρόθεσμα ωστόσο αναμένει ότι ο ρυθμός ανάπτυξης θα είναι αισθητά χαμηλότερος, στο 1% ετησίως. Όπως εξηγεί ο κ. Shen, η συρρίκνωση του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας, περίπου κατά 0,7% ετησίως την περίοδο 2021-2026, και το υψηλό δημόσιο χρέος είναι παράγοντες που στέκονται εμπόδιο σε πιο δυναμική ανάπτυξη. Η Ελλάδα έχει το υψηλότερο δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, μετά την Ιαπωνία, μεταξύ των 36 οικονομιών που αξιολογεί ο Scope Ratings.
O οίκος υπολογίζει ότι το χρέος της Ελλάδας θα μειωθεί στο 202% έως τα τέλη του 2021 μετά την κορύφωσή του το 2020 και θα συνεχίσει να μειώνεται στο 180,9% το 2026 – επανερχόμενο έτσι κοντά στα προ κρίσεως επίπεδα του 180,5%. Το δημοσιονομικό έλλειμμα εκτιμάται ότι θα είναι φέτος στο 10,2% του ΑΕΠ ύστερα από 10,1% το 2020. Θα πρέπει να σημειωθεί στο 5,2% του ΑΕΠ το 2022, για να μειωθεί κάτω από το όριο του 3% το 2024.
UBS – Θέμης Θεμιστοκλέους
Head, Chief Investment Office EMEA at UBS Global Wealth Management
Η UBS βλέπει ανάπτυξη της τάξης του 7,9% το 2021, 5% το 2022 και 4,7% το 2023 για την ελληνική οικονομία, χάρη στους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, την ενίσχυση της αγοράς εργασίας, το rebound του τουρισμού και τη βελτίωση στις πιστωτικές συνθήκες. Περιμένει επίσης μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, αλλά και πτώση του δημοσίου χρέους κοντά στο 180% του ΑΕΠ έως τα τέλη του 2023. Για τα ελληνικά ομόλογα, όπως επισημαίνει στη «Ν» ο Θέμης Θεμιστοκλέους, Chief Investment Office EMEA της UBS, η ένταξη στο APP θα είναι το κλειδί.
«Η άμεση πρόκληση για την οικονομία είναι η ανάδυση του στελέχους Όμικρον που θα μπορούσε να πλήξει την ανάκαμψη του τουρισμού, ειδικά εάν επιμείνει και μετά τους χειμερινούς μήνες, με την κορύφωση να έρχεται στην τουριστική σεζόν», προειδοποιεί ο κ. Θεμιστοκλέους.
Επιπλέον τονίζει πως καθοριστική είναι και η απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. «Αν είναι βραδύτερη των προβλέψεων, θα μπορούσε να οδηγήσει σε βραδύτερη ανάπτυξη», εξηγεί.
Η τρίτη πρόκληση έχει να κάνει με τη μείωση των κόκκινων δανείων στον τραπεζικό τομέα. «Οι χορηγήσεις δανείων είναι σημαντικές για τη στήριξη της οικονομικής ανάπτυξης. Μία βραδύτερη του αναμενομένου μείωση των κόκκινων δανείων θα ήταν βαρίδι για την ανάπτυξη», αναφέρει.
Τέλος, σημαντικός παράγοντας είναι και το τι θα κάνει η ΕΚΤ με τα ελληνικά ομόλογα. Εάν σταματήσει την αγορά τους όταν κάνει τη μετάβαση από το PEPP στο ΑPP θα έχουμε άνοδο των αποδόσεων και κατά συνέπεια του κόστους δανεισμού της κυβέρνησης.
Συνολικά για την Ευρώπη η UBS περιμένει ανάπτυξη 5,1% φέτος, 4,8% το 2022 και 2% το 2023. «Πονοκέφαλο», όπως σημειώνει, προκαλούν η έξαρση των κρουσμάτων της Covid και η επαναφορά περιοριστικών μέτρων σε μία σειρά χωρών. Πρόσθετη πρόκληση είναι ο πληθωρισμός (ειδικά εάν αποδειχθεί παρατεταμένος εξαιτίας του ελλείμματος προσφοράς φυσικού αερίου).
Και τούτο, όπως σημειώνει ο κ. Θεμιστοκλέους, γιατί πέρα από τον αρνητικό αντίκτυπο που θα έχει στις καταναλωτικές δαπάνες θα μπορούσε να οδηγήσει σε πιο περιοριστική νομισματική πολιτική. «Αν και δεν περιμένουμε από την ΕΚΤ να αυξήσει σύντομα τα επιτόκια, η μετάβαση από το PEPP στο APP εάν δεν γίνει σωστά θα μπορούσε να οδηγήσει στη διεύρυνση των spreads των χωρών της περιφέρειας και σε υψηλότερο κόστος δανεισμού για ορισμένες χώρες», καταλήγει.