Skip to main content

Ποιος (δεν) φοβάται τον πληθωρισμό

Της Νατάσας Στασινού
[email protected] 

Για πρώτη φορά δια στόματος της Κριστίν Λαγκάρντ η ΕΚΤ διεκήρυξε ότι θα κάνει «ό,τι χρειαστεί» όχι μόνο για να αντιμετωπίσει τις απειλές για την οικονομική ανάπτυξη, αλλά και για να θωρακίσει την Ευρωζώνη έναντι του νέου κινδύνου: της ακρίβειας. Ωστόσο επανέλαβε ότι ο πληθωρισμός πιθανότατα θα είναι προσωρινός. Και κατέστησε σαφές πως η κεντρική τράπεζα της Ευρωζώνης δεν είναι έτοιμη να αποσύρει τα μέτρα στήριξης και να επιστρέψει σε «σφιχτή» νομισματική πολιτική εξίσου γρήγορα με τη Fed των ΗΠΑ. 

Σε αντίθεση με τον Τζερόμ Πάουελ της Fed, οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ αν και παραδέχονται ότι ο υψηλός πληθωρισμός θα διαρκέσει περισσότερο από ό,τι αρχικά υπολόγιζαν, επιμένουν στη βασική θέση τους ότι είναι ένα εν πολλοίς παροδικό φαινόμενο. Εμφανίζονται δε ανήσυχοι για τον αντίκτυπο που θα έχει η Μετάλλαξη Όμικρον στους ρυθμούς της ανάκαμψης. 

Το νέο στέλεχος συνιστά διττή απειλή: με τα προβλήματα που προκαλεί στην εφοδιαστική αλυσίδα, θα μπορούσε να διατηρήσει τόσο την ανάπτυξη υπό πίεση όσο και τις τιμές στα ύψη. Και αυτό περιπλέκει αρκετά τις αποφάσεις κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών. 

Υπό τις συνθήκες αυτές όλοι περιμένουν να δουν τι θα βαρύνει τελικά περισσότερο στη ζυγαριά της ΕΚΤ σε δύο εβδομάδες από τώρα, στην κρίσιμη συνεδρίαση του Δεκεμβρίου. 

Μέχρι στιγμής η Κριστίν Λαγκάρντ διαβεβαιώνει ότι η αύξηση των επιτοκίων μέσα στην επόμενη χρονιά δεν είναι πιθανή. Στο ίδιο μήκος κύματος ο αντιπρόεδρος της κεντρικής τράπεζας, Λούις ντε Γκίντος, υπογράμμισε ότι δεν έχει έρθει ακόμη η ώρα για αυστηρή νομισματική πολιτική, αφού «ο υψηλός πληθωρισμός που βλέπουμε δεν θα έχει διάρκεια», ο Όλι Ρεν τον χαρακτήρισε «μεταβατική κατάσταση», ενώ ακόμη και το «γεράκι» της Ολλανδίας, ο Κλάας Κνοτ, είπε ότι είναι νωρίς να συζητάμε για επιτοκιακές αυξήσεις. 

H Capital Economics σχολιάζει πως ορθώς οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι βλέπουν διαφορετικά από τους Αμερικανούς ομολόγους τους τις πιέσεις στην οικονομία και δεν φοβούνται στον ίδιο βαθμό τον πληθωρισμό. «Πέρα από τις αυξημένες τιμές της ενέργειας και τα προβλήματα στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα, τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη έχουν ωθήσει και παράγοντες, όπως η μείωση του ΦΠΑ στη Γερμανία στο δεύτερο εξάμηνο της περσινής χρονιάς» εξηγούν. Αν εξαιρεθεί ο αντίκτυπος του παράγοντα αυτού τότε ο δομικός πληθωρισμός ήταν μόνο 1,4% τον Νοέμβριο έναντι 3,1% στις ΗΠΑ. 

Στο πλαίσιο αυτό και με τις ανησυχίες για παράταση της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων να εντείνονται, οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ φαίνεται να συμφωνούν ότι τα στηρίγματα στην οικονομία θα παραμείνουν και το 2022 αναγκαία. Επομένως είτε το PEPP δεν θα λήξει τον Μάρτιο όπως αρχικά είχε προγραμματιστεί, είτε θα βρεθεί μία άλλη φόρμουλα διεύρυνσης του συμβατικού προγράμματος αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ (APP).  Στη συνεδρίαση του Δεκεμβρίου θα έχουμε αρκετές ενδείξεις για τις κινήσεις στο μέτωπο αυτό, αλλά οι οριστικές αποφάσεις δεν αποκλείεται να μετατεθούν για τον Φεβρουάριο. 

Όσον αφορά στα επιτόκια δύσκολα θα δούμε αύξηση πριν από το 2023. Και αυτό υπό την προϋπόθεση ότι ο νέος κορωνοϊός δεν μας κρύβει και άλλες δυσάρεστες εκπλήξεις.