Από την έντυπη έκδοση
Της Ειρήνης Σακελλάρη
[email protected]
Με την επίδραση της πανδημίας να μην έχει πλήρως καταγραφεί ακόμη, όπως αναφέρει η έκθεση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδος, οι σημαντικές προκλήσεις παραμένουν και εστιάζονται κυρίως στα μεγάλα ακόμη αποθέματα μη εξυπηρετούμενων δανείων και στον κίνδυνο δημιουργίας νέων λόγω της πανδημίας, κυρίως όμως στην ανάγκη να ενισχυθούν οι αντίστοιχες προβλέψεις κάλυψης του συγκεκριμένου κινδύνου.
Παρά τη μείωση του ποσοστού ΜΕΔ, το 40% περίπου αυτών και το 9% των εξυπηρετούμενων δανείων τελούν υπό κάποιο καθεστώς ρύθμισης, γεγονός που τα καθιστά υψηλού πιστωτικού κινδύνου.
Παράλληλα, στις κατηγορίες υψηλού κινδύνου (στάδιο 2 και 3) κατατάσσονται περίπου το 13% και 20% αντίστοιχα των δανείων, ενώ με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, στο πλαίσιο των μέτρων στήριξης των δανειοληπτών από την πανδημία, δάνεια περίπου 9 δισ. ευρώ τελούν υπό κάποιο είδος προστασίας / διευκόλυνσης πληρωμών (π.χ. πρόγραμμα «Γέφυρα», προγράμματα step-up των τραπεζών).
Υπάρχουν και κίνδυνοι που σχετίζονται με τον αντίκτυπο του τέταρτου κύματος της πανδημίας, την αύξηση των ΜΕΔ μετά τη λήξη των μέτρων κρατικής στήριξης και ενδεχομένως το χαμηλό ποσοστό απορρόφησης των κονδυλίων της Ε.Ε. στο πλαίσιο του NGEU.
Συνολικά, επισημαίνεται ότι το επίπεδο του δείκτη κάλυψης των ΜΕΔ από προβλέψεις υπολείπεται του μέσου όρου των ευρωπαϊκών ομίλων μεσαίου μεγέθους σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του α’ τριμήνου του 2021.
Τον Μάρτιο του 2021 η Ευρώπη είχε δείκτη κάλυψης 68,5%, ενώ η Ελλάδα 44,5%. Τον Ιούνιο του 2021 ο δείκτης στη χώρα μας ήταν 43,5%, ενώ δεν δημοσιεύονται αντίστοιχα ευρωπαϊκά στοιχεία.
Απόσυρση μέτρων
Η σταδιακή απόσυρση των έκτακτων μέτρων νομισματικής πολιτικής που ελήφθησαν από την ΕΚΤ για τον περιορισμό των επιπτώσεων της πανδημίας θα επιβαρύνει τα έξοδα τόκων. Πρόσθετη επιβάρυνση θα προκύψει και από τις ανάγκες για την έκδοση ομολογιακών εκδόσεων (Additional Tier 1, Tier 2 και κυρίου χρέους) για την κάλυψη εποπτικών απαιτήσεων, συμπεριλαμβανομένων των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (MREL). Ταυτόχρονα, οι προοπτικές για την κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζών προσδιορίζονται από σημαντικές προκλήσεις, ήτοι την ύπαρξη αβεβαιότητας σχετικά με τη δυνατότητα εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίου σε ένα περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων, το κόστος υλοποίησης των στρατηγικών για τη μείωση των υφιστάμενων ΜΕΔ, αλλά και την ανάγκη ενίσχυσης της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας.
Υψηλές ζημιές
Το α’ εξάμηνο του 2021 οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν υψηλές ζημιές μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες ύψους 4 δισ. ευρώ, έναντι ζημιών 0,9 δισ. ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2020.
Συγκεκριμένα, το α’ εξάμηνο του 2021 σχηματίστηκαν προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο συνολικού ύψους 6,4 δισ. ευρώ έναντι 3,5 δισ. ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2020. Από αυτές, τα 5,4 δισ. ευρώ σχετίζονται με την πώληση χαρτοφυλακίων ΜΕΔ.
Τα αρνητικά οικονομικά αποτελέσματα επηρέασαν και την κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζικών ομίλων. Συγκεκριμένα, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 σε ενοποιημένη βάση μειώθηκε σε 12,5% τον Ιούνιο του 2021 από 15% τον Δεκέμβριο του 2020 και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου σε 15% από 16,6%, αντίστοιχα.
Οι δείκτες αυτοί υπολείπονται σημαντικά του μέσου όρου των πιστωτικών ιδρυμάτων υπό την άμεση εποπτεία της ΕΚΤ στην Τραπεζική Ένωση (δείκτης CET1 15,6% και TCR 19,4% τον Ιούνιο του 2021). Ενσωματώνοντας την πλήρη επίδραση του Διεθνούς Προτύπου Έκθεσης Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, ο Δείκτης CET1 των ελληνικών τραπεζικών ομίλων διαμορφώθηκε σε 10,6% και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου σε 13,1%.
Επιπλέον, η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών επιδεινώθηκε περαιτέρω, καθώς τον Ιούνιο του 2021 οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις ανέρχονταν σε 14,8 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 62% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων (από 53% τον Δεκέμβριο του 2020). Το ποσοστό αυτό ανέρχεται μάλιστα σε 71,5% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων εάν λάβουμε υπόψη την πλήρη επίδραση του ΔΠΧΑ 9 (από 62,8% τον Δεκέμβριο του 2020). Επιπρόσθετα, αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις ύψους 1,9 δισ. ευρώ περιλαμβάνονται στα εποπτικά ίδια κεφάλαια των τραπεζικών ομίλων (αφού λάβουμε υπόψη την πλήρη επίδραση του ΔΠΧΑ 9), αποτελώντας το 9% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων τους. Σημειώνεται ότι αν και αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTAs) ύψους 4,5 δισ. ευρώ δεν περιλαμβάνονται στα εποπτικά ίδια κεφάλαια των τραπεζών, η διαμόρφωση επαρκούς μελλοντικής κερδοφορίας είναι απαραίτητη προκειμένου να μην αποτελέσουν κίνδυνο για την κεφαλαιακή βάση της τράπεζας σε μακροπρόσθεσμο ορίζοντα. Θετική εξέλιξη αποτελεί η διενέργεια αύξησης μετοχικού κεφαλαίου και η έκδοση τίτλων που προσμετρώνται στα εποπτικά ίδια κεφάλαια.
Προσοχή στη στήριξη ΜμΕ
Στον τομέα της ενίσχυσης της χρηματοδότησης της οικονομίας, σημαντική ώθηση αναμένεται να δοθεί με την έναρξη αξιοποίησης των πόρων του Μηχανισμού Ανάκαμψης, ενώ συνολικά η χρηματοδότηση θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό και από την ύπαρξη αξιόλογων επενδυτικών σχεδίων με βιώσιμα χαρακτηριστικά. Στην πιστωτική επέκταση θα συμβάλει και ο επιμερισμός κινδύνου μεταξύ τραπεζών και Δημοσίου, καθώς επιτρέπει στις τράπεζες να μειώσουν τον κίνδυνο που αναλαμβάνουν και στις επιχειρήσεις να μειώσουν το κόστος χρηματοδότησης.
Δεδομένου ότι το ασφάλιστρο πιστωτικού κινδύνου, ιδίως των ΜμΕ θα παραμείνει υψηλό στο προσεχές διάστημα, ο επιμερισμός κινδύνου μέσω των χαμηλότοκων δανείων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και της παροχής εγγυήσεων από το Ταμείο Εγγυοδοσίας Επιχειρήσεων της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, θα συμβάλει σημαντικά στην επιτάχυνση της τραπεζικής χρηματοδότησης προς την πραγματική οικονομία και την υλοποίηση των απαραίτητων επενδύσεων έτσι ώστε η ελληνική οικονομία να μπει σε μια τροχιά υψηλής και βιώσιμης ανάπτυξης.
Οι τράπεζες ωστόσο θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να αξιολογούν τη σχέση απόδοσης κινδύνου και τη βιωσιμότητα των επιχειρηματικών σχεδίων που χρηματοδοτούν στο πλαίσιο της συνετής διαχείρισης των κινδύνων στους οποίους εκτίθενται και αναλαμβάνουν.
Επιπρόσθετα, οι ελληνικές τράπεζες καλούνται να αναπτύξουν ένα επιχειρηματικό μοντέλο μετάβασης προς μια αποτελεσματικότερη διαχείριση.