Skip to main content

Προς τρίμηνη παράταση το PΕPP λόγω πανδημίας

Από την έντυπη έκδοση

Των Έφης Τριήρη και Ανέστη Ντόκα

Πληθαίνουν οι συζητήσεις αλλά και τα σενάρια για το πώς θα είναι η επόμενη μέρα μετά τη λήξη του έκτακτου προγράμματος αγοράς ομολόγων (ΡΕΡΡ) τον Μάρτιο του 2022, καθώς οι αποφάσεις θα αποτελέσουν το κλειδί για τη σταθερότητα των κρατικών ομολόγων του ευρώ, ειδικά στην ευρωπεριφέρεια. Κορυφαίοι αξιωματούχοι της ΕΚΤ συζητούν διάφορα εργαλεία πολιτικής, όπως επαναγορές και επανεπενδύσεις, ενώ προς συζήτηση στο τραπέζι έχει τεθεί και μία τρίμηνη παράταση του PEPP.

Οι ευάλωτες αγορές

Κύκλοι έκαναν γνωστό ότι εντός του Δ.Σ. της ΕΚΤ συζητιέται το ενδεχόμενο να παραταθεί το ΡΕΡΡ κατά τρεις μήνες, δηλ. έως τον Ιούνιο, λόγω της νέας έξαρσης που παρουσιάζει τον τελευταίο καιρό η πανδημία του κορονοϊού στην Ευρώπη. Οι ιδιαίτερα ευάλωτες αγορές της Ελλάδας, της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας βρίσκονται αντιμέτωπες με ένα κρίσιμο τεστ σταθερότητας καθώς πλησιάζουν οι τελευταίοι μήνες ισχύος του ΡΕΡΡ, με αναλυτές να προειδοποιούν ότι δεν θα είναι εύκολο για τις αγορές να διαχειριστούν τη λήξη του ΡΕΡΡ τον Μάρτιο. Ως γνωστόν, τα ελληνικά κρατικά ομόλογα, που συμπεριελήφθησαν στο ΡΕΡΡ, ήταν από τους μεγάλους ωφελημένους, καθώς «είδαν» το κόστος δανεισμού τους να διαπραγματεύεται σε ιστορικά χαμηλά, συμβάλλοντας καθοριστικά στη χρηματοδότηση των μέτρων στήριξης της οικονομίας. Ήδη, η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ έχει δηλώσει ότι οι αγορές θα εξακολουθήσουν να είναι σημαντικές και μετά τον Μάρτιο και σε ερώτηση στο Ευρωκοινοβούλιο για την περίπτωση της Ελλάδας απάντησε ότι θα εξεταστεί με μεγάλη προσοχή η περίπτωσή της μετά το τέλος του ΡΕΡΡ, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο η ΕΚΤ να συνεχίσει να αγοράζει ελληνικά ομόλογα.

Το μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου της ΕΚΤ Ίζαμπελ Σνάμπελ ήρθε με τη συνέντευξή της στο Βloomberg να ρίξει περισσότερο φως για την επόμενη μέρα του ΡΕΡΡ, λέγοντας ότι θα συνεχιστούν οι αγορές ελληνικών ομολόγων στο πλαίσιο του προγράμματος και μετά τον Μάρτιο του 2022, όχι μέσω καθαρών αγορών, αλλά μέσω επανεπενδύσεων. «Η Ελλάδα ωφελείται πολύ από τις αγορές με το PEPP. Μελλοντικά, θα εξακολουθήσει να υπάρχει σημαντική παρουσία στην αγορά με το PEPP λόγω των επανεπενδύσεων. Θα πρέπει να συζητηθεί αν αυτό είναι αρκετό», δήλωσε η Σνάμπελ, εν όψει των κρίσιμων αποφάσεων που θα πάρει η ΕΚΤ τον Δεκέμβριο για τη νομισματική πολιτική της.

Η Σνάμπελ διευκρίνισε ότι αυτό που αναμένεται να ολοκληρωθεί τον ερχόμενο Μάρτιο δεν είναι το PEPP, αλλά οι καθαρές αγορές ομολόγων της ΕΚΤ μέσω του προγράμματος αυτού (δηλαδή οι νέες αγορές θα αντιστοιχούν στις λήξεις ομολόγων που έχει στο χαρτοφυλάκιό της η κεντρική τράπεζα). «Το PEPP δεν θα εξαφανισθεί όταν οι καθαρές αγορές ομολόγων μηδενισθούν. Μερικές φορές ο κόσμος κάνει λόγο για λήξη του PEPP. Το PEPP δεν πρόκειται να ολοκληρωθεί τον Μάρτιο. Πιθανόν να ισχύσει αυτό για τις καθαρές αγορές, αλλά όχι για το ίδιο το PEPP». Η Σνάμπελ υπογράμμισε την επιτυχία του συγκεκριμένου προγράμματος, χάρη στην ευελιξία που είχε όσον αφορά τις αγορές ομολόγων. Και πρόσθεσε ότι είναι σημαντικό να διατηρηθεί κάποια ευελιξία, προκειμένου να αντιμετωπιστεί ενδεχόμενο κατακερματισμού της αγοράς.

Σημείωσε ωστόσο ότι με την πάροδο του χρόνου το όφελος από τις αγορές ομολόγων εξασθενεί και θα πρέπει αυτές να αντικατασταθούν με άλλα μέσα. «Υπάρχουν, από τη μία πλευρά, φθίνουσες αποδόσεις σχετικά με τις αγορές ομολόγων και από την άλλη πλευρά αυξανόμενες παρενέργειες. Γι’ αυτό, τελικά, θα υπάρξει στροφή από τις αγορές ομολόγων προς άλλα μέσα, κυρίως στην καθοδήγηση για τη μελλοντική πολιτική μας», είπε χαρακτηριστικά.

Για την πορεία του πληθωρισμού

Αναφορικά με τον πληθωρισμό, η αξιωματούχος της ΕΚΤ σημείωσε ότι οι κίνδυνοι είναι ανοδικοί, ενώ έχει αυξηθεί η αβεβαιότητα όσον αφορά τον ρυθμό και την έκταση της μείωσης του πληθωρισμού. Ωστόσο, υποβάθμισε τον κίνδυνο για την ανάκαμψη της Ευρωζώνης λόγω της νέας έξαρσης του κορονοϊού και των περιοριστικών μέτρων που παίρνουν ορισμένες χώρες, λέγοντας ότι αυτά μόνο βραχυπρόθεσμα θα επιβραδύνουν την πορεία της, κυρίως στον τομέα των υπηρεσιών.

Στο ίδιο μήκος κύματος και οι δηλώσεις του διοικητή της κεντρικής τράπεζας της Ολλανδίας Κλάας Νοτ, ο οποίος υπογράμμισε τους πληθωριστικούς κινδύνους, παρότι επέμεινε ότι η ανάκαμψη μπορεί να αντέξει τους νέους περιορισμούς κατά του κορονοϊού. Δηλωμένο «γεράκι» της ΕΚΤ, ζήτησε συν τοις άλλοις να τερματιστούν άμεσα τα μέτρα στήριξης. Σε πιο ήπιους τόνους οι δηλώσεις του Ιρλανδού κεντρικού τραπεζίτη Γκάμπριλε Μακλούφ, ο οποίος είπε ότι η ΕΚΤ θα χρειαστεί να λάβει μέτρα μόνο εάν ο πληθωρισμός επιμείνει, όμως τα στοιχεία δεν δίδουν ενδείξεις για μία τέτοια έκβαση. Ωστόσο, οι καθησυχαστικές δηλώσεις Σνάμπελ δεν κατάφεραν να συγκρατήσουν την ορμή των νέων ρευστοποιήσεων στις αγορές κρατικών ομολόγων του ευρωπαϊκού Νότου και όχι μόνο.

Ξέφυγαν οι αποδόσεις

Οι αποδόσεις ξέφυγαν ξανά στα ύψη, με το κόστος δανεισμού στην ελληνική και ιταλική 10ετία να εκτοξεύεται στο 1,05% και 1,29% αντίστοιχα, παρουσιάζοντας έκαστο αύξηση 10 μονάδων βάσης και αγγίζοντας το υψηλότερο επίπεδο από τις αρχές Νοεμβρίου. Το spread των ελληνικών 10ετών έναντι των γερμανικών ξέφυγε στις 157 μονάδες βάσης, ενώ η απόδοση του πενταετούς εκτινάχθηκε στο 0,41%. Ενδεικτικό των πιέσεων και το γεγονός ότι η απόδοση του ελληνικού τίτλου με λήξη το 2025 επέστρεψε σε θετικό έδαφος, στο 0,05%.

Ο στρατηγικός αναλυτής της ING Aντουάν Μπουβέ ανέφερε ότι οι ομολογιακές αποδόσεις αυξάνονται επειδή «το μήνυμα είναι ότι η ΕΚΤ εστιάζει ολοένα και περισσότερο στην άνοδο του πληθωρισμού, ότι δεν πρόκειται να αλλάξει το σχέδιό της όσον αφορά τη λήξη του ΡΕΡΡ και δεν βιάζεται να ενισχύσει το κανονικό πρόγραμμα αγοράς ομολόγων». Όλο αυτό το σκηνικό είχε ως αποτέλεσμα να επιστρέψουν δριμύτερα τα στοιχήματα για επιτοκιακή αύξηση 10 μονάδων βάσης από την ΕΚΤ έως τον Δεκέμβριο του 2022.

Υπό πίεση τα χρηματιστήρια

Ισχυρές πιέσεις ασκήθηκαν χθες στα περισσότερα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια, αλλά και στην Αθήνα, αφού κυριάρχησε ο επενδυτικός φόβος για την πανδημία, με τον Γερμανό υπουργό Υγείας Γενς Σπαν να επαναλαμβάνει και χθες ότι η χώρα του δεν μπορεί να αποκλείσει νέα lockdowns εν μέσω αύξησης των μολύνσεων Covid-19.

Αρνητικά κινήθηκαν οι ευρωπαϊκές μετοχές, με τη Φραγκφούρτη να χάνει πάνω από 1%, το Λονδίνο να ενισχύεται ελαφρά 0,2%, το Παρίσι στο -0,7%, τη Μαδρίτη να έχει οριακά κέρδη, το Μιλάνο να χάνει πάνω από 1%, ενώ πτωτικά έκλεισαν τα χρηματιστήρια της Ελβετίας, των Βρυξελλών και της Πορτογαλίας. Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των επενδυτών, η πρόταση Μπάιντεν για παραμονή του Πάουελ στην προεδρία της Fed, τα νέα κρούσματα του κορονοϊού και τα οικονομικά στοιχεία σε συνδυασμό με τις πληθωριστικές πιέσεις. Στο μέτωπο των δεδομένων, αναπάντεχα ισχυρή επιτάχυνση για τις επιχειρήσεις της Ευρωζώνης τον Νοέμβριο, αν και οι πιέσεις από την αύξηση των τιμών παραμένουν σε ιστορικά υψηλά σημεία. Όπως μεταδίδει το Reuters, ο σύνθετος δείκτης υπεύθυνων προμηθειών (ΡΜΙ) της ιδιωτικής εταιρείας IHS Markit έκανε άλμα στις 55,8 μονάδες από 54,2 τον Οκτώβριο, σύμφωνα με τα προκαταρκτικά στοιχεία.

Ο Γενικός Δείκτης στην Αθήνα υποχώρησε κάτω από τις 900 μονάδες και έκλεισε στις 894,94 μονάδες (επίπεδα 15ης Οκτωβρίου 2021), σημειώνοντας πτώση 1,81%. Η αξία συναλλαγών ενισχύθηκε στα 80,50 εκατ. ευρώ, γεγονός που δείχνει και την ένταση των πωλήσεων, ενώ η κεφαλαιοποίηση της αγοράς διαμορφώθηκε στα 67,7 δισ. ευρώ.

Απώλειες 1,67% σημείωσε ο FTSE 25 στις 2.144,58 μονάδες, με τον τραπεζικό δείκτη να χάνει τη στήριξη των 600 μονάδων, υποχωρώντας κατά 3,27%, στις 587,77 μονάδες. Έτσι, η βραχυπρόθεσμη τάση στην αγορά γύρισε σε έντονα αρνητική, με τους απλούς ΚΜΟ 30 και 60 να είναι στις 906 και στις 899 μονάδες. Αξίζει να σημειωθεί πως διόρθωση καταγράφεται και στις ευρωπαϊκές αγορές, αλλά σε μικρότερο βαθμό από το mini sell off που καταγράφηκε στην εγχώρια αγορά.