Από την έντυπη έκδοση
Την 3η κατά σειρά αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας από τους ξένους οίκους στο χρονικό διάστημα από τις 19 Ιανουαρίου -όταν και άνοιξε ο χορός από την Standard and Poor’s- μέχρι σήμερα, θα επιδιώξει να εκμεταλλευτεί το οικονομικό επιτελείο στις διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς που ξεκινούν τη Δευτέρα.
Με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αλλά και την Τράπεζα της Ελλάδας να αμφισβητούν ανοικτά την κεντρική πολιτική απόφαση της κυβέρνησης να μην αιτηθεί το άνοιγμα προληπτικής γραμμής στήριξης για την περίοδο μετά τις 20 Αυγούστου, η κυβέρνηση εκτιμά ότι οι τρεις αλλεπάλληλες αναβαθμίσεις, από S&P, Fitch και Moody’s, ενισχύουν το ελληνικό επιχείρημα περί συνεχιζόμενης αποκατάστασης της εμπιστοσύνης των αγορών. Το θέμα για την «επόμενη μέρα» θα τεθεί ανοικτά στις διαπραγματεύσεις, αν και οι οριστικές αποφάσεις δεν αναμένεται να ληφθούν πριν από το τέλος Μαΐου. Μέχρι τότε η ελληνική κυβέρνηση ποντάρει στο ότι θα έχει βελτιωθεί ακόμη περισσότερο η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας και ότι θα έχει καταγραφεί τουλάχιστον μία ακόμη επιτυχημένη έξοδος στις αγορές για την άντληση 3-5 δισ. ευρώ μέσω της έκδοσης 10ετούς ομολόγου με στόχο το περαιτέρω γέμισμα του «κουμπαρά».
Μετά την προχθεσινή αναβάθμιση από τον οίκο Moody’s τα ελληνικά ομόλογα -τα οποία αξιολογούνται πλέον με βαθμό «B3»- βρίσκονται έξι βαθμίδες χαμηλότερα από το να θεωρηθούν και πάλι «κατάλληλα για επένδυση» (Investment Grade). Πάνω από το «Β3», που είναι η νέα αξιολόγηση της Ελλάδας, υπάρχει το «B2», το «Β1», το «Ba3», το «Βa2» και το «Ba1». To Investment Grade απονέμεται από τον οίκο Moody’s στα ομόλογα με βαθμολογία από «Baa3» και πάνω. Ανάλογη είναι η κατάσταση και με τις αξιολογήσεις των οίκων S&P και Fitch, οι οποίοι υιοθετούν διαφορετική κλίμακα βαθμολογίας. Και οι δύο οίκοι έχουν βαθμολογήσει τα ελληνικά ομόλογα με «Β», κάτι που σημαίνει ότι χρειάζεται αναβάθμιση κατά τουλάχιστον 5-6 βαθμίδες προκειμένου να μπορεί η ΕΚΤ να δεχτεί ως ενέχυρο τους ελληνικούς τίτλους που διακρατούν οι ελληνικές τράπεζες χωρίς η Ελλάδα να είναι σε «πρόγραμμα».
Με αφορμή την προχθεσινή αναβάθμιση, το υπουργείο Οικονομικών ανέφερε σε γραπτή ανακοίνωση ότι «ενισχύονται περαιτέρω οι θετικές προσδοκίες για το 2018 καθώς στους δύο πρώτους μήνες και οι τρεις οίκοι έχουν προχωρήσει σε αναβάθμιση της χώρας».
Με βάση τον προγραμματισμό που ανακοίνωσε το υπουργείο Οικονομικών:
- Η τεχνική συζήτηση για την ελάφρυνση του χρέους βρίσκεται σε εξέλιξη και τα αποτελέσματα πρόκειται να παρουσιαστούν στο Εuro Working Group της 1ης Μαρτίου.
- Η τέταρτη αξιολόγηση ξεκινά τη Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου με συζητήσεις σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων και επικεφαλής θεσμών και συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα για την ομαλή ολοκλήρωσή της.
- Το νέο ολιστικό σχέδιο βιώσιμης και κοινωνικά δίκαιης ανάπτυξης εκπονείται και πρόκειται να παρουσιαστεί τον Απρίλιο του 2018 (πιθανότατα μετά το Πάσχα).
- Το μαξιλάρι ρευστότητας συνεχίζει να κτίζεται για τη στήριξη της οικονομίας και τη διασφάλιση σταθερής πρόσβασης στις αγορές.
Σκεπτικισμός από τη Citi
Αντίθετα με την πλειονότητα των ξένων αναλυτών, η Citi δεν αισθάνεται και τόσο αισιόδοξη για την Ελλάδα. Μάλιστα, στη χθεσινή έκθεση Global Economic Outlook and Strategy, ο οίκος στέκεται στο ότι το τέταρτο τρίμηνο του 2017 ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ επιβραδύνθηκε και ότι η φετινή άνοδος του ΑΕΠ θα είναι ανάλογη του 2017, στο 1,2% και το 2019 στο 1,5%. Όπως αναφέρεται, η ανάπτυξη επιβραδύνθηκε εξαιτίας της πιο αδύναμης καταναλωτικής δαπάνης και κινήθηκε κατά μέσο όρο στο 0,6% σε τριμηνιαία βάση τα τρία πρώτα τρίμηνα του έτους. Στην έκθεση εκτιμάται ότι η ανάπτυξη το 2017 διαμορφώθηκε πιθανώς λίγο πάνω από το 1% και συμπληρώνεται ότι αναμένεται να συνεχίσει με τον ίδιο ρυθμό, καθώς η ρευστότητα και τα δημοσιονομικά παραμένουν σφικτά και τα capital controls συνεχίζουν να είναι σε ισχύ. «Παρ’ όλα αυτά», προστίθεται, «η εμπιστοσύνη επιστρέφει, πιθανότατα βοηθούμενη από μια πιθανή “καθαρή έξοδο” από το πρόγραμμα τον Αύγουστο».
H Citi τονίζει ότι δεν αναμένονται μεγάλες παραχωρήσεις από τους δανειστές όσον αφορά την ελάφρυνση του χρέους.
Αβεβαιότητα
Η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας από τον οίκο Moody’s δεν φαίνεται να βελτίωσε ιδιαίτερα το κλίμα στην ελληνική αγορά κρατικού χρέους, που εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από έντονη αβεβαιότητα ως προς τις εξελίξεις ανάμεσα στην Αθήνα και στους πιστωτές της. Η χθεσινή συνεδρίαση χαρακτηρίστηκε και από αγορές και από πωλήσεις, με τον όγκο συναλλαγών στην ΗΔΑΤ να ενισχύεται στα 15 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, οι αποδόσεις περιορίστηκαν ελαφρώς ή παρέμειναν στα ίδια επίπεδα. Η απόδοση του 10ετούς ελληνικού κρατικού ομολόγου, παρότι άρχισε τη συνεδρίαση χαμηλότερα, γύρω στο 4,25%, δεν κατάφερε να βρει κάποιο στήριγμα για να συνεχίσει να αποκλιμακώνεται, με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί στο 4,33%, χαμηλότερα από 4,43% της αμέσως προηγούμενης συνεδρίασης, με το spread στις 367 μονάδες βάσης. Στο επταετές, η απόδοση επέστρεψε και πάλι κάτω από το φράγμα του 4%, αν και οριακά, στο 3,95%, δεδομένου ότι στις τελευταίες συνεδριάσεις ακολουθεί ένα σταθερό μοτίβο διακύμανσης που αυξομειώνεται γύρω από το επίπεδο του 4%.