Είναι μία από τις μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρώπης. Ήταν ανάμεσα στις χώρες που επλήγησαν σοβαρά από τον Covid-19 στην πρώτη φάση της πανδημίας, και είναι η χώρα της Ευρώπης που δέχθηκε το μεγαλύτερο οικονομικό πλήγμα της κρίσης πέρυσι. Ο λόγος για την Ισπανία η οποία σημειώνει πολύ μικρότερη πρόοδο στην οικονομική της ανάκαμψης συγκριτικά με άλλα μέλη της Ευρωζώνης.
Μετά από 18 μήνες κατά τους οποίους οι οικονομικές επιδόσεις των χωρών ήταν στενά συνδεδεμένες με τους αγώνες τους για τον έλεγχο της πανδημίας, η Ισπανία βιώνει ένα παράδοξο: αν και πλέον έχει από τα χαμηλότερα ποσοστά μόλυνσης στην Ευρώπη, αυτό δεν φαίνεται να δίνει ώθηση στην οικονομία της. Τουλάχιστον όχι την ώθηση που δέχονται άλλες οικονομίες.
Στο τέλος του τρίτου τριμήνου, το ΑΕΠ της Ιταλίας ήταν 1,4% κάτω από το επίπεδό του στο τέλος του 2019. Η Γερμανία μείωσε τη διαφορά στο 1,1% και η Γαλλία σε μόλις 0,1%. Στην Ισπανία όμως το χάσμα είναι μεγαλύτερο καθώς το ΑΕΠ της παραμένει 6,6% κάτω από τα προ πανδημίας επίπεδα. Η οικονομία μόλις επέστρεψε στο μέγεθος που ήταν το 2016.
Η κατάσταση αυτή τη στιγμή εγείρει ανησυχίας, σύμφωνα με την οικονομολόγο της Singular Bank, Αλίσια Κορονίλ. «Σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης, η οικονομία συρρικνώθηκε περισσότερο πέρυσι, ο πληθωρισμός είναι υψηλότερος [σε κορύφωση τριών δεκαετιών 5,5%] και η ανάπτυξη είναι πιο αργή», εξηγεί μιλώντας στους Financial Times.
Από την πλευρά του ο ηγέτης του κεντροδεξιού Λαϊκού Κόμματος της χώρας, Πάμπλο Κασάντο, κάνει λόγο για ευθύνες της αριστερής κυβέρνησης, την οποία κατηγορεί ότι επέβλεψε «τη χειρότερη ανάκαμψη στον ανεπτυγμένο κόσμο».
Τα αίτια της υστέρησης
«Η ανάκαμψη έχει καθυστερήσει σε σύγκριση με άλλες χώρες και σε σύγκριση με αυτό που αναμενόταν», επιβεβαιώνει και επικεφαλής οικονομολόγος στο ίδρυμα ταμιευτηρίου της Ισπανίας, Ρέιμοντ Τόρες, ο οποίος παραθέτει τρεις καθοριστικούς παράγοντες:
την αναιμική κατανάλωση των νοικοκυριών
την αύξηση των τιμών της ενέργειας που έχουν συμβάλει σημαντικά στον πληθωρισμό
- και στην καθυστέρηση της χρήσης των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης των 800 δισ. ευρώ. Η Ισπανία είναι ένας από τους κύριους δικαιούχους του Ταμείου, με επιχορηγήσεις και δάνεια 140 δισ. ευρώ τα επόμενα έξι χρόνια.
Ο επικεφαλής της ένωσης μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων της Καταλονίας Pimec, Άντονι Κανιέτε, προσθέτει και άλλους παράγοντες: τον αντίκτυπο στην ανάπτυξη της κρίσης της εφοδιαστικής αλυσίδας σε τομείς όπως η κρίσιμη αυτοκινητοβιομηχανία της Ισπανίας και τα προβλήματα με την τουριστική περίοδο, η οποία ξεκίνησε άσχημα, αν και βελτιώθηκε μέσα στο καλοκαίρι.
Οι εκτιμήσεις
Όλοι αυτοί οι παράγοντες οδήγησαν χαμηλότερα τις προσδοκίες για ανάκαμψη. Μόλις πριν από ένα χρόνο, η κυβέρνηση προέβλεψε ότι η οικονομία θα επεκταθεί το 2021 κατά 9,8%. Η πρόβλεψη της Μαδρίτης όμως για το 2021 έχει μειωθεί στο 6,5% , ενώ σήμερα είναι κοινώς αποδεκτό ότι η ανάπτυξη θα είναι ακόμη χαμηλότερη. Η ανάπτυξη του τρίτου τριμήνου ήταν κάτω από τις προσδοκίες και τα στοιχεία για το δεύτερο τρίμηνο αναθεωρήθηκαν προς τα κάτω από 2,8% σε μόλις 1,1%. Η AIReF αναμένει τώρα ανάπτυξη 5,5% φέτος – που αντιστοιχεί σε λιγότερο από το ήμισυ της ζημιάς του 2020.
Η κυβέρνηση από την πλευρά της επιμένει ότι η ανάκαμψη είναι ισχυρή και δεν αποτυπώνεται απαραίτητα στα στοιχεία για το ΑΕΠ που δεν έχουν ακόμη οριστικοποιηθεί. Ο αριθμός των ατόμων που πληρώνουν κοινωνική ασφάλιση – το πιο συχνά χρησιμοποιούμενο μετρητή στην αγορά εργασίας – έφτασε στο ιστορικό υψηλό σχεδόν 20 εκατ. τον περασμένο μήνα. Για πρώτη φορά σε 46 χρόνια, η ανεργία δεν αυξήθηκε τον Οκτώβριο, έναν παραδοσιακά δύσκολο μήνα για την άκρως εποχιακή οικονομία της χώρας.
Να σημειωθεί ότι ορισμένοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι για δεκαετίες η οικονομία της Ισπανίας υστερεί σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη στον οικονομικό κύκλο και ότι οι μεταβολές της είναι πιο «βίαιες», με μεγαλύτερες ανόδους και πιο απότομες πτώσεις. Και σε αυτό το γεγονός στρέφουν το ενδοφέρον τους οικονομολόγοι, όπως ο Τόρες και η Κορονίλ.
Το επόμενο έτος οι βασικοί μοχλοί της οικονομίας, η ιδιωτική κατανάλωση, οι επενδύσεις, τα κεφάλαια της ΕΕ και ο τουρισμός, θα μπορούσαν να επιταχυνθούν. Με το κόστος ενέργειας όμως απίθανο να υποχωρήσει και τον πληθωρισμό ήδη σε υψηλό επίπεδο, μια τέτοια εξέλιξη μπορεί να αυξήσει την πίεση στις τιμές.
naftemporiki.gr