Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Δεν είναι μόνο η πανδημία που παραμένει μία επίμονη πρόκληση για όλους τους φορείς της οικονομίας. Οι εκρηκτικές ανατιμήσεις σε ενέργεια, πρώτες ύλες και βασικά αγαθά έρχονται να εντείνουν τα βάρη για επιχειρήσεις και καταναλωτές και να ανατρέψουν τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς, ξαναγράφοντας τον προϋπολογισμό.
Η τιμή του φυσικού αερίου στην Ευρώπη έφτασε κάποια στιγμή να είναι έως και 6 φορές υψηλότερη σε σχέση με πέρυσι, δίνοντας ώθηση και σε εκείνες του πετρελαίου. Οι λογαριασμοί ρεύματος φουσκώνουν έτσι επικίνδυνα, το πετρέλαιο θέρμανσης «καίει», η βενζίνη ακολουθεί συνεχώς την ανιούσα και ο πληθωρισμός καλπάζει. Τον Οκτώβριο εκτινάχθηκε στο 3% από 1,9% τον Σεπτέμβριο και αν κρίνει κανείς από την τάση στην Ευρωζώνη (όπου ήδη έχει σπάσει το φράγμα του 4%) θα σκαρφαλώσει τους επόμενους μήνες ακόμη υψηλότερα.
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ οι καταναλωτές έρχονται αντιμέτωποι με τσουχτερές τιμές σε όλα τα βασικά είδη διατροφής: Άλμα 30% στην τιμή του ηλιελαίου, 15% στα τυριά, 13% στον καφέ, 8% στο κοτόπουλο και πάνω από 5% σε όσπρια και γαλακτομικά.
Καμπανάκι από το ΕΕΑ
Έρευνα της Pulse για λογαριασμό του ΕΕΑ που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα αποκαλύπτει ότι οι ραγδαίες ανατιμήσεις συνιστούν πηγή μεγάλης ανησυχίας για τη συντριπτική πλειονότητα καταναλωτών, αλλά και επιχειρηματιών – επαγγελματιών. Αν και 6 στους 10 κρίνουν στη σωστή κατεύθυνση τα κυβερνητικά μέτρα για την αντιμετώπιση της ακρίβειας, πάνω από τους μισούς πιστεύουν ότι αυτά δεν αρκούν. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας, σχεδόν όλοι οι καταναλωτές (82%) –και ακόμα περισσότεροι από τους επιχειρηματίες/επαγγελματίες (86%)-αξιολογούν τις αυξήσεις στις τιμές που αναμένονται στην αγορά και στα προϊόντα, ως ένα (αρκετά έως πολύ) μεγάλο πρόβλημα. (Δείτε αναλυτικά τα στοιχεία της έρευνας εδώ).
Βαρύ το κόστος για τη βιομηχανία
Σε πρόσφατη έκθεσή της η Ελληνική Παραγωγή (Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξης), μέλη της οποίας είναι οι μεγαλύτερες εγχώριες βιομηχανίες, τόνιζε ότι η εκτόξευση των χρηματιστηριακών τιμών του φυσικού αερίου έως και 400% τους τελευταίους μήνες σε σύγκριση με τις τιμές του 2019 και η συνακόλουθη άνοδος των τιμών στο χρηματιστήριο ηλεκτρικής ενέργειας που υπερβαίνει τα 200 Ευρώ/ΜWh, έχουν σαν αποτέλεσμα τη σημαντική επιβάρυνση κατά 20-40% στο κόστος παραγωγής. Όπως τόνιζε καθώς οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας μετακυλίουν το αυξημένο κόστος στην ελληνική βιομηχανία, το περιβάλλον που διαμορφώνεται είναι εξαιρετικά δυσμενές, ιδίως για τις μικρομεσαίες μεταποιητικές επιχειρήσεις.
Απο την πλευρά του και το ΙΟΒΕ σε έκθεσή του αποκάλυπτε το ισχυρό πλήγμα για τη βιομηχανία μετάλλων, ο οποίος στην Ελλάδα εμφανίζει το υψηλότερο μερίδιο κόστους ενέργειας εμφανίζει ο κλάδος των βασικών μετάλλων και των μη μεταλλικών ορυκτών.
Ειδικότερα τα Βασικά μέταλλα είναι ο κλάδος βιομηχανίας με το υψηλότερο μερίδιο κόστους ενέργειας κατά μέσο όρο την περίοδο 2015-2018 στο 15,8%. Ακολούθησαν τα Μη μεταλλικά ορυκτά με μερίδιο κόστους ενέργειας 14%. Σε ελαφρώς χαμηλότερα επίπεδα τα Ορυχεία – Λατομεία, με το μερίδιο ενεργειακού κόστους να ανέρχεται στο 12,2% του κόστους.
Δυσβάσταχτο το βάρος για μικρομεσαίες επιχειρήσεις – Μετακυλύουν τα βάρη στους καταναλωτές
Σύμφωνα με έρευνα του ΒΕΑ το 68% των ΜΜΕ εκτιμούν, ότι οι διεθνείς αυξήσεις θα επηρεάσουν πολύ και πάρα πολύ το κόστος παραγωγής, καθώς όσο περισσότερο εξαρτημένες είναι οι επιχειρήσεις από το ενεργειακό κόστος, τόσο μεγαλύτερες επιπτώσεις αναμένουν από τις διεθνείς αυξήσεις. Ως εκ τούτου, σχεδόν οι μισές επιχειρήσεις εκτιμούν, ότι οι τιμές των προϊόντων/υπηρεσιών τους θα αυξηθούν γύρω στο 10% εξαιτίας των ανατιμήσεων στην ενέργεια, ενώ ένα 15% εκτιμούν ότι η αύξηση θα ξεπεράσει ακόμη και το 30%.
Υπογραμμίζεται ότι, σύμφωνα με την έρευνα, σημαντικές αυξήσεις τιμών ετοιμάζουν ακόμη και εκείνες οι επιχειρήσεις που δεν εξαρτώνται υπέρμετρα από το ενεργειακό κόστος. Και αυτό, αναφέρει το επιμελητήριο, καθώς το ηλεκτρικό ρεύμα από παρόχους, κυριαρχεί ως μορφή ενέργειας και αποτελεί το βασικό ενεργειακό κόστος για το 95% περίπου των επιχειρήσεων.