Skip to main content

Γιάννης Ρέτσος: Ενίσχυση διασύνδεσης τουρισμού και οικονομίας για υψηλότερες υπεραξίες

Από την έντυπη έκδοση

Του Αντώνη Τσιμπλάκη
[email protected]

Η περαιτέρω, πολύπλευρη ανάπτυξη του ελληνικού τουριστικού προϊόντος και η ταυτόχρονη σύσφιγξη των δεσμών του τουρισμού με άλλους τομείς της ελληνικής οικονομίας μπορούν να οδηγήσουν σε υψηλότερο ΑΕΠ και να διατηρήσουν τη συνεισφορά του κλάδου σε υψηλά επίπεδα. 

Σε συνέντευξή του στη «Ν» ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ Γιάννης Ρέτσος επισημαίνει ότι από τα συμπεράσματα σημαντικών μελετών που έχουν γίνει την τελευταία δεκαετία προκύπτει πως ο πολλαπλασιαστής του τουρισμού κυμαίνεται από 2,25 έως 2,65 σε όλη την οικονομία. 

«Άρα η διασύνδεση υπάρχει. Το ζήτημα λοιπόν είναι να βρεθούν τρόποι που οι τομείς θα μπορέσουν να έχουν ισχυρότερους δεσμούς διασύνδεσης, γιατί αυτή είναι η απαίτηση του παρόντος και του μέλλοντος». 

Παράλληλα τονίζει ότι οι εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο ευνοούν την ανάπτυξη της τουριστικής δραστηριότητας. Από αυτήν τη σκοπιά, η Ελλάδα θα συνεχίσει να υπεραποδίδει και θα προσελκύει επενδυτές και από το εξωτερικό και από την Ελλάδα. 

«Αυτό είναι πολύ θετικό τόσο για την οικονομία μας και την απασχόληση, καθώς δημιουργούνται πρόσθετες ευκαιρίες αξιοποίησης ανθρώπινου δυναμικού, όσο και για τις τοπικές κοινωνίες». 

Πώς κλείνει η χρονιά για τον ελληνικό τουρισμό συνολικά και σε επίπεδο βασικών αγορών και ποια είναι η πρώτη εικόνα που έχετε για την επόμενη σεζόν;

«Από το δεύτερο εξάμηνο του έτους καταγράφηκε μία ισχυρή ζήτηση από το εξωτερικό για διακοπές στη χώρα μας, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να επιβεβαιωθεί το αισιόδοξο σενάριο για τον ελληνικό τουρισμό. Με βάση τις καλές επιδόσεις από τον Ιούλιο και μετά, πιστεύουμε πλέον ότι, για το σύνολο της χρονιάς, τα τουριστικά έσοδα θα διαμορφωθούν σε υψηλότερα επίπεδα από το 50% του 2019. Σε επίπεδο αγορών, η εθνικότητα που κυριάρχησε από την αρχή της περιόδου ήταν η γαλλική. Η γερμανική αγορά είχε μία σταθερή ροή αφίξεων, ενώ η βρετανική αγορά άργησε να ανοίξει, με αποτέλεσμα να ενισχύσει με επισκέπτες τους ελληνικούς προορισμούς από τα τέλη Ιουλίου και μετά. Επίσης θετική έκπληξη αποτέλεσε η αμερικανική αγορά ως αποτέλεσμα των πρωτοβουλιών που πήρε η κυβέρνηση και της μεγάλης συχνότητας των αεροπορικών συνδέσεων.

Πάντως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ανάκαμψη δεν έχει τα ίδια χαρακτηριστικά για όλους τους κλάδους του τουρισμού ή όλους τους προορισμούς. Υπάρχουν κλάδοι που υστέρησαν και περιοχές που είχαν μικρότερα οφέλη σε σχέση με δημοφιλείς προορισμούς της χώρας. Ελπίζουμε ότι η κατάσταση θα ομαλοποιηθεί περαιτέρω το 2022, φέρνοντας μία ισορροπία στην τουριστική αγορά. Σίγουρα γεγονότα όπως η ενεργειακή κρίση δεν βοηθούν, όμως τα μέχρι στιγμής μηνύματα είναι ιδιαίτερα θετικά και δεν αποκλείεται, αν δεν συμβούν άλλα απρόοπτα γεγονότα, να προσεγγίσουμε τα επίπεδα του 2019. Σε κάθε περίπτωση στις προτεραιότητές μας πρέπει να είναι η αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος, η βελτίωση των προσφερόμενων υπηρεσιών, η ανάδειξη των εμπειριών που μπορούν να βιώσουν οι επισκέπτες μας και η στοχευμένη προβολή αυτών».

Έχετε εικόνα για την κατάσταση των επιχειρήσεων που δουλεύουν τη χειμερινή σεζόν και έχουν δεχτεί ισχυρό πλήγμα από την πανδημία για 2 συνεχείς περιόδους; 

«Στις συνεχείς επαφές που είχαμε τελευταία με την κυβέρνηση και τα αρμόδια υπουργεία αναφερθήκαμε στους προορισμούς που δέχονται επισκέπτες κυρίως κατά τη χειμερινή περίοδο και ουσιαστικά δεν έχουν λειτουργήσει από τον Φεβρουάριο του 2020. Είναι ένα πάρα πολύ μεγάλο πρόβλημα και είναι ένας επίσης σημαντικός κρίκος στην αλυσίδα του τουρισμού μας. Διότι το ευρύ κοινό ακούει τουρισμό και επικεντρώνεται στις επιχειρήσεις που λειτουργούν τους μήνες από τον Απρίλιο μέχρι τον Οκτώβριο. Όμως, ένα μεγάλο μέρος του τουρισμού είναι και αυτές οι επιχειρήσεις, που σε αρκετές περιπτώσεις δεν είναι σε λειτουργία μόνο τον χειμώνα, αλλά σε 12μηνη βάση. Πιστεύω ότι φέτος θα λειτουργήσουν και η κατάσταση θα είναι καλύτερη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα μπορέσουν να ισοσκελίσουν τις ζημιές της προηγούμενης περιόδου».

Υπάρχει ενδιαφέρον για νέες επενδύσεις στον χώρο του τουρισμού;

«Ο τουρισμός ήταν ένας τομέας με εξαιρετικά μεγάλη αυξητική τροχιά την περίοδο πριν από την πανδημία. Είχε ήδη προσελκύσει σημαντικά επενδυτικά κεφάλαια, για την υλοποίηση τουριστικών επενδύσεων με την αξιοποίηση και των διαθέσιμων χρηματοδοτικών εργαλείων. Αρκετές επενδύσεις είχαν ξεκινήσει να υλοποιούνται και συνεχίζονται, διότι ο τουρισμός, όση ζημιά και να υπέστη παγκοσμίως από την πανδημία, είναι σίγουρο ότι θα επανέλθει στην ανοδική πορεία και στις προσδοκίες που υπήρχαν προ πανδημίας. Είναι, άλλωστε, μια σειρά πραγμάτων που συμβαίνουν αυτή τη στιγμή στον κόσμο που ευνοούν την τουριστική δραστηριότητα και πιστεύω ότι αυτή η τάση θα συνεχίσει αρκετά χρόνια ακόμα. Οπότε η Ελλάδα, πέρα από την καλή προοπτική που έχει ως τουριστικός προορισμός, θα συνεχίσει να υπεραποδίδει για τον λόγο αυτό. Θα συνεχίσει να προσελκύει επενδυτές και από το εξωτερικό και από την Ελλάδα. Αυτό είναι πολύ θετικό, τόσο για την οικονομία μας και την απασχόληση, καθώς δημιουργούνται πρόσθετες ευκαιρίες αξιοποίησης ανθρώπινου δυναμικού, όσο και για τις τοπικές κοινωνίες».

Κατά καιρούς ακούγονται απόψεις για αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας. Ποια είναι η άποψή σας πάνω σε αυτό;  

«Για εμάς δεν υφίσταται συζήτηση αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου της χώρας. Πρέπει να ανοίξει μια συζήτηση πώς, συνεχίζοντας αυτή την αναπτυξιακή πορεία που έχει ο τουρισμός, μπορεί η εξέλιξη αυτή να συμπαρασύρει και άλλους κλάδους, ώστε το ποσοστό του τουρισμού στο ΑΕΠ να παραμείνει υψηλό, με το ΑΕΠ όμως υψηλότερο. Άλλωστε, και η στρατηγική που αναπτύξαμε στον ΣΕΤΕ, πριν ακόμη την πανδημία, αφορά την περαιτέρω διασύνδεση του τουρισμού με άλλους σημαντικούς κλάδους της οικονομίας, όπως -για παράδειγμα- ο πρωτογενής. Από τα συμπεράσματα σημαντικών μελετών που έχουν γίνει την τελευταία δεκαετία προκύπτει ότι ο πολλαπλασιαστής του τουρισμού κυμαίνεται από 2,25 έως 2,65 σε όλη την οικονομία. Άρα η διασύνδεση υπάρχει. Το ζήτημα λοιπόν είναι να βρεθούν τρόποι που οι τομείς θα μπορέσουν να έχουν ισχυρότερους δεσμούς διασύνδεσης, γιατί αυτή είναι η απαίτηση του παρόντος και του μέλλοντος. Είναι απαίτηση των ξένων επισκεπτών μας για υψηλότερης ποιότητας προϊόν. Και η υψηλότερη ποιότητα δεν έχει να κάνει μόνο με την πάγια εγκατάσταση ενός ξενοδοχείου, έχει να κάνει με το σύνολο των υπηρεσιών και εμπειριών που απολαμβάνει».

Υπάρχουν κάποιες ενέργειες που πρέπει να δρομολογηθούν το επόμενο διάστημα για την καλύτερη διαχείριση των προορισμών, όπως -για παράδειγμα- η βελτίωση των υποδομών;

«Για την ανάγκη διαχείρισης των προορισμών και τη βελτίωση των υποδομών μιλάμε πολλά χρόνια τώρα. Δεν μιλήσαμε για πρώτη φορά φέτος το καλοκαίρι, που είδαμε προορισμούς οι οποίοι δέχτηκαν μέσα σε ένα δίμηνο όγκο κόσμου που υπό φυσιολογικές συνθήκες θα τον δέχονταν σε 4 με 5 μήνες και είδαμε να εξαντλούνται τα όριά τους.

Η πανδημία μπορεί να δημιούργησε μία πρόσκαιρη καταστροφή, αλλά έχει γεννήσει και μία τεράστια ευκαιρία. Δημιούργησε την προϋπόθεση του Ταμείου Ανάκαμψης, το οποίο διαθέτει κονδύλια και για την ενίσχυση δράσεων στην κατεύθυνση της βελτίωσης των υποδομών. Αν η κεντρική κυβέρνηση και η τοπική αυτοδιοίκηση αξιοποιήσουν αυτήν την ευκαιρία, τότε μπορεί ο τουρισμός να συνεχίσει να αναπτύσσεται, να καλύπτει πολύ μεγάλο μέρος της περιόδου και οι προορισμοί να εξελιχθούν και να μπορούν να συμβιώνουν οι κάτοικοι με τους τουρίστες, σε πολύ ικανοποιητικό επίπεδο».