Skip to main content

Γενς Βάιντμαν στη «Ν»: Πρόωρη η συζήτηση για QE και χρέος

Από την έντυπη έκδοση

Συνέντευξη στον Βασίλη Κωστούλα
[email protected]

«Η πλήρης ιδιοκτησία του προγράμματος από την κυβέρνηση θα μπορούσε να διανύσει μια μεγάλη απόσταση για τη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών στην Ελλάδα» δηλώνει σε αποκλειστική συνέντευξη στη «Ν» ο πρόεδρος της Bundesbank Γενς Βάιντμαν, εκφράζοντας την πεποίθηση ότι δεν θα πρέπει να αναμένονται σύντομα εξελίξεις, τόσο στο πεδίο του ελληνικού χρέους όσο και στο ζήτημα της ελληνικής συμμετοχής στην ποσοτική χαλάρωση.

«Η πλήρης εφαρμογή του προγράμματος δεν θα αυξήσει απλώς την ικανότητα ανάπτυξης, αλλά θα διαλύσει επίσης την αβεβαιότητα η οποία επικρατεί, αποτελώντας από μόνη της τροχοπέδη για τις επενδύσεις», συμπληρώνει ο πρόεδρος της κεντρικής τράπεζας της Γερμανίας. Αναφορικά με τα capital controls στις ελληνικές τράπεζες, τονίζει πως «αυτό που θα πρέπει να γίνει σαφές είναι ότι το Ευρωσύστημα δεν θα πρέπει να βρεθεί ξανά σε μια κατάσταση κατά την οποία θα χρηματοδοτεί τη φυγή κεφαλαίων μέσω της επείγουσας παροχής ρευστότητας προς τις τράπεζες επειδή η εμπιστοσύνη των επενδυτών στην οικονομική πολιτική μιας χώρας θα σημειώνει απότομη πτώση». Ο κ. Βάιντμαν αναφέρει χαρακτηριστικά πως «εύλογα διαφωνεί κανείς» με την ανάγκη περαιτέρω νομισματικής χαλάρωσης, αποδίδοντας τη χαμηλή πτήση του πληθωρισμού στη χαμηλή τιμή του πετρελαίου.

«Είναι πολύ νωρίς για ένα ευρωπαϊκό σύστημα εγγύησης των καταθέσεων» σημειώνει, τονίζοντας ότι θα πρέπει πρώτα να περιοριστούν οι κίνδυνοι, «αποτέλεσμα εθνικών πολιτικών», στους ισολογισμούς των τραπεζών, ειδάλλως «η αμοιβαιοποίηση των τραπεζικών κινδύνων θα ισοδυναμούσε με αμοιβαιοποίηση των κρατικών κινδύνων». Ως προς τα «κόκκινα» δάνεια της Ευρωζώνης, μιλά μεταξύ άλλων για την ανάγκη ενός θεσμικού πλαισίου που «δεν θα πιέζει υπερβολικά τον δανειολήπτη» και την ίδια στιγμή «θα δίνει τη δυνατότητα στις τράπεζες να επιβάλλουν τις αξιώσεις τους σε εύθετο χρόνο». Ως προς την κριτική για τη διατήρηση υψηλού πλεονάσματος τρεχουσών συναλλαγών από τη Γερμανία; «Το μεγαλύτερο μέρος προέρχεται από το εμπόριο με χώρες εκτός της ζώνης του ευρώ».

Ο ίδιος εξέφρασε την άποψη ότι οι πρόσθετες ανάγκες δαπανών λόγω του προσφυγικού, στο βαθμό που θα είναι πλέον προγραμματισμένες, «θα πρέπει να καλυφθούν με αναδιάταξη προτεραιοτήτων στις δημόσιες δαπάνες ή με πρόσθετα έσοδα και όχι με αυξανόμενα ελλείμματα».

Η ΕΚΤ διαθέτει έως και 60 δισ. σε μηνιαία βάση για την αγορά κρατικών ομολόγων, αλλά ο πληθωρισμός παραμένει σε ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο: 0,1% τον Νοέμβριο. Πού οφείλεται κατά τη γνώμη σας το γεγονός ότι δεν αυξάνεται ο πληθωρισμός και πώς αξιολογείτε την τελευταία απόφαση για περαιτέρω επέκταση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης;

«Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω τονίζοντας ότι το χαμηλό ποσοστό πληθωρισμού οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην πτώση της τιμής του πετρελαίου – και η χαμηλή τιμή του πετρελαίου από μόνη της δεν είναι επικίνδυνη, αλλά αντιθέτως είναι τονωτική για την οικονομία στο σύνολό της, καθώς τα νοικοκυριά έχουν περισσότερα χρήματα να δαπανήσουν και οι επιχειρήσεις έχουν χαμηλότερο κόστος. Η περιοριστική επίδραση των χαμηλότερων τιμών του πετρελαίου στον πληθωρισμό θα εξαλειφθεί με τον καιρό και η πίεση των τιμών αναμένεται να αυξηθεί συνολικά δεδομένης της πρόβλεψης για σταδιακή οικονομική βελτίωση. Επομένως, και παρ’ όλο που οι δευτερογενείς επιδράσεις δεν είναι ορατές, ο πληθωρισμός αυξάνεται από ένα χαμηλό επίπεδο και έχει υπάρξει για παρατεταμένη χρονική περίοδο σημαντικά χαμηλότερος από τον ορισμό μας για τη σταθερότητα των τιμών. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την ήδη πολύ χαλαρή νομισματική πολιτική μας και τους ακούσιους κινδύνους και τις παρενέργειες των μέτρων νομισματικής πολιτικής μας, μπορεί κανείς εύλογα να διαφωνήσει για την ανάγκη περαιτέρω νομισματικής τόνωσης».

Πώς προσεγγίζετε τη συζήτηση για την προώθηση ενός ενιαίου συστήματος εγγύησης καταθέσεων στην Ευρωζώνη;

«Κατά την άποψή μου είναι πολύ νωρίς για ένα ευρωπαϊκό σύστημα εγγύησης των καταθέσεων. Μέχρι σήμερα, η ποιότητα των ισολογισμών των τραπεζών έχει βαρέως επηρεαστεί από τις εθνικές πολιτικές, για παράδειγμα, διαφοροποιώντας τα καθεστώτα πτωχεύσεων για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά και τους κανονισμούς κατασχέσεων. Ενα κοινό σύστημα εγγύησης καταθέσεων θα αμοιβαιοποιούσε τους κινδύνους που απορρέουν από αυτές τις εθνικές πολιτικές. Εκτός αν οι πολιτικές αυτές μετατοπιστούν επίσης προς το ευρωπαϊκό επίπεδο. Ως εκ τούτου, ένα καθεστώς ενιαίας ασφάλισης των καταθέσεων θα ήταν πρόωρο.

Επιπλέον, οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν υψηλές συγκεντρώσεις κρατικού χρέους στους ισολογισμούς τους, επειδή στο τραπεζικό κανονιστικό πλαίσιο το δημόσιο χρέος αντιμετωπίζεται προς το παρόν ως άνευ ρίσκου. Η αμοιβαιοποίηση των τραπεζικών κινδύνων θα ισοδυναμούσε τότε με αμοιβαιοποίηση των κρατικών κινδύνων. Προτού συζητήσουμε ένα κοινό σύστημα εγγύησης καταθέσεων, θα πρέπει να μειώσουμε τον κίνδυνο στους ισολογισμούς των τραπεζών και να τερματίσουμε την προνομιακή ρυθμιστική μεταχείριση του δημόσιου χρέους».

Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στην Ευρωζώνη ανέρχονται συνολικά σε περίπου 900 δισ. Σε ποιον βαθμό αποτελούν απειλή για το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα και πώς θα πρέπει κατά τη γνώμη σας να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα;

«Ο βαθμός στον οποίο το υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων συνιστά απειλή κατά κύριο λόγο εξαρτάται από το επίπεδο της πρόβλεψης ζημιών, δηλαδή από τον βαθμό στον οποίο οι τράπεζες έχουν βάλει στην άκρη μέσα που καλύπτουν δυνητικές απώλειες από αυτά τα δάνεια και την ποιότητα των εγγυήσεων. Οι λογιστικοί κανόνες, ιδιαίτερα για τις μικρότερες τράπεζες, δεν είναι ομοιογενείς στην Ευρώπη. Ετσι, η ανάγκη για την κατασκευή διατάξεων ποικίλλει για εκείνες τις τράπεζες ως προς τον χρόνο και την έκταση της αναγνώρισης ανάμεσα στα κράτη-μέλη.

Για την αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, είναι πριν απ’ όλα σημαντικό οι ρυθμιστικές αρχές και οι ελεγκτές να παροτρύνουν τις τράπεζες να αναγνωρίζουν τις απώλειες δανείων εγκαίρως και -αν χρειαστεί- να αντλούν νέα κεφάλαια για την κάλυψη αυτών των απωλειών. Είναι ακριβώς ό,τι συνέβη στο πλαίσιο των Asset Quality Reviews που διενεργήθηκαν το 2014 για σημαντικές τράπεζες στη ζώνη του ευρώ και πρόσφατα στην Ελλάδα. Τα μέτρα αυτά είναι σημαντικά για την αποτροπή της μετατροπής των δανείων σε de facto αφερέγγυους δανειολήπτες. Επιπλέον, είναι ζωτικής σημασίας να δημιουργηθεί ένα νομικό περιβάλλον που δεν θα υπερφορτώνει τους δανειολήπτες και ταυτόχρονα θα δίνει τη δυνατότητα στις τράπεζες να επιβάλλουν τις αξιώσεις τους σε εύθετο χρόνο, συμπεριλαμβανομένων των ενεχύρων στις εγγυήσεις αν είναι απαραίτητο».

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παροτρύνει χώρες με υψηλά πλεονάσματα τρεχουσών συναλλαγών, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, να στραφούν περισσότερο προς την εσωτερική κατανάλωση και τις εγχώριες επενδύσεις, χαρακτηρίζοντας πλεονάσματα που υπερβαίνουν το 7% του ΑΕΠ «υπερβολικά» για την ισορροπία του ευρωσυστήματος. Ποια είναι η γνώμη σας;

«Φυσικά, οι κανόνες της νέας διαδικασίας μακροοικονομικής ανισορροπίας θα πρέπει να ισχύουν και για τις Κάτω Χώρες και για τη Γερμανία. Είναι σημαντικό ωστόσο να σημειωθεί ότι το μεγαλύτερο μέρος του γερμανικού πλεονάσματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών προέρχεται από το εμπόριο με χώρες εκτός της ζώνης του ευρώ. Το πλεόνασμα έναντι του υπολοίπου της ζώνης του ευρώ είναι στην πραγματικότητα αρκετά μικρό, στο 1,7% του γερμανικού ΑΕΠ, και δύσκολα μπορεί να ονομαστεί μη βιώσιμο. Είναι επίσης αλήθεια ότι η υποτίμηση του ευρώ, στο πλαίσιο της νομισματικής χαλάρωσης στη ζώνη του ευρώ, έπαιξε ρόλο στην αύξηση αυτού του πλεονάσματος.

Επίσης, οι πολιτικές που ενισχύουν την αναπτυξιακή δυναμική, όπως η απελευθέρωση του τομέα των υπηρεσιών και η άρση των εμποδίων για την έναρξη επιχειρήσεων, είναι σίγουρα λογικές και ευπρόσδεκτες. Από τη στιγμή που τονώνουν τις επενδύσεις και την ανάπτυξη, θα μειώσουν επίσης το πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών.

Αντιθέτως, οι πολιτικές που στοχεύουν μόνο στη μείωση της ανταγωνιστικότητας της γερμανικής οικονομίας, όπως οι αυξήσεις των μισθών ουσιαστικά πάνω από την αύξηση της παραγωγικότητας, θα αφήσουν όχι μόνο τη Γερμανία, αλλά και ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ σε χειρότερη κατάσταση. Και η ώθηση των δημοσίων επενδύσεων μέσω ελλειμμάτων στις δαπάνες, όπως ορισμένοι έχουν ζητήσει, δεν θα υπονόμευε απλώς την εμπιστοσύνη στα δημόσια οικονομικά της Γερμανίας: θα είχε συγχρόνως μόνο μια πολύ περιορισμένη επίδραση στις οικονομίες των άλλων χωρών της ζώνης του ευρώ. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το ποσοστό των εισαγωγών στις γερμανικές δημόσιες επενδύσεις είναι πολύ χαμηλό κι έτσι οι διαχύσεις θα είναι στην καλύτερη περίπτωση περιορισμένες».

Τραπεζικοί κύκλοι στην Ελλάδα εκτιμούν ότι μετά την πρώτη -επιτυχή- αξιολόγηση του προγράμματος, η χώρα πιθανότατα θα συμμετάσχει στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Θεωρείτε βάσιμες αυτές τις προσδοκίες; Βρίσκεται το ελληνικό πρόγραμμα σε θετική τροχιά;

«Σε αυτό το χρονικό σημείο είναι πρόωρο να προβούμε σε εικασίες αναφορικά με την πιθανότητα συμπερίληψης των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων του Ευρωσυστήματος. Ολες οι προσπάθειες θα πρέπει τώρα να επικεντρωθούν στην εξασφάλιση ότι το αμοιβαία συμφωνημένο ελληνικό πρόγραμμα προσαρμογής θα εφαρμοστεί πλήρως».

Αναλυτές στην Ευρωζώνη εκφράζουν την άποψη ότι ένα νέο έμμεσο «κούρεμα» του ελληνικού δημόσιου χρέους, το οποίο σήμερα ξεπερνά τα 300 δισ., αποτελεί ειλημμένη απόφαση η οποία θα υλοποιηθεί την κατάλληλη χρονική στιγμή, σε συνάρτηση και με τις επιδόσεις της χώρας στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων. Ποια είναι η δική σας εκτίμηση; Τι είδους παρεμβάσεις θα πρέπει να περιμένει κανείς στο ελληνικό χρέος και πότε;

«Και πάλι, το πιο σημαντικό έργο τώρα είναι η πλήρης εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής. Αυτό δεν θα αυξήσει απλώς την ικανότητα ανάπτυξης, θα διαλύσει επίσης την αβεβαιότητα η οποία επικρατεί, η οποία αποτελεί από μόνη της τροχοπέδη για τις επενδύσεις. Η πλήρης κυριότητα του προγράμματος από την κυβέρνηση θα μπορούσε, επομένως, να διανύσει μια μεγάλη απόσταση στη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών. Το αν μια περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους είναι επίσης απαραίτητη για να βελτιωθεί η κατάσταση στην Ελλάδα εναπόκειται στις κυβερνήσεις να αποφασίσουν. Το φορτίο του χρέους είναι σίγουρα σημαντικό. Σημαντικές όμως είναι επίσης οι παραχωρήσεις στις οποίες έχουν ήδη προβεί οι επίσημοι πιστωτές σε ό,τι αφορά τους όρους αποπληρωμής. Ως αποτέλεσμα, το 2014, οι πληρωμές τόκων ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν χαμηλότερες στην Ελλάδα από ό,τι στην Ισπανία, στην Πορτογαλία και την Ιταλία. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις χαμηλές ανάγκες αναχρηματοδότησης για τα επόμενα χρόνια, μια περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους δεν φαίνεται να αποτελεί θέμα ιδιαίτερα επείγοντος ενδιαφέροντος».

Με βάση τα δεδομένα που έχετε μπροστά σας για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και ανατρέχοντας στη διεθνή εμπειρία, πότε εκτιμάτε ότι θα μπορεί κανείς να μιλήσει ρεαλιστικά για άρση των capital controls στην Ελλάδα;

«Τα capital controls στην Ελλάδα τέθηκαν σε εφαρμογή από την ελληνική κυβέρνηση και εναπόκειται στην ελληνική κυβέρνηση να αποφασίσει πότε είναι σκόπιμο να άρει τους ελέγχους. Αυτό που θα πρέπει όμως να γίνει σαφές είναι ότι το Ευρωσύστημα δεν θα πρέπει να βρεθεί ξανά σε μια κατάσταση κατά την οποία θα χρηματοδοτεί τη φυγή κεφαλαίων μέσω της επείγουσας παροχής ρευστότητας προς τις τράπεζες επειδή η εμπιστοσύνη των επενδυτών στην οικονομική πολιτική μιας χώρας θα σημειώνει απότομη πτώση».

Θεωρείτε ότι θα πρέπει να χορηγηθούν δημοσιονομικές διευκολύνσεις στις χώρες που δέχονται τις ισχυρότερες πιέσεις από το προσφυγικό ζήτημα;

«Η προσφυγική κρίση είναι αναμφίβολα μια τεράστια πρόκληση σε ορισμένα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, και αυτό είναι αλήθεια όχι μόνο υπό την έννοια της δημοσιονομικής επιβάρυνσης. Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης ήδη επιτρέπει των αντιμετώπιση αδιάσειστων και απρόβλεπτων δαπανών, όπως τα έξοδα που σχετίζονται με την εισροή προσφύγων. Αλλά μόλις οι πρόσθετες ανάγκες δαπανών προσδιοριστούν, θα πρέπει να καλυφθούν με αναδιάταξη προτεραιοτήτων στις δημόσιες δαπάνες ή με πρόσθετα έσοδα και όχι με αυξανόμενα ελλείμματα. Παρεμπιπτόντως, είμαι πεπεισμένος ότι είναι λανθασμένη η αντίληψη πως οι δημοσιονομικά υγιείς προϋπολογισμοί μπαίνουν στη μέση ως προς την εκπλήρωση σημαντικών δημοσίων καθηκόντων. Το αντίστροφο ισχύει: τα υγιή δημόσια οικονομικά αποτελούν προϋπόθεση για να είμαστε σε θέση να χειριζόμαστε συγκεκριμένες προκλήσεις».

Είναι σε θέση κατά τη γνώμη σας το προσφυγικό ζήτημα να μεταβάλει σημαντικά τις προοπτικές για την οικονομία της Γερμανίας και ευρύτερα της Ευρωζώνης;

«Για τη γερμανική οικονομία ο αντίκτυπος θα είναι αισθητός, τόσο από πλευράς δημοσιονομικών δαπανών όσο και από πλευράς πιθανής αύξησης της προσφοράς εργασίας. Το αν αυτή η πρόσθετη προσφορά εργασίας μπορεί πραγματικά να χρησιμοποιηθεί για να μετριάσει τις δημογραφικές προκλήσεις της Γερμανίας ή όχι εξαρτάται από τις μελλοντικές αποφάσεις οικονομικής πολιτικής. Αλλες εμπειρίες συνιστούν ότι η οικονομική ένταξη των προσφύγων είναι μια παρατεταμένη διαδικασία, καθώς πολλοί από αυτούς πρέπει να αποκτήσουν τις γλωσσικές και εργασιακές δεξιότητες που είναι απαραίτητες για την επιτυχία τους στην αγορά εργασίας. Δεδομένου ότι η Γερμανία λαμβάνει ένα σημαντικό μερίδιο των προσφύγων που ζητούν καταφύγιο στην Ευρώπη, οι επιπτώσεις στις περισσότερες από τις άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ θα είναι συγκριτικά χαμηλότερες».