Skip to main content

ΕΕ: Υπό το βάρος της κρίσης του 2008 οι νέοι κανόνες για τη θωράκιση των τραπεζών

Της Μαρίας Βε

Στην τελική ευθεία θέσπισης παγκόσμιων διαρθρωτικών κανόνων για την θωράκιση των τραπεζών έναντι μελλοντικών κρίσεων, βρίσκεται η Κομισιόν, με βάση το κραχ του 2008, το οποίο αποκάλυψε τις παθογένειες των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που πιέστηκαν από τα «κόκκινα δάνεια» στις ΗΠΑ και προκάλεσαν ζημίες σε όλο το σύστημα.

Η «Bear Stearns» απέτυχε. Η «Lehman Brothers» πτώχευσε. Η «Northern Rock» κατέρρευσε. Η «ABN Amro» εθνικοποιήθηκε, ενώ οι κυβερνήσεις χρησιμοποίησαν τα χρήματα των φορολογουμένων, για να χρηματοδοτήσουν τεράστια προγράμματα διάσωσης και να σταματήσουν την περαιτέρω εξέλιξη της κρίσης.

Στον απόηχο αυτής της «καταστροφής», οι ρυθμιστικές αρχές ξεκίνησαν μια σημαντική επιχείρηση για να ενισχύσουν το τραπεζικό σύστημα και να βελτιώσουν, εκτός άλλων, την ικανότητα του τραπεζικού τομέα να ανταπεξέρχεται σε οικονομικούς κλυδωνισμούς. 

Αυτή η προσπάθεια σήμαινε ότι οι τράπεζες θα έπρεπε να έχουν διαθέσιμα ανά πάσα στιγμή επαρκή κεφάλαια ώστε να μπορούν να καλύπτουν απρόβλεπτες ζημίες και να διατηρούν τη φερεγγυότητά τους σε περιόδους κρίσης

Το τελευταίο σύνολο κανόνων που ονομάστηκε «Βασιλεία ΙΙΙ», σηματοδότησε το τελευταίο βήμα σε αυτή τη διαδικασία, ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα αποκαλύψει αργότερα αυτό το μήνα πώς σχεδιάζει να εφαρμόσει τα πρότυπα εντός της ΕΕ. 

Ωστόσο, ενώ οι άμεσες μετα-κρίσης μεταρρυθμίσεις του «Βασιλεία ΙΙΙ» επικεντρώθηκαν στο μέγεθος και την ποιότητα των κεφαλαιακών επενδύσεων των τραπεζών, το τελευταίο σκέλος του «πακέτου», αποσκοπεί στον τρόπο με τον οποίο οι δανειστές αξιολογούν το ρίσκο των επενδύσεών τους και θεσπίζει έναν πρόσθετο μηχανισμό ασφαλείας, το «κατώτατο όριο» κεφαλαιακών απαιτήσεων. 

Συγκεκριμένα, ως βασική αρχή, το ποσό του απαιτούμενου κεφαλαίου θα εξαρτάται από τον κίνδυνο που συνδέεται με τα στοιχεία ενεργητικού μιας τράπεζας. Στον κανονισμό για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, αυτό αναφέρεται ως «απαίτηση ιδίων κεφαλαίων» και εκφράζεται ως ποσοστό στοιχείων ενεργητικού σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο. 

Η έννοια του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ενεργητικού σημαίνει ότι για τα ασφαλέστερα στοιχεία του ενεργητικού απαιτούνται λιγότερα κεφάλαια, ενώ για τα πιο επικίνδυνα στοιχεία του ενεργητικού εφαρμόζεται υψηλότερος συντελεστής στάθμισης κινδύνου. 

Με άλλα λόγια, όσο πιο επικίνδυνα είναι τα στοιχεία του ενεργητικού τους, τόσο περισσότερα κεφάλαια πρέπει έχουν ανά πάσα στιγμή διαθέσιμα οι τράπεζες.

Οι φορείς κανονιστικής ρύθμισης, ορίζουν αυτό το όριο σε 72,5% των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού. 

Οι αντιδράσεις 

Ωστόσο, με αυτή τη προσέγγιση διαφωνούν κάποιες χώρες- μέλη όπως η Γαλλία και η Γερμανία, υποστηρίζοντας ότι πλήττει σοβαρά ορισμένες τράπεζες.

Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΑΤ), οι Ευρωπαίοι δανειστές αντιμετωπίζουν αύξηση κεφαλαίου ύψους 52,2 δισ. Ευρώ. , ενώ μελέτες του κλάδου αναφέρουν ότι ο αριθμός αυτός είναι πολύ υψηλότερος έως και 400 δισεκατομμύρια ευρώ. 

Ειδικότερα, αντιδρούν οι τράπεζες της βορειοδυτικής Ευρώπης, που βασίζονται σε εσωτερικά μοντέλα για να δικαιολογήσουν τα χαμηλότερα αποθεματικά κεφαλαίου τους. Για παράδειγμα, οι σκανδιναβικές τράπεζες ενδέχεται να έχουν μεγάλα χαρτοφυλάκια στεγαστικών δανείων χαμηλού κινδύνου στους ισολογισμούς τους. Σύμφωνα με τους νέους κανόνες, ωστόσο, αυτοί οι δανειστές αντιμετωπίζουν σημαντική αύξηση κεφαλαίου από την απόδοση υψηλότερων κινδύνων στα δάνεια.

Εντούτοις, σύμφωνα με στέλεχος της ΕΚΤ, το όριο του 72,5% δεν αποτέλεσε «μαγική φόρμουλα», αλλά αποτέλεσμα συμβιβασμών και δεν είναι εύκολο να τροποποιηθεί.

Πράξη εξισορρόπησης

Η «καυτή πατάτα» βρίσκεται τώρα στα χέρια Κομισιόν, καθώς πρόκειται να ανακοινώσει την πρότασή της στη συνεδρίαση της 27ης Οκτωβρίου, ενώ θα χρειαστεί να επιτύχει μια ισορροπία μεταξύ των χωρών, τηρώντας τις παγκόσμιες μεταρρυθμίσεις. 
Διπλωμάτης της ΕΕ σημειώνει ότι η Κομισιόν θα πρέπει τελικά να αποφασίσει εάν επιθυμεί ταχύτερη οικονομική ανάπτυξη νωρίτερα ή μεγαλύτερη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος μακροπρόθεσμα. 

«Δεδομένου του πόσο δραματικά μπορεί να μειωθεί το ΑΕΠ σε μια χρηματοπιστωτική κρίση, η χρηματοπιστωτική σταθερότητα δεν αξίζει περισσότερο μακροπρόθεσμα;», διερωτάται. 

Αυτή η προσέγγιση θα μπορούσε να σημαίνει τη δημιουργία ελαφρύνσεων για τις τράπεζες που εμφανίζουν πολλά στεγαστικά δάνεια στους ισολογισμούς τους. 

Μια επιλογή που συζητείται στις Βρυξέλλες θα μπορούσε να μειώσει κατά το ήμισυ τους συντελεστές στάθμισης των στεγαστικών δανείων σύμφωνα με το τυπικό μοντέλο, εάν μπορούν να εμφανίσουν ελάχιστες ζημίες σε διάστημα μιας δεκαετίας, καθώς και να αποδείξουν ότι θα είχαν προσφύγει τόσο στο ακίνητο, όσο και στο εισόδημα του δανειολήπτη, εάν το δάνειο αντιμετώπιζε προβλήματα.

Μια άλλη προσέγγιση, θα μπορούσε να επιτρέψει στους δανειστές να ενημερώνουν για την αξία του ακινήτου σε υποθήκη, εάν η τιμή του έχει αυξηθεί με την πάροδο των ετών, προκειμένου οι τράπεζες να μη χρειάζεται να διαθέτουν τόσες εξασφαλίσεις.

Η Επιτροπή θα μπορούσε επίσης να αμβλύνει άλλους τομείς της αναθεώρησης που οδηγούν στην αύξηση του κεφαλαίου, εφαρμόζοντας τις μεταρρυθμίσεις σε επίπεδο ομίλου και όχι σε κάθε θυγατρική τράπεζας. 

Μπορεί επίσης να επιφέρει μεταβατική ελάφρυνση για δανεισμό σε εταιρείες χωρίς πιστοληπτική ικανότητα και να εξουδετερώσει τον τρόπο με τον οποίο οι απώλειες του παρελθόντος εισέρχονται στις κεφαλαιακές απαιτήσεις.

Άγνωστο βέβαια εάν αυτό θα είναι επαρκές για να ικανοποιήσει τη Γαλλία, τη Γερμανία και τον κλάδο γενικότερα. 

Το σίγουρο είναι ότι πιέσεις θα υπάρξουν για τη διαμόρφωση κάποιας λύσης στις 27/10, ενώ η Κομισιόν κατά την διαπραγμάτευση, θα πρέπει να προσέξει κυρίως τις ποικίλες ευρωπαϊκές ιδιαιτερότητες, ώστε να επιτύχει μια ομαλή μετάβαση. 

με πληροφορίες από Politico