της Αγγελικής Κοτσοβού
[email protected]
Ήταν μια δεκαετία γεμάτη συγκινήσεις για τους επενδυτές. Μια δεκαετία που βρήκε την παγκόσμια οικονομία να συνέρχεται από την πιστωτική κρίση και να βρίσκει μπροστά της την κρίση χρέους της Ευρωζώνης. Μια δεκαετία που σημαδεύθηκε από την άνοδο του λαϊκισμού, τη δίνη στις αναδυόμενες, το δημοψήφισμα υπέρ του Brexit, αλλά και τον εμπορικό πόλεμο που κήρυξε ο Αμερικανός πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, εναντίον των βασικών ανταγωνιστών της Αμερικής και κυρίως εναντίον της Κίνας. Χάρη στις κεντρικές τράπεζες, άγρυπνους φρουρούς του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, τίποτε από τα παραπάνω δεν κατάφερε να χαλάσει το πάρτι στα διεθνή χρηματιστήρια, ένα πάρτι που χαρακτηρίσθηκε από αλλεπάλληλα ιστορικά ρεκόρ, φουσκώνοντας την κεφαλαιοποίηση των διεθνών μετοχών κατά 17 τρισ., στα 85 τρισ. δολάρια.
Στη «χρυσή δεκαετία» των αγορών ο S&P 500 ξεχωρίζει σε επιδόσεις, με κέρδη πάνω από 250% και 200 νέα ιστορικά υψηλά. Στο βάθρο όμως των νικητών της δεκαετίας και η Ελλάδα, με το Χ.Α. να εμφανίζει τις καλύτερες επιδόσεις μεταξύ των διεθνών χρηματιστηρίων και την απόδοση του ελληνικού 10ετούς κάτω από 1,50%, τη στιγμή που στην κορύφωση της κρίσης ξεπερνούσε το 30%. Στους μεγάλους χαμένους τα εμπορεύματα και το πετρέλαιο.
Λίγες ώρες πριν από την ανατολή του 2020 και της νέας δεκαετίας ας δούμε αναλυτικά ποιοι κλάδοι ξεχώρισαν και πώς φθάσαμε σε αυτό το θεαματικό ταξίδι που κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει.
Ελληνικές μετοχές και ομόλογα
Η δεκαετία άρχισε με την κρίση χρέους και το πρώτο από τα τρία μνημόνια. Και ολοκληρώνεται με το εντυπωσιακό ράλι των ελληνικών μετοχών και ομολόγων. Το Χρηματιστήριο Αθηνών σημειώνει τις καλύτερες επιδόσεις μεταξύ των διεθνών αγορών, με κέρδη πάνω από 45% στη διάρκεια του έτους και τον τραπεζικό δείκτη FTSE/Athex Banks Index να έχει υπερδιπλασιασθεί. Μάλιστα, οι μετοχές ορισμένων τραπεζών σημειώνουν κέρδη σχεδόν 300%.
Οι μεταρρυθμίσεις αρχίζουν να αποδίδουν καρπούς, ενώ η φιλοαναπτυξιακή πολιτική της νέας κυβέρνησης με προσήλωση στην προσέλκυση επενδύσεων έχουν συμβάλει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και στην επιστροφή των επενδυτών. Η πορεία της ελληνικής οικονομίας και οι προσδοκίες για ακόμη ταχύτερη ανάπτυξη έχουν συμβάλει στο ανοδικό momentum. Το X.A. έχει επιστρέψει στο ραντάρ των επενδυτών με μακροπρόθεσμο ορίζοντα και όχι μόνο των κερδοσκόπων και των hedge funds. Παρά το φετινό ράλι, ο γενικός δείκτης κατάφερε μεν να ξεπεράσει το όριο των 900 μονάδων, έχει όμως πολύ δρόμο να διανύσει μέχρι να φθάσει τα επίπεδα του 2010, πάνω από τις 2.000 μονάδες. Και η κεφαλαιοποίησή του είναι κοντά στα 60 δισ. ευρώ, μικρότερη από τη χρηματιστηριακή αξία του γερμανικού ομίλου αθλητικών ειδών Adidas.
H ελληνική αγορά κρατικού χρέους αποτελεί ακόμη ένα success story. Πέραν των επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας, το εύκολο χρήμα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το κυνήγι των αποδόσεων σε ένα περιβάλλον αρνητικών επιτοκίων συνέβαλαν στην απογείωση των τιμών στο μεγαλύτερο ράλι μεταξύ των 19 ομολογιακών αγορών που παρακολουθεί το Bloomberg. Το ράλι ενισχύθηκε σε δυναμική κατά το δεύτερο ήμισυ του έτους, μετά την νίκη της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές του Ιουλίου. Το κόστος δανεισμού της Ελλάδας στη δεκαετία υποχώρησε κατά 68% ή σχεδόν κατά 300 μονάδες βάσης το 2019, με την απόδοση του 10ετούς κοντά σε ιστορικά χαμηλά, κάτω από το 1,5%. Οι ευνοϊκές συνθήκες επέτρεψαν στην Ελλάδα να δανεισθεί τον Οκτώβριο με αρνητικό επιτόκιο στη δημοπρασία εντόκων γραμματίων. Τελικός στόχος της Ελλάδας είναι να επανέλθει στην υψηλή επενδυτική βαθμίδα (Investment-grade) από τους οίκους αξιολόγησης. Μια ψήφος εμπιστοσύνης από τους οίκους θα δώσει νέα πνοή στο ράλι μετοχών και ομολόγων το 2020.
Wall Street και S&P 500: Οι μεγάλοι «νικητές»
Η δεκαετία του 2010 ήταν η πρώτη από το 1850 που οι ΗΠΑ δεν βίωσαν ούτε μία φορά ύφεση. Το αμερικανικό χρηματιστήριο είχε μικρές φάσεις μεταβλητότητας αλλά κάθε διόρθωση αποδείχθηκε σε αγοραστική ευκαιρία, με περισσότερα από 200 νέα ιστορικά ρεκόρ για τον δείκτη S&P 500 και αλλεπάλληλα ιστορικά υψηλά για τους Dow Jones και τον τεχνολογικό Nasdaq, που κατάφερε την προηγούμενη εβδομάδα να ξεπεράσει τις 9.000 μονάδες.
Μπορεί η προηγούμενη δεκαετία να ήταν μια από τις χειρότερες, όμως η επόμενη έως και τις 31 Δεκεμβρίου του 2019 ήταν μια από τις καλύτερες στη ιστορία της Wall Street, με κέρδη για τον S&P 500 πάνω από 250%. Στη διάρκεια του 2019, ο δείκτης ενισχύθηκε κατά 30%, ο Dow Jones κατέγραψε κέρδη πάνω από 22% και ο τεχνολογικός Nasdaq πάνω από 35%, ενώ η κεφαλαιοποίηση του αμερικανικού χρηματιστηρίου αυξήθηκε κατά 5 τρισ. δολάρια. Η δεκαετία του 2010 θα περάσει στην ιστορία και ως η μοναδική πέραν της δεκαετίας του ’90, που ο S&P 500 δεν εισήλθε ούτε μία χρονιά σε bear market: Το 2011 υποχώρησε 19,4%, και 19,8% στα τέλη του 2018, όμως δεν έφθασε ποτέ το μαγικό ποσοστό 20% που ορίζει την πτωτική αγορά(bear market). Oι τρεις μειώσεις επιτοκίων από τη Fed εντός του έτους, καθώς και η πρόσφατη ανακοίνωση για εμπορική συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας αντέστρεψαν τη φάση διόρθωσης στα τέλη της προηγούμενης χρονιάς, διατηρώντας το χρηματιστηριακό πάρτι επί μία δεκαετία.
Ευφορία και στην Ευρώπη, με τις ευρωπαϊκές μετοχές σε ιστορικά υψηλά, αν και σε όρους δολαρίου, τα κέρδη του πανευρωπαϊκού δείκτη Stoxx Europe 600 προσεγγίζουν μόλις το ένα τρίτο των επιδόσεων δεκαετίας του S&P 500. Το πολιτικό ρίσκο, από το Brexit μέχρι τον ιταλικό λαϊκισμό, και η απουσία «καυτών» τεχνολογικών μετοχών ήταν από τους παράγοντες που η Ευρώπη έμεινε πιο πίσω. Παρ’ όλα αυτά, ο πανευρωπαϊκός Stoxx 600 κατέγραψε κέρδη 129% στη δεκαετία και με τη φετινή χρονιά να είναι η καλύτερη από το 2009, με άνοδο πάνω από 22%, τα υψηλότερα από την εποχή της κρίσης του 209 και παρά τη διόρθωση στις τελευταίες συνεδριάσεις πριν από την εκπνοή του έτους. Στη Φραγκφούρτη, ο DAX έχει ανατιμηθεί 27% από τις αρχές του έτους και ο CAC 40 του Παρισιού πάνω από 25%. Στο Λονδίνο, η άρση της αβεβαιότητας μετά τις εκλογές της 12ης Δεκεμβρίου και η έντονη δραστηριότητα εξαγορών και συγχωνεύσεων έδωσαν ώθηση στον FTSE 100, με κέρδη 14% φέτος και άνοδο πάνω από 80% στη δεκαετία. Ηπιότερα ετήσια κέρδη σχεδόν 14% για τον IBEX 35 της Μαδρίτης και ακόμη πιο εντυπωσιακά, 28% για τον FTSE MIB στο Χρηματιστήριο του Μιλάνου.
Η κυριαρχία των τεχνολογικών μετοχών –Οι… φανταστικές FAANG
Ο τεχνολογικός κλάδος είχε μια φανταστική δεκαετία, τόσο από πλευράς ανάπτυξης όσο και από πλευράς χρηματιστηριακών επιδόσεων, με άνοδο 400% για τον Nasdaq 100, ξεπερνώντας ακόμη και τον S&P 500. Για τα εντυπωσιακά κέρδη ευθύνονται πέντε από τις μεγαλύτερες εταιρείες στον κόσμο. Η συνδυαστική χρηματιστηριακή αξία των Apple, Amazon, Microsoft και Google ήταν μόλις 716 δισ. δολάρια στην αρχή της δεκαετίας και πλέον υπερβαίνει τα 4 τρισ. δολάρια. Σε αυτούς τους αριθμούς δεν περιλαμβάνεται το Facebook, που εισήχθη το 2012 στο χρηματιστήριο. Την ίδια χρονιά απέκτησε το Instagram έναντι ενός δισ. δολαρίων και σε μια από τις καλύτερες εξαγορές της δεκαετίας. Η κεφαλαιοποίηση του Facebook προσεγγίζει τα 600 δισ. δολάρια, από 80 δισ. όταν εισήχθη στο χρηματιστήριο. Οι πέντε εταιρείες –οι γνωστές FAANG, Facebook, Amazon, Apple, Netflix και Google- αντιπροσωπεύουν το 17% του δείκτη S&P 500 και το 7% του παγκόσμιου MSCI global, από μόλις 1,6% στις αρχές του 2010. Όποιος επενδυτής είχε τοποθετήσει 25.000 δολάρια σε μετοχές του Netflix το 2009, έχει αποκομίσει σήμερα ένα εκατομμύριο. Οι FAANGs δεν αποτελούν μια ισχυρή δύναμη στο μακροβιότερο χρηματιστηριακό ράλι. Έχουν μεταμορφώσει τον τρόπο που οι άνθρωποι δουλεύουν, κάνουν τις αγορές τους, διαβάζουν ειδήσεις και χαλαρώνουν. Κοντά στις πέντε πρωτοπόρους αναδύονται και άλλοι τεχνολογικοί κολοσσοί, όπως οι ΒΑΤ της Κίνας –Baidu, Alibaba και Tencent- μέχρι τις Uber, Airbnb και Deliveroo. Ο κόσμος, όπως και οι αγορές, έχουν αλλάξει για πάντα.
Εμπορεύματα – πετρέλαιο
Το 2000 ήταν μια λαμπρή δεκαετία για τα εμπορεύματα, ειδικά τα πρώτα χρόνια, χάρη στις δαπάνες για έργα υποδομών από την Κίνα. Δεν ισχύει το ίδιο γι’ αυτή τη δεκαετία που είναι στη δύση της. Ο δείκτης εμπορευμάτων του Bloomberg εμφανίζει απώλειες 45% στη δεκαετία. Η τιμή του αμερικανικού αργού έχει υποχωρήσει πάνω από 27%. Μοναδική φωτεινή εξαίρεση ο χρυσός, με κέρδη 30%, τα περισσότερα εκ των οποίων το 2010 και το 2011. Το 2019, η λάμψη του πολύτιμου μετάλλου «μεταφράσθηκε» σε άνοδο 18% στην καλύτερη χρονιά από το 2010. Παρ’ όλα αυτά, οι τιμές απέχουν 25% από τα υψηλά του Αυγούστου 2011.
Το πετρέλαιο, από την άλλη πλευρά, πέρασε το πρώτο ήμισυ της δεκαετίας κοντά στα 100 δολάρια το βαρέλι, όμως η κατάρρευση των τιμών το 2014 είναι ενδεικτική της τάσης που φαίνεται πως θα καθορίσει τις διεθνείς αγορές εμπορευμάτων τα επόμενα χρόνια: Η επανάσταση του πετρελαίου από σχιστολιθικά κοιτάσματα ήλθε για να μείνει. «Οι ΗΠΑ ανέτρεψαν τα δεδομένα στις διεθνείς πετρελαϊκές αγορές με τρόπο που δεν το περίμενε κανείς», τονίζει ο Αμπχισέκ Ντεσπαντέ της JP Morgan Chase & Co.
Οι συντονισμένες προσπάθειες του ΟΠΕΚ και των συμμάχων –όπως η Ρωσία- για στήριξη των τιμών με μειώσεις στην παραγωγή συνέβαλαν στα μεγαλύτερα ετήσια κέρδη για το πετρέλαιο από το 2016, με άνοδο πάνω από 25%. Παρ’ όλα αυτά, δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν τα 70 δολάρια το βαρέλι. Για το 2020, οι αναλυτές και παράγοντες της αγοράς προβλέπουν στενά όρια διακύμανσης, καθώς η αύξηση της παραγωγής των ΗΠΑ αντισταθμίζει τις μειώσεις από τις χώρες της συμμαχίας ΟΠΕΚ+.
Αγορές ομολόγων: Η πραγματικότητα των αρνητικών επιτοκίων και το ρεκόρ δανεισμού
Ένα βασικό χαρακτηριστικό των ετών που επακολούθησαν της κρίσης του 2008 ήταν η συνεχής κατρακύλα των επιτοκίων και του κόστους δανεισμού των κυβερνήσεων σε επίπεδα κάτω του μηδενός, πιθανότατα για πρώτη φορά στην ιστορία. Οι αποδόσεις των αμερικανικών και γερμανικών κρατικών ομολόγων έχουν υποχωρήσει έως και 400 μονάδες βάσης μέσα στη δεκαετία, με την απόδοση του γερμανικού 10ετούς να είναι σταθερά κάτω του μηδενός, στο -0,19%. Στη διάρκεια του έτους, η απόδοση του γερμανικού 10ετούς αποκλιμακώθηκε πάνω από 40 μονάδες βάσης, στη μεγαλύτερη ετήσια πτώση από το 2014. Σχεδόν το 25% του συνόλου των κρατικών ομολόγων έχει αρνητικό επιτόκιο, με τη συνολική αξία του χρέους αρνητικών αποδόσεων να προσεγγίζει τα 12 τρισ. δολάρια. Καθοριστικό ρόλο σε αυτό έχουν διαδραματίσει οι κεντρικές τράπεζες, με τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης, τη μείωση του κόστους δανεισμού σε επίπεδα κάτω του μηδενός. Το ενεργητικό που έχει στη διάθεσή της η κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας είναι μεγαλύτερο από το ΑΕΠ της χώρας. Ο ισολογισμός της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ισοδυναμεί με το ένα-τέταρτο του ΑΕΠ της Ευρωζώνης και διπλάσιος σε σύγκριση με τα επίπεδα προ δεκαετίας.
Συνάλλαγμα: Το δολάριο παραμένει «βασιλιάς»
Η δεκαετία δεν άρχισε καλά για το δολάριο, υποχωρώντας το 2011 στα χαμηλότερα επίπεδα της σύγχρονης ιστορίας, εν μέσω φόβων μήπως η αντιπαράθεση Λευκού Οίκου και Κογκρέσου για το ταβάνι του χρέους οδηγήσει σε στάση πληρωμών. Στο τέλος δεν υπήρξε στάση πληρωμών, αλλά απώλεια του τριπλού Α στην πιστοληπτική κατάταξη των ΗΠΑ τον Αύγουστο εκείνης της χρονιάς. Έκτοτε, οι ισχυρές επιδόσεις της αμερικανικής οικονομίας και η σύγκριση με την αναιμική ανάπτυξη άλλων οικονομιών βοήθησαν το δολάριο να ανακάμψει σχεδόν 30%. Η θέση του δολαρίου ως βασικού νομίσματος στα παγκόσμια συναλλαγματικά αποθέματα παραμένει πιο ισχυρή από ποτέ, εν αντιθέσει με την κρίση στην Ευρωζώνη, που είχε κλονίσει τότε την εμπιστοσύνη προς το ευρώ. Είχε χρειασθεί η παρέμβαση του Μάριο Ντράγκι με το περίφημο «whatever it takes» για να αποκατασταθεί η αξιοπιστία του ενιαίου νομίσματος. Παραμένουν όμως κάποιες θεσμικές αδυναμίες, όπως η έλλειψη ενιαίου δημοσιονομικού πλαισίου και μια τραπεζική ένωση.
Από την άλλη, το δολάριο αντιπροσωπεύει το 60% των παγκόσμιων συναλλαγματικών διαθεσίμων, στα ίδια επίπεδα με το 2009, αν και πιο κάτω σε σύγκριση με το 2015. Όσο για τους traders που βασίζονται στις διακυμάνσεις των τιμών, μπορεί η παγκόσμια αγορά συναλλάγματος να έχει αυξηθεί κατά ένα-τρίτο από το 2010, φθάνοντας τα 6,6 τρισ. δολάρια, η μεταβλητότητα έχει καταποντισθεί κι αυτό εξαιτίας των κεντρικών τραπεζών, που εμμένουν στην υποστηρικτική νομισματική πολιτική.
Όσο για το ευρώ, το 2019 υπέστη απώλειες πάνω σχεδόν 3% έναντι του δολαρίου αν και το 2020 προοιωνίζεται πιο θετική χρονιά. Το ενιαίο νόμισμα θα ανατιμηθεί πάνω από 4% έναντι του αμερικανικού το 2020, σημειώνοντας τις καλύτερες επιδόσεις στην αγορά ξένου συναλλάγματος, σύμφωνα με τη μέση πρόβλεψη αναλυτών σε δημοσκόπηση του Bloomberg. Οι αναλυτές βλεπουν το ευρώ να «σκαρφαλώνει» στο 1,16 έναντι του δολαρίου το 2020, έχοντας ως στήριγμα τις βελτιωμένες οικονομικές προοπτικές της Ευρωζώνης και την απομάκρυνση των πολιτικών πιέσεων.
Ο δείκτης δολαρίου –που μετράει τις επιδόσεις του αμερικανικού νομίσματος έναντι «καλαθιού» με τους βασικούς του ανταγωνιστές στην αγορά συναλλάγματος- κατάφερε να κλείσει το έτος με οριακά κέρδη 0,6%, ενώ το 2018 είχε άνοδο 4,4%. Το ευρώ αποχαιρετά το 2019 υποτιμημένο σχεδόν 3%, έπειτα από απώλειες 4,5% του 2018.
Στα 3,8 τρισ. δολάρια η αξία των εξαγορών και συγχωνεύσεων το 2019
Το 2019 θα περάσει στην ιστορία ως μια από τις καλύτερες χρονιές εξαγορών και συγχωνεύσεων, θα μπορούσε όμως να είναι ακόμη καλύτερη. Η αξία των deals που ανακοινώθηκαν παγκοσμίως έφθασε τα 3,8 τρισ. δολάρια, το τέταρτο μεγαλύτερο ποσό στην ιστορία και μόλις 4% πιο κάτω από τα επίπεδα του 2018(σχεδόν τέσσερα τρισ. δολάρια), σύμφωνα με τα στοιχεία της Dealogic.
Από τα στοιχεία προκύπτει ότι η «όρεξη» για μεγα-συγχωνεύσεις παραμένει μεγάλη: Φέτος ανακοινώθηκαν τουλάχιστον 12 συμφωνίες αξίας άνω των 25 δισ. δολαρίων, αριθμός διπλάσιος σε σύγκριση με το σύνολο της προηγούμενης χρονιάς. Από τις μεγα-συμφωνίες ξεχωρίζει ο «γάμος» 86 δισ. δολαρίων μεταξύ της United Technologies και της Raytheon, περιμένοντας την έγκριση των ρυθμιστικών αρχών.
Ανά τον κόσμο, ξεχωρίζουν οι ΗΠΑ, με τη συνολική αξία των συμφωνιών αυξημένη κατά 12%, στο 1,8 τρισ. δολάρια. Από την άλλη πλευρά, πολλές εταιρείες επέλεξαν λόγω της αβεβαιότητας –εξαιτίας του Brexit και της σινο-αμερικανικής εμπορικής αντιπαράθεσης- να μείνουν στο περιθώριο. Ο συνολικός αριθμός των εξαγορών και συγχωνεύσεων ήταν μειωμένος κατά 1,6% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2018, κάτω από τις 35.000 συμφωνίες.
Η μεγαλύτερη επιφυλακτικότητα παρατηρήθηκε στην Ευρώπη, με τη συνολική αξία των εξαγορών και συγχωνεύσεων να καταποντίζεται 30%. Ένας ακόμη ανασταλτικός παράγοντας, πέραν της αβεβαιότητας και της οικονομικής επιβράδυνσης, ήταν οι υψηλές αποτιμήσεις.