Της Αγγελικής Κοτσοβού
[email protected]
Όπως κι αν χαρακτηρισθεί αυτή η δεκαετία που φεύγει, για τους κύκλους της Wall Street και του επιχειρηματικού κόσμου της Αμερικής θα είναι αδιαμφισβήτητα η «Δεκαετία του Χρέους».
Με τα επιτόκια σχεδόν σε μηδενικά επίπεδα, χάρη στην υπέρ-χαλαρή νομισματική πολιτική των κεντρικών τραπεζών μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, η άντληση κεφαλαίων από τις επιχειρήσεις μέσω της έκδοσης εταιρικών ομολόγων αποδείχθηκε η πιο φθηνή λύση για την εξασφάλιση ρευστότητας. Οι εκδόσεις ομολόγων από αμερικανικές επιχειρήσεις ξεπέρασαν το ένα τρισ. δολάρια ετησίως σε κάθε χρονιά αυτής της δεκαετίας που άρχισε το 2010 και εκπνέει την Τρίτη, με τον εταιρικό δανεισμό να φθάνει σε επίπεδα-ρεκόρ, σύμφωνα με το Reuters, που επικαλείται στοιχεία της SIFMA.
Σύμφωνα με στοιχεία του Reuters συνολικά, η αξία του εταιρικού χρέους αυξήθηκε πάνω από 50% και σύντομα θα ξεπεράσει τα 10 τρισ. δολάρια, έναντι έξι τρισ. δολαρίων στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας. Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις των ΗΠΑ -οι επιχειρήσεις του δείκτη S&P 500- αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 70% του συνόλου, σχεδόν 7 τρισ. δολάρια.
Πού πήγε όμως όλο αυτό το χρήμα; Είτε χρησιμοποιήθηκε για την επέκταση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων είτε δόθηκε πίσω στους μετόχους υπό τη μορφή προγραμμάτων επαναγοράς μετοχών ή διανομής μερισμάτων. Όπως παρατηρεί το Reuters, οι αμερικανικές επιχειρήσεις επέστρεψαν σημαντικό μέρος της ρευστότητας στη διάρκεια της δεκαετίας του 2020.
Στην πρώτη χρονιά της δεκαετίας, οι επιχειρήσεις δαπάνησαν σχεδόν 60 δισ. δολάρια περισσότερα σε μερίσματα και επαναγορές μετοχών σε σύγκριση με τις επενδύσεις για επέκταση δραστηριοτήτων, αγορά νέου εξοπλισμού και τεχνολογίας. ‘Εως και πέρυσι, η διαφορά ξεπέρασε τα 600 δισ. δολάρια.
Οι επαναγορές μετοχών ήταν ένας από τους παράγοντες που τροφοδότησαν το χρηματιστηριακό ράλι της δεκαετίας στη Wall Street.
Την ίδια στιγμή, οι ρυθμοί αύξησης των κεφαλαιουχικών δαπανών δεν ήταν το ίδιο εντυπωσιακοί στη δεκαετία, παρά τις φοροελαφρύνσεις της κυβέρνησης Τραμπ.
Σε γενικές γραμμές, η αγορά εταιρικών ομολόγων έγινε μεγαλύτερη, αλλά ταυτόχρονα και περισσότερο ριψοκίνδυνη. Με τους επενδυτές στο κυνήγι των αποδόσεων σε έναν κόσμο πολύ χαμηλών επιτοκίων, το εταιρικό χρέος με αξιολόγηση μόλις μία ή δύο βαθμίδες πάνω από την κατηγορία Junk -υψηλού ρίσκου- αντιπροσωπεύει περισσότερο από το ήμισυ της αγοράς investment-grade, ενώ πριν από μία δεκαετία ήταν στο ένα-τρίτο.
Με πληροφορίες από Reuters