Από την έντυπη έκδοση
Του Νίκου Μπέλλου
[email protected]
Εντατικές διαβουλεύσεις μεταξύ της κυβέρνησης και των θεσμών βρίσκονται σε εξέλιξη με στόχο να υπάρξει προσέγγιση των δύο πλευρών μέχρι το Εurogroup της προσεχούς Δευτέρας, ώστε να είναι σε θέση αυτό να καθορίσει ημερομηνία επιστροφής των επικεφαλής στην Αθήνα για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Στην καλύτερη περίπτωση, η συνολική απόφαση σε πολιτικό επίπεδο αναμένεται στις 20 Μαρτίου.
Αυτό ανέφερε χθες ανώτερος αξιωματούχος της Ευρωζώνης με γνώση των συζητήσεων που γίνονται, ωστόσο διευκρίνισε ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο και πως όλα θα εξαρτηθούν από την πορεία των συζητήσεων που εξελίσσονται ικανοποιητικά και θα συνεχιστούν τις επόμενες ώρες.
Ο Ευρωπαίος αξιωματούχος εκτίμησε ότι, εάν επιβεβαιωθεί το καλό σενάριο, το μέγιστο που θα μπορούσε να αποφασιστεί τη Δευτέρα είναι οι επικεφαλής των θεσμών να επιστρέψουν για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης. Όπως είπε, οι συζητήσεις στην Αθήνα θα προχωρήσουν αρκετά σύντομα γιατί θα υπάρχουν οι παράμετροι της συμφωνίας. Το ζητούμενο είναι να αποδεχθούν όλες οι πλευρές τις παραμέτρους της διαπραγμάτευσης, που θα αποτελέσουν και τη βάση της συζήτησης στην Αθήνα. Ο ίδιος επικέντρωσε τις συζητήσεις σε δύο θέματα, το δημοσιονομικό, δηλαδή τη διασφάλιση πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% μετά το 2018, και τα εργασιακά.
Είπε επίσης ότι μετά τη δημοσίευση την περασμένη Δευτέρα των χειμερινών προβλέψεων από την Κομισιόν, το ΔΝΤ θα ξαναδεί τις δικές του προβλέψεις, που διαφέρουν πολύ από εκείνες των Ευρωπαίων. Εκτίμησε ότι αυτό θα γίνει λίγο πριν από την ολοκλήρωση της αξιολόγησης σε τεχνικό επίπεδο, όταν θα υπάρχει μια πολύ καλύτερη εικόνα της δημοσιονομικής κατάστασης και των προοπτικών. Με τον τρόπο αυτό άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο τα προληπτικά μέτρα που θα ζητηθεί να νομοθετηθούν από την Ελλάδα να είναι χαμηλότερα από το 2% του ΑΕΠ ή 3,6 δισ. που ζητάει σήμερα. «Θα δούμε μαζί ποια είναι η ταμειακή κατάσταση, ποια από τα φορολογικά έσοδα είναι μόνιμα και ποια εφάπαξ έσοδα», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Σαν παλιό… κρασί
Σχετικά με το χρονοδιάγραμμα, είπε μεν ότι η Ελλάδα δεν έχει ανάγκη από ρευστότητα πριν από το καλοκαίρι, ωστόσο τάχθηκε υπέρ της ολοκλήρωσης της αξιολόγησης το συντομότερο, υπογραμμίζοντας ότι «η αξιολόγηση δεν είναι σαν το κόκκινο κρασί που ο χρόνος το κάνει καλύτερο – εδώ η αναμονή οδηγεί σε χειρότερο αποτέλεσμα».
Ωστόσο, επισήμανε πως δεν χρειάζονται βεβιασμένες αποφάσεις, θα πρέπει να προετοιμαστεί μια καλή λύση για όλους και στο πλαίσιο αυτό δεν πρόκειται να επιδιωχθεί έκτακτη συνεδρίαση του Εurogroup πριν από τις ολλανδικές εκλογές της 15ης Μαρτίου για την επικύρωση της συμφωνίας. Όπως είπε, «έχουμε τις τακτικές συναντήσεις στις 20 Μαρτίου στις Βρυξέλλες και τις 7 Απριλίου στη Μάλτα και αν χρειαστεί και αργότερα. Συνεπώς δεν θα υπάρξει συνολική συμφωνία πριν από τις 20 Μαρτίου».
Από εκεί και πέρα, τόνισε ότι η όποια συμφωνία θα συνοδεύεται από προαπαιτούμενα για την εκταμίευση της δόσης που θα λάβει η Ελλάδα και αυτό θα πρέπει να περάσει από κάποια εθνικά κοινοβούλια. Προέβλεψε επίσης ότι αν η τελική συνολική συμφωνία δεν απομακρυνθεί από το περίγραμμα του περασμένου Δεκεμβρίου, τότε η διαδικασία θα είναι αρκετά γρήγορη στα εθνικά κοινοβούλια, σε αντίθετη περίπτωση θα χρειαστεί περισσότερος χρόνος.
Δυσφορία
Ο αξιωματούχος εξέφρασε και δυσφορία σε σχέση με την εκπλήρωση από την Ελλάδα των προαπαιτουμένων της δεύτερης αξιολόγησης. «Βρισκόμαστε ακόμη εκεί που σας είχε πει ο κ. Ντέισελμπλουμ τον προηγούμενο μήνα, δηλαδή στη νομοθέτηση του 1/3 των προαπαιτουμένων, θα μπορούσαν να είχαν κάνει περισσότερα», είπε.
Η συνολική συμφωνία θα αναφέρεται και στη βιωσιμότητα του χρέους, ώστε το ΔΝΤ να μπορέσει να λάβει απόφαση για τη συμμετοχή του. «Το ΔΝΤ είναι μαζί μας από την αρχή του προγράμματος και είμαι βέβαιος ότι θα συνεχίσει να συμμετέχει εάν έχει τη διαβεβαίωση για τη βιωσιμότητα του χρέους», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Πάντως, στις Βρυξέλλες τονίζουν ότι έχει πολύ μεγάλη σημασία να επιστρέψουν άμεσα οι θεσμοί στην Αθήνα, ώστε να ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση σε τεχνικό επίπεδο πριν από τις εκλογές στην Ολλανδίας. Στη συνέχεια θα απομένουν οι συζητήσεις σε πολιτικό επίπεδο γύρω από τη βιωσιμότητα του χρέους, αλλά και την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, ωστόσο για να γίνει αυτό πρέπει να υπάρχει συμφωνία σε επίπεδο θεσμών σε σχέση με τα ζητήματα της δεύτερης αξιολόγησης.
Είναι προφανές, επισημαίνουν στη βελγική πρωτεύουσα, ότι και οι Ευρωπαίοι επιθυμούν την επιστροφή των θεσμών, ώστε το ελληνικό ζήτημα να μην εμπλακεί στην εσωτερική προεκλογική συζήτηση στην Ολλανδία.
«Παζάρι» με φόρους και αφορολόγητο
Σκληρό «παζάρι» για το αφορολόγητο όριο κάνει η κυβέρνηση, η οποία αρνείται τη μείωσή του χωρίς να λάβει αντισταθμιστικά μέτρα ελάφρυνσης των φορολογουμένων.
Αυτό αποκάλυψε χθες η υφυπουργός Οικονομικών Κ. Παπανάτσιου η οποία, αν και παραδέχθηκε ότι οι δανειστές ζητούν τη μείωση του αφορολόγητου ορίου από το 2019 και το θέμα βρίσκεται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, παρά τις περί του αντιθέτου κατά καιρούς δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών, υπογράμμισε ότι όλα είναι ανοιχτά αφού επί του παρόντος δεν έχει οριστικοποιηθεί τίποτα.
Και δεν έχει οριστικοποιηθεί γιατί, όπως άφησε να εννοηθεί η κα Παπανάτσιου, αν οι θεσμοί δεχθούν τη μείωση για παράδειγμα των φορολογικών συντελεστών ή την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, τότε η κυβέρνηση θα εξετάσει τη μείωση του αφορολόγητου ορίου και το ύψος στο οποίο θα υποχωρήσει.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, όπως ξεκαθαρίζουν από το οικονομικό επιτελείο, για να προχωρήσει η μείωση της έκπτωσης φόρου που ισχύει σήμερα οι δανειστές θα πρέπει να δεσμευτούν ότι εάν και πάλι πέσουν έξω στους υπολογισμούς τους και υπάρχει υπεραπόδοση εσόδων και τα επόμενα χρόνια, τότε η κυβέρνηση, χωρίς την προηγούμενη άδειά τους, θα μπορεί να προχωρήσει στη μείωση των συντελεστών του ΦΠΑ κατά μία μονάδα ή στην ελάφρυνση του ΕΝΦΙΑ ή και στη μείωση των συντελεστών των επιχειρήσεων καθώς και των ασφαλιστικών εισφορών.
Άλλωστε, όπως επεσήμανε χθες η κα Παπανάτσιου, «σίγουρα θα πρέπει να μειωθεί η φορολογία των επιχειρήσεων και κάποιων ασφαλιστικών εισφορών, πρέπει να βοηθηθεί και η επιχειρηματικότητα».
Θα πρέπει πάντως αναφερθεί ότι η υφυπουργός Οικονομικών, μιλώντας σε Ρ/Σ, εμφανίστηκε επιφυλακτική για το πώς θα κλείσει όλο το «πακέτο», υπογραμμίζοντας χαρακτηριστικά «ας δούμε πρώτα πού θα καταλήξουμε, τι θα δώσουμε, τι θα πάρουμε και μετά θα δούμε».
Εξέφρασε ωστόσο την αισιοδοξία της ότι στην επικείμενη συνεδρίαση του Eurogroup, τη Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου, θα δοθεί «ισχυρή ώθηση» για κλείσιμο της συμφωνίας.