της Αγγελικής Κοτσοβού
[email protected]
Ήταν η χρονιά που οι κεντρικές τράπεζες επανήλθαν δυναμικά στο προσκήνιο, μειώνοντας τα επιτόκια ώστε να συγκρατήσουν την κατρακύλα της παγκόσμιας οικονομίας.
Ορισμένες, όπως η Φέντεραλ Ριζέρβ των ΗΠΑ, είχαν φροντίσει να προχωρήσουν σε ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής με αυξήσεις επιτοκίων, δημιουργώντας έτσι περιθώρια χαλάρωσης, καθώς οι προκλήσεις όπως ο εμπορικός πόλεμος και η γεωπολιτική και οικονομική αβεβαιότητα είχαν οδηγήσει στην ασθενέστερη ανάπτυξη από την εποχή της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Κάποιες άλλες όμως, όπως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, βρίσκονται σε πολύ πιο δύσκολη θέση, καθώς δεν πρόλαβαν να αποσύρουν τα έκτακτα μέτρα νομισματικής στήριξης που είχαν λάβει κατά την εποχή της κρίσης και έχουν ήδη μειώσει τα επιτόκια σε μηδενικά επίπεδα ή ακόμη και κάτω του μηδενός.
Η έλευση του 2020 βρίσκει τις κεντρικές τράπεζες με ελάχιστα διαθέσιμα εργαλεία στη φαρέτρα τους, γι’ αυτό και ζητούν τη συνδρομή των κυβέρνήσεων στη στήριξη της οικονομικής δραστηριότητας. Η Κριστίν Λαγκάρντ, νέα πρόεδρος της ΕΚΤ, όπως και ο προκάτοχός της, Μάριο Ντράγκι, έχουν επανειλημμένως καλέσει τις κυβερνήσεις με πλεονάσματα να προχωρήσουν σε επενδύσεις.
Σε επίπεδο νομισματικής πολιτικής, το 2020 προμηνύεται μια ήσυχη χρονιά. Ορισμένα «μέτωπα», όπως η σινο-αμερικανική εμπορική αντιπαράθεση, δείχνουν πως έχουν κλείσει, ενώ στην Ευρώπη ο Μπόρις Τζόνσον, με καθαρή εντολή από την κάλπη της 12ης Δεκεμβρίου, προχωρεί για ένα Brexit και εμπορική συμφωνία με την Ε.Ε. έως τα τέλη του 2020.
Το 2020 φαίνεται πως θα είναι ήσυχη χρονιά και σε επίπεδο νομισματικής πολιτικής, με τις κεντρικές τράπεζες, κοντά στο να εξαντλήσουν στα όρια των δυνατοτήτων τους, να παραδίδουν τη σκυτάλη στις κυβερνήσεις και στη δημοσιονομική πολιτική. Ας μην ξεχνάμε ότι πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος μιας νέας φούσκας από την υπέρ χαλαρή τους στάση, με τις αγορές να στέλνουν σήματα κινδύνου.
Οι αναλυτές του Bloomberg προβλέπουν ότι οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες θα τηρήσουν στάση αναμονής την επόμενη χρονιά, ενώ δεν αποκλείνουν επιτοκιακές μειώσεις στις αναδυόμενες αγορές.
Στις ΗΠΑ, ο πρόεδρος της Fed, Τζερόμ Πάουελ, έχει προετοιμάσει το έδαφος ότι θα διατηρήσει τα επιτόκια στα τρέχοντα επίπεδα. Στη συνεδρίαση της 11ης Δεκεμβρίου υπογράμμισε ότι η στάση νομισματικής πολιτικής «θα παραμείνει κατάλληλλ», εκτός κι αν υπάρξει επαναξιολόγηση των οικονομικών προοπτικών. Η Fed στην τελευταία συνεδρίαση του έτους διατήρησε αμετάβλητο το βασικό επιτόκιο στο εύρος του 1,50%-1,75%, έπειτα από τρεις διαδοχικές μειώσεις. 13 σε σύνολο 17 αναλυτών σε δημοσκόπηση του Bloomberg δεν προβλέπουν κάποια κίνηση εντός του 2020, με τη Fed να παραμένει στο περιθώριο, εν αναμονή και του αποτελέσματος των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου.
Στάση αναμονής προβλέπεται ότι θα κρατήσει και η ΕΚΤ, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, αν και έχει δεσμευθεί ότι είναι σε ετοιμότητα να λάβει πρόσθετα μέτρα στήριξης, εάν καταστεί αναγκαίο. Οι αξιωματούχοι όμως της ΕΚΤ έχουν αφήσει να εννοηθεί ότι προτιμούν ένα διάλειμμα, μετά τη δέσμη μέτρων χαλάρωσης που παρουσίασε ο Μάριο Ντράγκι τον Σεπτέμβριο, με επανεκκίνηση το προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, ώστε να προσφέρει στήριγμα στην ασθμαίνουσα οικονομία της Ευρωζώνης.
Οικονομολόγοι και επενδυτές αναμένουν ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν σταθερά(στο μηδέν το βασικό και στο -0,5% το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων) και ότι το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης θα συνεχισθεί καθόλη τη διάρκεια του 2020, ίσως και αργότερα. Οι αντοχές και όρια της ΕΚΤ θα δοκιμασθούν σκληρά εάν η οικονομία της Ζώνης του Ευρώ δεν καταφέρει να ανεβάσει ταχύτητα, στην περίπτωση που η ύφεση στο μεταποιητικό τομέα εξαπλωθεί και στον τομέα υπηρεσιών.
΄Οσο για την κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας, το 2020 φαντάζει ως χρονιά βελτιωμένων προοπτικών, μετά το γενναιόδωρο πακέτο μέτρων από την κυβέρνηση του Τόκιο και τη βελτίωση των προοπτικών της παγκόσμιας οικονομίας. Η βελτίωση του κλίματος επιτρέπει στην ιαπωνική κεντρική τράπεζα να τηρήσει στάση αναμονής, έχοντας ήδη μειώσει το επιτόκιο κάτω του μηδενός(-0,1%).